Selected tags

Further tags

Πετυχημένο διαφημιστικό μιμήδιο για τον Γερμανό. Κατά την διάρκεια πτήσης μία πολύ όμορφη κοπέλα (το Κορμί) ζητάει από έναν Ελληνάρα με κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας πώς να κάνει μία σύνδεση στον υπολογιστή της για να περάσει φωτογραφίες. Αυτός, επειδή είναι άσχετος υπεκφεύγει μιλώντας για ψιψιψόνια και κοκοκόψαρα και αλλάζει θέση για να μην γίνει ρεζίλι, λέγοντας στεναχωρημένος «το χάσαμε το κορμί πατριώτη», πλην τον ακούει μόνο ένας Ασιάτης που δεν είναι πατριώτης.

Όλα τα λεφτά στην διαφήμιση: 1) Το σπάσιμο στην λήγουσα του πατριώτη, όταν ο Έλληνας συνειδητοποιεί ότι ο συνομιλητής του είναι άσχετος Ασιάτης και όχι πατριώτης: «Το χάσαμε το κορμί πατριώ-τη». 2) Η έκφαση ψιψιψόνια και κοκοκόψαρα για αόριστα αντικείμενα που δεν γνωρίζουμε, πρβλ. και μπλιμπλίκια / μπιμπλίκια, ματζαφλάρια, καβλιτζέκια. Η διαφήμιση έβαλε το λιθαράκι της για την καθιέρωση του όρου ψιψιψόνια. 3) Η Αθηνά Οικονομάκου στον ρόλο του Κορμιού.

Καθώς μετά την διαφήμιση επέδραμε η οικονομική κρίση, η έκφραση λέγεται ευρέως για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη χαρά χάνουμε και θέλουμε να μοιραστούμε την λύπη μας με τους πατριώτες που έχουν την ίδια κρίση. Γενικά η κλητική πατριώτη σε μια εποχή που ξαναέγινε της μοδός η εθνική συλλογικότητα λόγω κρίσης ήταν επόμενο να διαδοθεί πολύ και ως ένα αίσθημα αυτομεμψίας, ενοχής και μελαγχολίας για όσα δεν κάναμε για να μην χάσουμε αυτά που χάσαμε. Μπορούμε να πούμε πως η έκφραση έχει καταστεί πλέον από τις εμβληματικές της τρέχουσας κρίσης.

Βεβαίως η έκφραση χρησιμοποιείται και πιο κυριολεκτικά για περίπτωση που χάνουμε γκόμενα μέσα από τα χέρια μας. Αλλά και για ο,τιδήποτε άλλο έχουμε χάσει, οπότε το κορμί αντικαθίσταται από κάποιο άλλο απολεσθέν πράγμα ή πρόσωπο. Χαρακτηριστική η βρασταμάνεια έκφραση το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη, καθώς η ομώνυμη τζιπούρα της Porsche αποτελεί το κυρίαρχο σύμβολο του πρόσφατου νεοπλουτισμού που άλλοι μεν την έχασαν, άλλα λαμόγια όμως όχι, αλλά θα πάρουν και τα σπίτια μας στο τέλος.

Επίσης, η έκφραση μπορεί να ειπωθεί και γενικότερα για να σημάνει ότι έχουμε χάσει τα μυαλά μας, ή ότι έχουμε χάσει γενικά τη μπάλα.

Πάσα: acg.

  1. α. Τίτλοι τέλους για το δρομολόγιο Πύργος- Καλαμάτα του ΟΣΕ. Με λίγα λόγια, το χάσαμε κι αυτό το «κορμί» πατριώτη... (Εδώ).

β. Το χάσαμε το κορμί πατριώτη! Η καταστροφή χτυπάει την πόρτα μας, όταν αναγκάζονται τα μοντέλα μας να αποδημήσουν στο εξωτερικό λόγω έλλειψης δουλειάς. (Εδώ).

γ. Το χάσαμε το κορμί πατριώτη!!!! Για τις καλοκαιρινές του διακοπές στη Μύκονο, που κράτησαν δύο ολόκληρες βδομάδες, ο Μουτασίμ Καντάφι, αντί για σκηνή, επέλεξε το πολυτελέστατο ξενοδοχείο «Santa Marina» στον Ορνό. Διέμενε μαζί με την παρέα του στην προεδρική βίλα του ξενοδοχείου -κόστους 7.500 ευρώ τη βραδιά-, είχε νοικιάσει θαλαμηγό έναντι 20.000 τη μέρα και ξόδευε πάνω από 10.000 ευρώ καθημερινά για τη διασκέδασή του στα καλύτερα μαγαζιά του νησιού.
Και αντί για σωματώδεις Αφρικανές σωματοφύλακες, προτίμησε τη συντροφιά καλλίγραμμων μοντέλων ευρωπαϊκής καταγωγής, στη θέα των οποίων πολλοί γνωστοί θαμώνες του νησιού έχασαν τη μιλιά τους. ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΑΓΑΖΊ στη Χώρα της Μυκόνου λέγεται πως όταν ζήτησε τον λογαριασμό και ο σερβιτόρος του είπε πως το ποσό που χρωστάει είναι 22.500 ευρώ, εκείνος αστειευόμενος του είπε ότι δεν δίνει περισσότερα από 10.000 ευρώ. Οταν ο σερβιτόρος τού είπε ότι δεν πειράζει και πως απλώς αρκεί να ξαναέρθουν στο μαγαζί, ένας άνθρωπος της ασφάλειας όχι μόνο κατέβαλε όλο το ποσό, αλλά άφησε και 8.500 ευρώ πουρμπουάρ. (Εδώ).

  1. Παραδείγματα άλλων αντικειμένων που χάνουν οι πατριώτες:

α. ΤΗ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ! (Εδώ).

β. ΤΟ ΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΠΑΤΡΙΩΤΗ. (Εδω).

γ. Τα χάσαμε τα πλέι οφ, πατριώτη... (Εδώ).

δ. Για μια ξεφτίλα ζούμε…το κούτελο το χάσαμε πατριώτη. (Εδώ).

ε. Το χάσαμε το UFO πατριώτη! (Εδώ).

στ. Το χάσαμε το λιμάνι πατριώτη.

  1. Με την σημασία χάνω την μπάλα:

Αν φτάνουμε σε αυτοκινητιστικό φόρουμ να κρίνουμε τα αυτοκίνητα βάσει των ζουλιχτών πλαστικών το χάσαμε το κορμι πατριώτη. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνω χρήματα όταν μου ζητηθεί. Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ (άφραγκων) φίλων!

- Ρε συ δικέ μου, μου τελείωσαν τα τσιγάρα, έχεις να μου κολλήσεις κανα ευρώ να πεταχτώ να πάρω;
- Ρε Τάκη ,πάλι; Πόσα θες;
- 3 ευρώ.
- 3;;; καλά ρε τι τσιγάρα είναι αυτά, πόσο έχουν;
- 3,20€- [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της σούπερ-λίγκα, του Ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος (πρώην Α΄Εθνική).

Με τις σκοτεινές διαδρομές, τις αδιαφανείς διαδικασίες, τα μαγειρέματα, την παράγκα και τον υπόκοσμο να διαφεντεύουν τη διοργάνωση, αυτή θυμίζει περισσότερο γκανγκστερική οργάνωση παρά αθλητική διοργάνωση.

Άλλωστε, ως γνωστό, κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του επιβάλλουν και το ποδόσφαιρο που του αξίζει.

- Τό 'μαθες; Αναβάλλεται η αγωνιστική, λόγω απεργίας των οδηγών των πούλμαν που μεταφέρουν τις ομάδες στα γήπεδα.
- Ε και; Θα χάσει η Ευρώπη τη σούπερ-κλίκα;...

(από allivegp, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λές όταν κάτι δεν έχει λογική. Δεν έχει σκελετό. Δεν ξέρεις από που αρχίζει (και αν αρχίζει) και που τελειώνει.

Ή όταν κάτι δεν έχει καθόλου βάση. Όταν κάτι δεν «στέκει». Όταν είναι ανυπόστατο.

- Ο Γιάννης λέει πως κατέστρεψε το βίντεο με τα.... ξέρεις...
- Αυτό που λέει δεν έχει ούτε μύτη ούτε κώλο. Γιατί το βιντεάκι δεν έπεσε ποτέ στα χέρια του. Εγώ το έχω! :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος μας λέει παπαριές λες και θέλει να πιστέψουμε ότι τις πιστεύει. Από τις κλασικές γειώσεις. Υπονοούμε ότι ο ομιλών τα έλεγε αυτά σαν σε όνειρο.

Παρομοίως: «πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», «σύνελθε», «ξεκόλλα», πού τραγουδάς, «πες μας κι άλλα / τραγούδησέ μας κι άλλο», καλά, τραγούδα κλπ.

  1. - Με 34.000€ Mercedes-Benz C 180 Blue Efficiency ( 1,6 156 αλογα) :iconcool: οσοι το εχουν λενε τα καλυτερα ή αν δεν θες Αστερι πηγαινε στο Mazda 6 1,8 με τα 155 αλογα.
    - και μετα ξυπνησες..

  2. - Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ 11.(ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ)Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ,ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΕ Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΝ ΔΙΟΤΙ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ!!!!
    - και μετά ξύπνησες

  3. - Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
    - Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;
    (από τον ορισμό μαρσπιέ(ς) του Νάκα, σε μας εδώ.

όλα διχτυωτά

Got a better definition? Add it!

Published

Ψευδοαγγλική εκδοχή του κλάσε μου τα αρχίδια, δηλαδή χέσε με, παράτα με, σάλτα και γαμήσου.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, άκουσμα τουλάστιχον από τα σέβεντηζ.

- Κλας μάι πουτς, ρε φρεντ. Τόσες ώρες κάθεσαι και «σερφάρεις στο net», κάνε τον κόπο να ψάξεις λιγάκι για κανένα ενδιαφέρον πράγμα.
(δαμαί)

- Σπυρετο κλας μαι πουτς...
- Ποιός τον έχασε και τον βρήκες; :o
- να το χοντρυνω δεν μπορω γιατι ειμαι συντονιστης... (τζιαμαί)

- Κλας μάι πουτς ρε μπουνταλά κουραδόμαζα. Άντε μην ξυπνήσεις κάποια μέρα χωρίς αυτιά...
(τζιαχαμαί)

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει: είναι τέλειο! άπαιχτο! είναι wow!

  1. Πω ρε μάνα! Το φαγητό σου δεν έχει λάθος!

  2. Αυτή η γκόμενα δεν έχει λάθος! Κοίτα βυζί! Κοίτα κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published