Το παράκανες, ασχολήθηκες υπερβολικά, το κούρασες.
- Πήγα χθες για κυνήγι και σκότωσα 10 τσίχλες και 32 μπεκάτσες και μετά πέτυχα και 2 λαγούς. Άσε για το αγριογούρουνο.
- Σώπα ρε φίλε, λύσσα το έκανες.
Το παράκανες, ασχολήθηκες υπερβολικά, το κούρασες.
- Πήγα χθες για κυνήγι και σκότωσα 10 τσίχλες και 32 μπεκάτσες και μετά πέτυχα και 2 λαγούς. Άσε για το αγριογούρουνο.
- Σώπα ρε φίλε, λύσσα το έκανες.
Got a better definition? Add it!
Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.
Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.
Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.
Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.
Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.
«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».
Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.
Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.
Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)
Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)
Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)
Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)
Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).
Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)
Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)
Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)
Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)
Κέκι, το: Κέικ (< cake)
Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)
Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)
Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)
Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)
Λέκι, το: Λίμνη (< lake)
Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)
Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)
Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)
Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)
Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)
Μουβαίνω: κινούμαι (< move)
Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)
Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)
Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)
Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)
Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)
Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)
Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)
Μπόξι, το: Κουτί (< box)
Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)
Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)
Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)
Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)
Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)
Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)
Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)
Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)
Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)
Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)
Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)
Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)
Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)
Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)
Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)
Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)
Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)
Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)
Στόφα, η: Φούρνος (< stove)
Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)
Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)
Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)
Τσέκι, το: Επιταγή (< check)
Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)
Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)
Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)
Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)
Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)
Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)
Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)
Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)
Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)
Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)
Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)
Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)
Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.
- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!
(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)
Βλέπε και πέος.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται αντί του «παρακαλώ» στη Λευκάδα. Μάλλον ως συντόμευση μεγαλύτερης φράσης που θα λέει «κι εγώ στον γάμο σου θα κάνω το τάδε», αλλά πού να τόνε λες τον σιδηρόδρομο μωρ' τώρα μωρέ...
- Θα σου γαμήσω το μουνί που σε τίναζε!!!!
- Ευχαριστώ.
- Στο γάμο σου.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος γίνεται παρ΄ελπίδα αποδέκτης εύνοιας ή υλικής απολαβής και κατόπιν θεωρεί αυτή δεδομένη.
Ο όρος πετσά αναφέρεται γενικά στο κρέας, στο ψαχνό, σε μια εποχή που σκύλοι (αλλά και άνθρωποι) την έβγαζαν vegan. Όταν λοιπόν ο εν λόγω σκύλος εξασφάλιζε κανένα κοψίδι, μετά φυσικά σνομπάριζε τις λαγάνες (μέχρις ότου η ανάγκη τον επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα).
- Κοίτα ρε συ, η Κατερίνα μια ζωή έπαιρνε το λεωφορείο να πάει στο χωριό, μια φορά την πήρα με το αμάξι και τώρα κάθε πρωί μου φορτώνεται!
- Εμ, σα μάθει ο σκύλος στα πετσά, όλο πετσά γυρεύει!
Got a better definition? Add it!
Η περιοχή των Αμπελοκήπων στην Αθήνα.
Για κάποιον λόγο, συνήθως ampelogarden - και σπανιότερα στον πληθυντικό ampelogardens, όπως θα περίμενε κανείς.
Στο ίντερνετ συναντάται συχνά σε κείμενα greeklish, ιδιαίτερα στο πεδίο 'Περιοχή' της ταυτότητας του χρήστη. Μερικές φορές γράφεται και αμπελοgarden.
Ίσως αρχικά ειρωνικός χαρακτηρισμός της περιοχής από τις παρέες των Β.Π. αλλά φαίνεται αργότερα να υιοθετήθηκε - κυρίως από φανατικούς οπαδούς του Παναθηναϊκού.
Πολύ σπανιότερα, η λέξη αναφέρεται και στη συνοικία των Αμπελοκήπων της Δυτικής Θεσσαλονίκης.
- Αυτές τις μέρες, μετακομίζω από Χαλάνδρι στους Αμπελόκηπους. Ένα από τα «σημεία ενδιαφέροντος» είναι και τα καταστήματα ποδηλάτων ... Από τις μέχρι τώρα διαδρομές στην περιοχή (είναι κοντά και η δουλειά) δεν έχω δει κανένα κατάστημα ποδηλάτων ... Αν γνωρίζετε κάποιο κατάστημα, μπορείτε να το αναφέρετε, μαζί με τη διεύθυνσή του;
- Δεν έχει! Den exei podilatadiko kardia mou stous Ambelogarden!!!
Εγώ δε θα ήμουν ποτέ Πανάθα αν
1) Δεν έμενα Αμπελοκήπους και
2) Δεν ήμουν στην κολυμβητική ομάδα του Παναθηναϊκού από μικρό παιδί
Το δεύτερο το παράτησα, όχι όμως και το πρώτο ... AMBELOGARDEN 13 !!
Όνομα: spyros
Επώνυμο: InsomniaZzZzzzzzz
Φύλο: Άνδρας
Ηλικία: 26
Περιοχή: Ampelogarden
Ενδιαφέροντα: polla...
Ομάδα: Panatha
Σχολάω στις 17:00 από Καλλιθέα, από τις 17:30 και μετά θα είμαι Αμπελοgarden. Βρισκόμαστε όπου επιλέξεις ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κεφαλλονίτικη έκφραση. Εννοείται ο Άι Γεράσιμος. Προφέρεται «γαμώ τονάι μου».
Κόπηκα γαμώ τονάι μου.
Πού χάθηκες γαμώ τονάι σου;
κλπ
Got a better definition? Add it!
Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»
- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;
Got a better definition? Add it!
Θεσσαλονικιώτικη έκφραση, η οποία υποδηλώνει για το άτομο που τη λέει ότι έφαγε χυλόπιτα.
Την έστειλα μύνημα να βγούμε και δε με απάντησε! Άσε μεγάλη τόνγκα έφαγα!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!