Σύμφωνα με την πεθερά μου (*1914 Μάκρη/Fethiye, +2007 Αιγάλεω), η σημασία είναι (ευφημισμός) «σεξουαλική πράξη». (ρήμα: κάνω)
Τι λέτε για την καταγωγή;
-
Σύμφωνα με την πεθερά μου (*1914 Μάκρη/Fethiye, +2007 Αιγάλεω), η σημασία είναι (ευφημισμός) «σεξουαλική πράξη». (ρήμα: κάνω)
Τι λέτε για την καταγωγή;
-
Got a better definition? Add it!
Αιτιολογεί την αδυναμία εκτέλεσης κάποιας απαιτητικής σωματικής κίνησης είτε λόγω δύσχρηστης περιβολής, είτε λόγω ακατάλληλου σωματότυπου.
Η φράση δύναται να ειπωθεί με αυτοσαρκαστική διάθεση από τον φέροντα την δύσχρηστη αμφίεση ή τον ακατάλληλο σωματότυπο, αλλά και με αμιγώς σαρκαστική διάθεση από κάποιον τρίτο.
Το νόημα μπορεί να επεκταθεί περιλαμβάνοντας οιοδήποτε ποιοτικό χαρακτηριστικό εμποδίζει την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου.
Γενικά, πρόκειται για υπαινιγμό της άσκοπης επιβάρυνσης μιας κατάστασης με άχρηστα ή δύσχρηστα, υλικά ή άυλα αντικείμενα. Μια μπιχλιμπιδοκατάσταση δίχως νόημα δηλαδής.
η σύζυγος - Πιάνεις αγάπη μου το βαζάκι με τη βαζελίνη, που ‘ναι στο πάνω-πάνω ράφι της βιβλιοθήκης;
ο σύζυγος – (τεντωμένος και ανήμπορος κάτω από το ράφι) Γαμώτη...δεν βοηθάει και το καλσόν...
Got a better definition? Add it!
ψειρίζω σημαίνει κοιτάω όλες τις λεπτομέρειες σε σημείο ψυχαναγκασμού
- Έλα ρε άρχοντα; Τι λέει;
- Να μόλις βγήκα από την διόρθωση. Με πέθανε στις παρατηρήσεις. Μέχρι και τα κόμματα μου διόρθωνε!
- Πω! Μου το είπανε ότι είναι ψειριάρης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι κολλητός με μία γκόμενα, δεν είναι γκέι και προφανώς επιδιώκει να καρπωθεί σεξουαλικώς την όλη σχέση, αλλά ανεπιτυχώς. Φυσικά, η γκόμενα έχει τον κύριο λόγο για το τί θα κάνει το «παρεάκι» και καταλήγει να της κάνει όλα τα χατίρια, να συμμετέχει σε γκομενοσυζητήσεις, ενίοτε να την βοηθά στα αισθηματικά της προβλήματα και επομένως να ζει σαν γκόμενα, με μια μικρή, βεβαίως, βιολογική διαφορά.
Got a better definition? Add it!
Για το μυαλό που είναι «θηλυκό», γόνιμο και βρίσκει πολλές διαφορετικές λύσεις.
Έχουνε κωλώσει με μια μικροαλλαγή στο πρόγραμμα. Να ήτανε εδώ ο Χρήστος θα το είχε λύσει στο πι και φι. Αφού το μυαλό του πέταγε πεντάδυμα!
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πόσο άσχετος ή ξερόλας είναι κάποιος με το αντικείμενο συζήτησης.
Παράδειγμα 1.
-Γειά και χαρά μπάρμπα, σας έφερα καταίφι κρέμα από το Κοσμικόν.
-Σε ευχαριστώ Κουστάκη, αλλά πολύ σιρόπι φαίνεται να έχει και μου μοιάζει πανιασμένο.
-Άσε ρε θείο, ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα; Τράβα φάε μια αμυγδάλου από το περίπτερο αν δεν σου αρέσει.
Παράδειγμα 2.
Σύζυγος(θυλ) που βλέπει με την υπόλοιπη αντροπαρέα μουντιάλ.
-Οφσάιντ ήταν το γκόλ.
-Ποιό οφσάιντ ρε Μαρία και για την ακρίβεια είχε γίνει επιθετικό φάουλ και η μπάλα χτύπησε από την εξωτερική πλευρά τα δίχτυα, δεν μπήκε μέσα.
-Ναι αλλά οι Μεξικανοί με τα πορτοκαλί δεν έχουν κάνει μια ευκαιρία.
-Ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα Μαράκι; Με τα πορτοκαλί είναι Ολλανδοί, τράβα να φτιάξεις κανένα λαχματζούν και άσε για τα παντελόνια τη μπάλα.
Got a better definition? Add it!
Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.
Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.
Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:
-«Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.
Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θα σε σκίσω/θα σε φάω. Δηλώνει ενόχληση από γεγονός.
Γύρνα την κάμερα αλλού, είμαι άβαφη ρε θα σε καρικώσω.
(Όχι κ τόσο πετυχημένο παράδειγμα... Αυτοσχεδιάστε!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μίλα, μαρτύρα, λέγε, (επιτιμητικά).
Προστακτική του αρχαίου ρήματος λαλώ που χρησιμοποιείται χωρίς διακοπή μέχρι και τις μέρες μας. Έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο εννοιολογικά.
λέγω («αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», Καινή Διαθήκη)
έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτέλης.)
(για πτηνά) κελαδώ, τερετίζω ή κράζω (α. «άκου πώς λαλεί το αηδόνι» β. «ακόμη δεν λάλησε ο πετεινός»)
(για μουσικό όργανο) παράγω ήχο, ηχώ, παίζω («ὡς σάλπιγγος λαλούσης», Καινή Διαθήκη)
παίζω μουσικό όργανο, βαρώ, κρούω, σημαίνω («κἤν αὐλῷ λαλέω», Θεόκριτος)
αντηχώ, αντιλαλώ
Μεταφορικές έννοιες.
πορεύομαι, βαδίζω, πηγαίνω («στη στράτα που ελάλει», δημοτικό τραγούδι)
μαρτυρώ, προδίδω («ο Μιστόκλης τσάκισε και λάλησε στην ανάκριση»)
λέγω ανοησίες, παραδοξολογίες, τρελαίνομαι (Εσύ λάλησες τελείως, ντιπ για ντιπ).
συμβουλεύω
επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου
εξαγγέλλω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω
ερωτώ
ονομάζω, αποκαλώ
ψάλλω
Είπα καὶ ἐλάλησα και ἁμαρτία δεν ἔχω. Αυτό τον άνθρωπο δεν θέλω να τον ξαναδείς, αλλιώς θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως λέμε κεριά και λιβάνια, εεε αυτό... Για όσους περνάνε κρίση ηλικίας ή δε γουστάρουν τα κυριλίκια ("κύριε/κυρία τάδε")!
- Συγγνώμη κύριε σας έπεσε απ την τσέπη αυτό το χαρτί.
- Κεριά και παλούκια ζωντόβολο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified