Μαλακιοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Τουβλοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Στρατιωτική αργκό για τα φανταράκια μας όταν λένε διάφορα περίεργα / χαζά / παλαβά.

Το άνευ οπισθοδρομήσεως αναφέρεται στο Π.Α.Ο, αρχικά του «πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως». Όπως λοιπόν όταν αυτό το όπλο βάλλει κατά του στόχου δεν παράγει οπισθοδρόμηση, έτσι και οι μαλακίες εκτοξεύονται χωρίς ο εκτοξευτής να οπισθοδρομεί σε αυτά που λέει.

Δεν παραθέτω περισσότερες πληροφορίες για το ανωτέρω όπλο. μιας και είναι απόρρητο από το Βιετνάμ!!!

Τι λε ρε παλιόψαρο που μας γέμισες με Μ.Α.Ο και Τ.Α.Ο με αυτές τις μαλακίες που λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για το ναύτη ή το βυσματωμένο πιλάφι, που δεν έχει κάνει στόλο (στα πλοία). Κατά το άμπαλος («δεν ξέρει από μπάλα).

Στα πολεμικά πλοία λόγω των εξαιρετικά δυσμενών βιοτικών και καιρικών συνθηκών, υφίστανται άγραφοι κανόνες ηθικής, η απειθαρχία τιμωρείται αμείλικτα, παίζει αλληλοσεβασμός ανάμεσα στο πλήρωμα, είναι περήφανοι ναύτες και πιλάφια για «το πλοίο τους» διότι δουλεύουν σκληρά, το επισκευάζουν και ζουν εκεί μέσα και χτίζονται γερές φιλίες αλλά και βαθιές έχθρες.

Ιδίως οι υποβρύχιοι είναι οι πιο σεβαστοί απ' όλους τους ναυτικούς, διότι ούτε που ασχολούνται με ταρατατζούμ, μια ζωή φοράνε φόρμα ακόμα κι οι πλωταρχαίοι, δουλεύουν υπεύθυνα, είναι δεμένα τα (μικρά) πληρώματα και δεν διαφέρουν οι συνθήκες άσκησης από αυτές της μάχης: Αν κάνεις μαλακία «έμεινες κάτω», όπως λένε.

Οι άστολες κουφάλες του ντόκου και των γραφείων, που είναι πολυπληθέστεροι από τα πληρώματα, είναι άλλο ανέκδοτο: Σφηκοφωλιά, τεμπέληδες, οχτάρες-στολάρες χοροί και φιοριτούρες, ποιός θα βγάλει το μάτι του άλλου, βύσματα, σταρχιδισμός, ρουφιανιλίκι, κλοπές, μοιχείες, μικρότητες κλπ-κλπ. Γι' αυτό οι θαλασσοβρεγμένοι τους κοιτάνε με μισό μάτι. Όχι από ζήλεια. Από περιφρόνηση...

Αργκό του Π. Ναυτικού.

- Τράβα μια στο σηματωρείο του Ναυστάθμου, να τους δώσεις ένα επείγον να στείλουνε!

- Μα ύπαρχε, μου είπε ο οπλονόμος τους, να μην πάω τώρα, γιατί κοιμούνται για μεσημέρι λέει...

- Ρε πήγαινε εσύ και πες σ' αυτόν τον άστολο, έτσι και δεν τσακιστούν να το στείλουν αμέσως, θα του πάρω τις τσέπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην φανταροσλάνγκ, βυσματίας καλείται ο στρατιώτης ή και βαθμοφόρος που τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης λόγω γνωριμίας, συγγένειας κλπ συναφή με το βύσμα, το οποίο και φροντίζει έτσι ώστε η άχρηστη αυτή περίοδος στην ζωή του αντρός να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και χαλαρά γίνεται, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι για να δροσίζεται ο κανακάρης άλλοι τρώνε τα αγγούρια.

Άλλοι ίσως να σπεύσουν να δικαιολογήσουν τους βυσματίες, ισχυριζόμενοι ότι δεν φταίνε οι ίδιοι γιατί δεν είναι παρά άρρωστοι που πάσχουν από την σπάνια νόσο της βυσματίωσης. Η σπανιότητα της νόσου έγκειται στ' ότι αυτή προσβάλλει τους ασθενείς αυστηρά επιλεκτικά, ενίοτε δε και με σειρά προτεραιότητας.

  1. Ο βυσματίας διατηρεί την ίδια ακριβώς σημασία και στην εκτός στρατού σλανγκ, μόνο που εκεί η αδικία είναι μεγαλύτερη και χειρότερη.

Συνώνυμα: βύσμα, βυσματικός, bluetooth κ.α. Με μικρότερη (ενδεχομένως) συχνότητα, υφίσταται και ως πολύμπριζο.

Αναρτηθέν εις Δ.Π. υπό Khan.

  1. Φιλαράκι βυσματίας αεροπόρος που κάνει τις διακοπές του εεε το φανταρικό του εννοώ στο μακρινό ..Ζούμπερι,ειδοποιήθηκε ότι φεύγει άρον άρον με απόσπαση στη Χαλκίδα Χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες (ήταν εκτός στρατοπέδου όταν τον ειδοποίησαν) Ξέρουμε πιθανά στρατόπεδα της αεροπορίας στη Χαλκίδα όπως και γιατί πάει εκεί;(υποτίθεται έχει αρκετό βύσμα για να έμενε Ζούμπερι.) (Από εδώ)

Τα πολιτικά γραφεία έστησαν «ανοιχτή» γραμμή με το Πεντάγωνο, η στρατιωτική ηγεσία ανέλαβε να υλοποιήσει τις πολιτικές διευθετήσεις, οι σχετικές λίστες «ημετέρων» πηγαινοερχόντουσαν, ο φαντάρος περίμενε το τηλέφωνο του διοικητή να χτυπήσει και να τον καλέσει, ενώ οι κυβερνήσεις «έπαιζαν» προεκλογικά παιχνιδάκια με τη μείωση της θητείας.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο «βυσματίας», εάν τελικά «αναγκαζόταν» να υπηρετήσει, να περνά πράγματι «ζάχαρη», ενώ, όσοι δεν είχαν «μπάρμπα στην Κορώνη», σήκωναν το βάρος των υπηρεσιών επιβεβαιώνοντας τις σχετικές «best seller» ανάγλυφες εκφράσεις στις σκοπιές. (Από εδώ)

  1. Η πρόσληψη θα γινόταν μέσω ΑΣΕΠ.Στις προϋποθέσεις (προσόντα), ανάμεσα στα άλλα, ζητούσαν και 7 (επτά) χρόνια προϋπηρεσία στην ίδια θέση!!!! Σκέφτηκα πώς διάβολο μπορούσε να είχε κανείς αυτό το προσόν. Η απάντηση ήταν προφανής. Το προσόν το διέθετε ΜΟΝΟ αυτός που ήδη υπηρετούσε εκεί, με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία συνεχώς ανανεωνόταν. Όταν λοιπόν μάζεψε ο κύριος βυσματίας αρκετή προϋπηρεσία, την οποία ΑΠΟΚΛΕΙΟΤΑΝ να είχε μαζέψει οποιοσδήποτε άλλος παγκοσμίως, το διεφθαρμένο ελληνικό δημόσιο προκήρυξε τη μόνιμη θέση. Και φυσικά την πήρε ο βυσματίας. Ο οποίος, αν ρωτηθεί τώρα, θα πει ότι «προσλήφθηκα μέσω ΑΣΕΠ». (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στον λόχο. Προέρχεται από την σύντμηση / συγχώνευση των λέξεων γκάβακας και ψάρακας = γκαβόψαρο.

- Κατεβείτε κάτω γκαβόψαρα για αναφορά !!! (διαταγή του λοχία προς τους νεοπαρουσιασθέντες φαντάρους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ανάκρισης. Ο Ε και ο Φ ανακρίνουν τον Χ· ο Ε υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στον Χ ενώ ο Φ φιλική, με απώτερο στόχο ο Χ να εμπιστευθεί τον Φ αντιδρώντας στην πίεση του Ε. Ευνόητα, ο Φ είναι ο Καλογιάννης και ο Ε ο Κακογιάννης.

Η τεχνική είναι ψιλοπασίγνωστη χάρη στην αστυνομική λογοτεχνία και, κυρίως, φιλμογραφία. Δε γνωρίζω αν η κουβέντα όντως ακούγεται στην πιάτσα, ή αν πρόκειται απλώς για ευφάνταστη επινόηση του Πέτρου Μάρκαρη (βλέπε παράδειγμα)· με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο συμπεραίνουμε μάλλον το δεύτερο, αλλά όποιος ξέρει θετικά ας μας πει. Πρόκειται πάντως για μία εκδοχή του καλός μπάτσος - κακός μπάτσος που ακούγεται ενδεχομένως ομαλότερα στο αφτί ως απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού και είπα να το θέσω υπόψιν των υποτιτλιστών ανάμεσά μας.

«[...] δέν κρατούσε λεφτά στα χέρια του. Δέν κρατούσε τίποτα. Τώρα, άν υπήρχαν λεφτά μέσα στο αυτοκίνητο, τί να σας πώ. Μπορεί και να υπήρχαν, αλλα θα τα πήραν οι δικοί σας, της Αντιτρομοκρατικής.»

«Τί λές ρε κάθαρμα;» φωνάζει ο Βλασόπουλος και πετάγεται πάνω. «Λές οτι τα παιδιά της Αντιτρομοκρατικής πήραν τα λεφτά και τα φορτώνουμε τώρα σ' εσένα, για να τους ξελασπώσουμε

«Ήρεμα, Σωτήρη.» Πιάνω τον Βλασόπουλο απο το μπράτσο και τον καθίζω πάλι στη θέση του. «Μήν τον πιέζεις. Θα μας τα πεί με την ησυχία του, το παλικάρι.»

Το παλιό κόλπο των μπάτσων. Ο Καλογιάννης και ο Κακογιάννης.

(Πέτρος Μάρκαρης, «Άμυνα ζώνης», Γαβριηλίδης 2001)

Σε άλλες γλώσσες: good cop/bad cop (αγγλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώτερος αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων, του οποίου το τζετζεροκαπάκι της κεφαλής φέρει στο γείσο χρυσοκέντητη κλάρα δάφνης (ή μαϊντανού).

Πρόκειται για σλανγκικό όρο του Π.Ν. τουλάχιστον από τη δεκαετία του 80.

Οι ανώτατοι αξιωματικοί με πολλές ολυμπιάδες πίσω τους φέρουν δύο τέτοιες κλάρες και ονομάζονται «δίκλαροι».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι η λέξη «ολυμπιάδα», για λόγους που βαριέμαι να εξηγήσω, σημαίνει χρονικό διάστημα τετραετίας.

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στη ΔΟΕ, εγώ πάω να την πέσω.

Όπως είπαμε στραβόγιαννε. Άμα δεις κλαρά σκας προσοχή κραπ- κραπ και χαιρετάς. Άμα είναι δίκλαρος, του κάνεις και μια πίπα.

(από Vrastaman, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσοι στρατιώτες αποστέλλονται σε βέβαιο θάνατο στα χαρακώματα προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος στρατηγικός στόχος. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά κυρίως για στρατευμένες δευτεράντζες (π.χ. πεζικάριους) που θεωρούνται περισσότερο αναλώσιμοι από τις πιο κυριλάτες και καλά εκπαιδευμένες μονάδες (ναυτικό, αεροπορία, κλπ). Σε μορφές ατάκτου πολέμου, συνώνυμο της «ανθρώπινης ασπίδας».

Σλανγκικά και μεταφορικά έχει υιοθετηθεί ένθερμα ως ξύλινη γλώσσα φιλειρηνιστών και αριστεριτζήδων. Ενώ τα φαλλικά συμφραζόμενα κανονιού - σαρκός είναι πρόδηλα, η έκφραση δεν καταγράφεται σε πλαίσια φάσωματος τόσο συχνά όσο θα περίμενε ο αρρωστημένος νους ενός σλάνγκου.

Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση ανήκει στον François-René de Chateaubriand και στρέφεται κατά του Ναπολέοντα (1814): «On en était venu à ce point de mépris pour la vie des hommes et pour la France, d'appeler les conscrits la matière première et la chair à canon», τουτατέστιν, «η περιφρόνηση για τις ανθρώπινες ζωές και για τη Γαλλία φτάνει στο σημείο να αποκαλούν τους στρατευμένους πρώτη ύλη και κρέας για κανόνια».

Αγγλιστί: cannon fodder.

Βλ. και σχετική μαγειρική συνταγή.

(από το ΔΠ: Χάνκοντας)

- Φτώχεια, πόλεμος μεταξύ των Μαφιών, ισλαμιστική τρομοκρατία: το Κρεμλίνο έχει χάσει τον έλεγχο του Βόρειου Καυκάσου. Tην πληρώνουν, όπως πάντα, οι άμαχοι. Ας αρχίσουμε με τις «μαύρες χήρες», που έδωσαν πάλι τίτλο χθες σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου. Για τον γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο Μαρέκ Αλτέρ, που γνωρίζει καλά την Τσετσενία, πρόκειται για νέες γυναίκες- οι περισσότερες απ΄ αυτές είναι 15 ώς 19 ετών- που είτε έχουν πουληθεί από τους γονείς τους είτε έχουν πέσει θύματα απαγωγής, όπως συνέβαινε στην Καμπότζη του Πολ Ποτ. Γυναίκες υποταγμένες - άλλωστε η ίδια η λέξη «μουσουλμάνος» σημαίνει υποταγμένος- που γίνονται εύκολα κρέας για τα κανόνια. (εδώ)

- Καταταγείτε: Γίνετε κρέας για τα κανόνια μας. «Ράμπο» με ΝΑΤΟικές προδιαγραφές ψάχνει απεγνωσμένα η κυβέρνηση με διαφημιστική καμπάνια που απευθύνει στους νέους
(εκεί)

- Τα συμφέροντα είναι τεράστια και οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ξανά τους Ελδυκάριους (ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ) ως κρέας στα κανόνια τους. Εξάλλου ποιος ξεχνά τους νεκρούς Κύπριους φαντάρους και αξιωματικούς από την έκρηξη στην Ναυτική Βάση στο Μαρί, που γειτονεύει με το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, εξαιτίας των πολιτικών παιχνιδιών της κυβέρνησης Χριστόφια.
(παραπέρα)

- Είναι φρόνιμη ιδέα η Δίκυκλη Αστυνόμευση, κυριολεκτικώς “Chair a Canons”(Κρέας για τα κανόνια) σε μια πόλη που παρουσιάζει πλέον χαρακτηριστικά τριτοκοσμικού τύπου ανομίας, με δράση συμμοριών βαρέως οπλισμένων και αδίστακτων κακοποιών; (παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified