Selected tags

Further tags

  1. Η ατμοσφαιρική ψυχεδελική ροκ μουσική.

  2. Η κάθε είδους αποφασιστική ή τολμηρή κίνηση, όπως το πέσιμο στο άλλο φύλο.

  3. Η άσκηση πίεσης σε κάποιο άτομο ή αντικείμενο.

Για έμφαση, χρησιμοποιείται η φράση: Δώσε απότομα ατμόσφαιρες.

- Βάλε ατμόσφαιρες να παίζουν στο CD player κι έλα ν' αράξουμε!

- Έλα μαλάκα σε κοιτάει, δώσε ατμόσφαιρες!

- Ρε μη κωλώνεις, δώσε ατμόσφαιρες εσύ και θα τον πείσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάμπτω τη μη σλανγκ μπούκα, την οποία μεγάλη οφείλεις να φας, πλην όμως μεγάλο λόγο να μη λες και προχωρώ στις πιο ιδιότροπες σημασίες:

  1. Το στόμιο του κανονιού. Έτσι έχω ή βάζω κάποιον στην μπούκα σημαίνει τον χώνω ως βλήμα στο στόμιο του κανονιού και ετοιμάζομαι να τον κανονιοβολήσω εις το πυρ το εξώτερον. Άρα έχω κάποιον σε δυσμένεια. Στο στόχαστρο. Τον έχω βάλει στο μάτι. Τον χώνω σ’ όλες τις υπηρεσίες, είναι ο πρώτος ύποπτος για οτιδήποτε στραβό συμβαίνει. Τον υπονομεύω, τον χτυπάω όπως μπορώ. Πνέω μένεα εναντίον του. Τον έχω εντοπίσει ως το εύκολο και πρόχειρο θύμα. Ετοιμάζομαι να τον πλήξω.

  2. Το άνοιγμα της σκηνής του θεάτρου.

  1. - Λίγο οι δύο απανωτές καταγγελίες από την εκάστοτε νέα κυβέρνηση κατά της προηγούμενης ότι εξαπατούσε την Ευρώπη με τα γκρικ στατίστικς, που εξόργισαν τους Ευρωπαίους, λίγο τα αδέξια φλερτ με τη Ρωσία στο ενεργειακό παιχνίδι που εξόργισαν τους Αμερικανούς, νά'σου και το χρέος όλο ν' ανεβαίνει, μας έβαλαν όλοι στην μπούκα και καταλήξαμε να γίνουμε τα εύκολα θύματα, ο αδύνατος κρίκος της αλυσίδας.

- Από τότε που με πιάσανε να βλέπω τσόντες στο ίντερνετ μ’ έχει στην μπούκα ο προϊστάμενος, με χώνει όπου βρει, ανάσα δεν παίρνω.

- Η Τουρκία με τη στρατιά του Αιγαίου έχει στην μπούκα όλα τα νησιά.

  1. - Το τρακ στην «μπούκα» κορυφώθηκε, ενώ η μπαγκέτα στριφογύρισε νευρικά στα χέρια του Κερκυραίου μαέστρου, του Δημήτριου Ανδρώνη, πριν σηκωθεί, για ν’ αφήσει την μουσική ν’ αναδυθεί από το χάος του θορύβου (Περικλής Λάσκαρις, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν ένας τρομπετίστας δεν κατεβάζει το όργανο και παίζει ασταμάτητα, ανεπιτυχώς.

Όχι έτσι! (θέλοντας να του κάνει υπόδειξη) Βγάλε τον πούτσο απ' το στόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε αυτόν που χρησιμοποίησε την τουαλέτα πριν από εμάς όταν έχουν μείνει υπολείμματα κουράδων κολλημένα στις επιφάνειες της χέστρας. Για να καθαρίσει η λεκάνη συνήθως δεν αρκεί το καζανάκι και απαιτείται γερό τρίψιμο με το σκατοβουρτσάκι.

Η ατλακόλ είναι τύπος κόλλας, κατάλληλης κυρίως για ξύλο.

Ρε γύφτο, ατλακόλ έφαγες; Πώς έκανες έτσι τη χέστρα;
– Τι να κάνω ρε μαλάκα; Αφού δεν έχει βουρτσάκι, 50 φορές τράβηξα το καζανάκι αλλά τίποτα...

(από Vrastaman, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις μέρες μας, η έκφραση αυτή έχει την έννοια της φορτικότητας. Εντούτοις η προέλευσή της ανάγεται σε αρκετούς αιώνες πριν.

Όπως είναι γνωστό, κατά την διάρκεια της επιβολής του Χριστιανισμού, το ελληνικό πνεύμα κυνηγήθηκε ανελέητα, ενώ τα περίτεχνα ελληνικά μνημεία, ναοί (όσοι δεν μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς), αγάλματα και λοιπά έργα τέχνης, έγιναν στόχος βανδαλισμών απ’ τους χριστιανούς (τα υλικά όλων αυτών, χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση εκκλησιών).

Όπως πιστεύεται, η έκφραση «του έσπασε τ’ αρχίδια», προέρχεται από μια παράξενη συνήθεια - φυσική απόρροια των σκοταδιστικών αντιλήψεων - που οι είχαν οι χριστιανοί βάνδαλοι όταν πραγματοποιούσαν τις καταστροφές. Καθώς θεωρούσαν τα αρχαιοελληνικά γυμνά αγάλματα, ως μορφή χυδαίας τέχνης, έσπαγαν και κατέστρεφαν με καλέμι τα…γεννητικά όργανα των ανδρικών ειδώλων!

Απ’ αυτή την συνήθεια, προέρχεται και η έκφραση «βλέπεις παπά; πιάσε τ’ αρχίδια σου».

Βλ. εδώ.

- Καλά, αυτός ο Γιαννάκης πάλι μου έσπασε τ' αρχίδια με ιστορίες από τη στρατιωτική θητεία του.
- Αφού το ξες ότι αυτοί οι στρατόκαυλοι είναι επαγγελματίες σπασαρχίδες.

Οι Ελληνιστικοί Βούδες του Bamiyan δυναμιτίστηκαν το 2001 από τους σπασαρχίδες Ταλιμπάν (πριν) (από Vrastaman, 22/08/11)Μετά. (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω από κάποιο μαγαζί, κυρίως νυχτερινό (club, μπουζούκια και τα συναφή), χωρίς να πληρώσω τα ποτά ή ό,τι άλλο πήρα.

Απαντάται και ως: σκάω / ρίχνω κανόνι και πιο συχνά βαράω / σκάω / ρίχνω πιστόλι / πιστολιά

  1. Ρε μαλάκα, δεν τιγκανά τώρα που δε μας βλέπει ο τσεκαδόρος;
    – Τι; Να σκάσουμε κανόνι;
    – Ναι ρε. Σιγά μην του δώσω 120 ευρώ για ένα μπουκάλι μπόμπα βότκα. Τόσα του λείπανε;

  2. – Τι κάνατε χτες ρε;
    – Άστα να πάνε ρε. Πήγαμε χθες στα μπουζούκια και πήραμε 3 μπουκάλια.
    Κυριλέ δηλαδή.
    – Τι κυριλέ ρε που όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε είδαμε ότι μας λείπανε 70 ευρώ.
    – Και τι κάνατε ρε; Σκάσατε πιστολιά;
    – Όχι κάτσαμε! Πάλι θα κάνουμε κάνα δίμηνο να εμφανιστούμε στο μαγαζί.

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ατυχή αντίδραση, δήθεν επιθετική, που στην πραγματικότητα αποβαίνει βλαπτική για τον αντιδρώντα. Λεονταρισμός από ανίσχυρο που δεν έχει ορθή αντίληψη της μειονεκτικής του θέσης. Στην επιθυμία του να βλάψει τον άλλο, ενεργεί άστοχα και βλάπτει περισσότερο (ή μοναχά) τον εαυτό του. Αυτογκόλ. Τσαμπουκάς αυτοκαταστροφικός και αποτυχημένος.

  1. Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ανοχή του προς τον ΑΤΤΙΛΑ 2, οι επιχειρήσεις του οποίου διεξήχθησαν με τη χρήση αμερικανικών όπλων. Θύμωσε ο αγάς και δάγκασε τ' αρχίδια του δηλαδή, καθώς ένα μόλις μήνα αργότερα υπέβαλε αίτηση επανένταξης, που όμως απαιτούσε, πλέον, τη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία δεν δόθηκε παρά μόνον έναντι σημαντικότατου περιορισμού των προηγουμένων αρμοδιοτήτων της Ελλάδας στο Αιγαίο.

  2. – Θα σε καταγγείλω στην πολεοδομία ρε!
    Θύμωσε ο αγάς και δάγκασε τ' αρχίδια του! Πού πας ρε Καραμήτρο που έχεις κλείσει 100 τετραγωνικά ημιϋπαίθριο και θες να μου φέρεις και την πολεοδομία; Φερ' τηνα ρε να σου κόψουν τον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισεδιά που λέγεται χιουμοριστικά ή ειρωνικά αντί για συγνώμη.

Κυρίως μπαμπαδίστικη ατάκα, παρμένη από ομώνυμο βαλσάκι του Τριανταεφτά, σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Αλέκου Σακελλάριου.

  1. Μην κλαις αναίτια / ήταν μια τρέλα μου / μια περιπέτεια / μονάχα μια // Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με / κι αν έφταιξα εγώ τ' ομολογώ (όλοι οι στίχοι εδώ)

  2. Δε τα είπαμε εχθές και φοβήθηκες λίγο αγάπη μου καλή. Μη φοβάσαι Ντόροθυ. Δεν πάω πουθενά. Απλά έπεσε δουλειά. Και ως γνωστόν η δουλειά κάνει τους άντρες. Αυτό σε συνδιασμό με τα άπειρα κιλά ανδροσύνης που κουβαλάω, σου δίνουν μια εικόνα του ΠΟΣΟ δουλειά είχα χθες. Το ξέρω σου έλειψα. Έκανες refresh εχθές κάθε 48 δευτερόλεπτα. Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με. (από εδώ)

  3. Και έφτασε η στιγμή που όλοι σπεύδουν να παραιτηθούν και να γυρίσουν τη πλάτη. Κάποιοι λένε ότι προδόθηκαν, όμως δεν γίνονται πιστευτοί. Θα ήταν προτιμότερο να παραδεχθούν, ότι τα λάθη τα βλέπανε, αλλά έδιναν παράταση. Τώρα το συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με, από τον καθένα χωριστά δε φτάνει, διότι το παιχνίδι χάθηκε. Άσε που όσοι έχουν μάθει να βρίσκονται κάτω από μια ομπρέλα, πάλι θα ψάξουν για να ενταχθούν και να εντάξουν, πάλι θα μοιράσουν ψηφοδέλτια και θα εκμαιεύσουν υποσχέσεις, πάλι θα κρατήσουν κάποια σημαία και θα αναζητήσουν την δική τους αυλή. (από εδώ)

«Συγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με», Σόνια Κουρτίδου (από vikar, 15/08/11)Και από Σοφία Βέμπο (από vikar, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφώς και προς τον άλλο ορισμό, λέγεται όταν ένα πρόσωπο ή πράγμα αποτελεί την κλασσική επιτομή ή το αρχετυπικό παράδειγμα μιας ιδιότητας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιούται να καταλάβει τον ομώνυμο διαδικτυακό τόπο.

  1. Καλά μας βγάλανε μια στάκα με αβγά στα Χανιά, χοληστερίνη τελεία com.

  2. Πιάσε το όπλο που έρχεται, γιατρέ μου, πιπίνι τελεία com.

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραντάρ με το οποίο οι αστυνομικοί ελέγχουν την ταχύτητα των οχημάτων. Συχνά συναντάται στην ρηματική φράση την στήνω πιστόλι (εννοείται ο αστυνομικός).

Για μια διαφορετική σημασία βλ. πιστολιάζω, πιστόλιασμα, πιστόλα, ενώ για σεξοσλάνγκ σημασίες βλ. γαμισομπιστόλα και κρεατομπιστόλα.

- Ώπα γιατρέ μου, κόψε λιγάκι, γιατί μετά το τούνελ την στήνουν πιστόλι τα στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified