Selected tags

Further tags

Πολιτικό-κοινωνική αργκό με την οποία ο Βλαντίμιρ Λένιν περιέγραφε διανοουμένους και άλλους ανένταχτους συναγωνιστές και συνοδοιπόρους, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, που συνεπικουρούσαν το μπολσεβικικό κίνημα, χωρίς να αποτελούν μέλη του.

Τι σημαίνει να είσαι (ή να γίνεσαι) χρήσιμος ηλίθιος; Ότι απλά γίνεσαι αντικείμενο εκμετάλλευσης πιστεύοντας και υπηρετώντας έναν σκοπό που καπελώνουν άλλοι και που απλά σε ανέχονται για όσο τους προσφέρεις αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες σου, ενώ όταν πάψουν να σε χρειάζονται παίρνεις πόδι (και αμαυρώνεται και η υστεροφημία σου, άμα λάχει ναούμ').

Η περιφρόνηση για τους διανοουμένους όμως, δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Αριστεράς. Λογικό μοιάζει να υπάρχουν και δεξιοί κλασμένοι διανοούμενοι σε δεξιά καθεστώτα, αφού όλοι οι εξουσιαστές έχουν την ίδια μούρη.

Πρόσφατα ξεκίνησε στην Ιταλία μια πολιτική ιδεολογική αναμόχλευση με μειωτικούς όρους, όπως «κουλτουριάρης» (culturame) και «σκουπίδι της διανόησης», ο οποίοι χρησιμοποιούνται πάλι, μεταφέροντάς μας πολλές δεκαετίες όπισθεν. Πολιτικοί από διάφορα κώματα επιστρατεύουν αυτούς τους όρους για να μειώσουν τους διανοουμένους του αντιπάλου στη γείτονα.

Ο όρος «κουλτουριάρης» εισήχθη για πρώτη φορά σύμφωνα με τη Βίκυ από τον Μάριο τον Σέλμπα, Ιταλό υπουργό Εσωτερικών στα τέλη της δεκαετίας του '40, άνδρα πιστό μόνο στη λογική του ροπάλου.

Το πατριωτάκι ο Σπύρος ο Αγκνιου άλλως τε, αντιπρόεδρος του Ρίτσαρντ Νίξον, αναφερόταν σε «ξεπεσμένους υπερόπτες», φέρνοντας στο μυαλό τις παλιές, εβδομαδιαίες μακαρθικές φυλλάδες, οι οποίες γελοιοποιούσαν τους συγγραφείς ή τους διανοουμένους στις Η.Π.Α. που δεν έλεγαν καλά το ρο, αναφερόμενες σε «γομαντικούς ποιητές». «Αβγοκέφαλοι» (eggheads) ήταν μια ανάλογη έκφραση που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό. Κατά τη διάρκεια εκλογικών αναμετρήσεων της πρόσφατης περιόδου, WASP διαμορφωτές σκέψης στις Η.Π.Α. αναβίωσαν την έκφραση «(θολο)κουλτουριάρηδες» και «σκουπίδια της διανόησης», όμως η ατάκα του σύντροφου Βλαντιμίρ Ουλιάνοβιτς έμεινε αξεπέραστη.

Η δεύτερη και λιγότερο κολακευτική εκδοχή είναι ότι δεν είσαι ένας «χρήσιμος ηλίθιος» αλλά μάλλον σκέτος αντισημίτης. Δείχνεις την ίδια αποφασιστική αποδοκιμασία σου προς την Κίνα, το Ιράν, τη Συρία, τη Βενεζουέλα ή τη Βόρεια Κορέα; (Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μπλόγκερς).

"Χρήσιμος ηλίθιος", τρόπος του Λένιν (Χοντζ) (από allivegp, 06/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοσωματική κατάσταση της γυναίκας όταν βρίσκεται στις μέρες της περιόδου.

- Μου τα πρήξε η διευθύντρια σήμερα για το project.
- Άσε και εμένα μία από τα ίδια. Όλη την εβδομάδα θα τρώμε στα μούτρα τις μουνοσιχτιριές της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ξέρω (συνήθως ενν. «ξέρω τι μαλάκας είσαι») τόσο καλά σα να ήσουνα παιδί μου.

Μέσες-άκρες ισχύει ότι κανείς δεν μας γνωρίζει τόσο καλά όσο η μάνα μας. Συχνά, βέβαια, μια μάνα διαψεύδεται άσχημα, όχι ντε και καλά επειδή τελικά δεν ξέρει τα πάντα για το παιδί της (το οποίο, ως αυτόνομη πια προσωπικότητα μπορεί να παρουσιάσει ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις), αλλά επειδή, μέσα στο πλαίσιο του γνώθι σαυτόν (το οποίο σπανίζει) η μάνα δεν βλέπει / αναγνωρίζει / παραδέχεται κάποια πράγματα της δικής της συμπεριφοράς που πιθανόν να οδήγησαν το τέκνο της στην διάψευση αυτή.

- Καλά, πού το ήξερες ότι τελικά θα πω στην Βάλια να πάμε μαζί διακοπές και όχι την Κάτια;
- Αφού σ' έχω γεννήσει ρε μαλάκα, σε ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά.

Και σε έχω γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πλήρη ανάπτυξη: «όρμα Τζακ και τα κόκαλα δικά σου!»

Ξεκίνησε ως συνεργιστικό πρόσταγμα προς τον πιστότερο μας φίλο και μετεξελίχτηκε σε τζενέρικ προτροπή τ. βουρ στον πατσά, έμπαινε γιούτσο, γιούργια στα κουλούρια και όποιον πάρει ο χάρος!

Έχει πρακτικές εφαρμογές τόσο σε θέματα μάσας όσο και υποθέσεις φασώματος. Να μην συγχέεται με το τον χαζομούνη τζακ ή το «όρμα Τσακ».

Πάσα: Μπετατζής.

- Όρμα Τζακ και ο κακοποιός δικός σου...Γερμανικοί ποιμενικοί σκύλοι καταφθάνουν σύντομα στη χώρα μας για να επιβάλουν την τάξη. (εδώ)

- Αν αντέχεις και για δεύτερο στο καπάκι όρμα Τζακ, αλλά θα κάνεις κάμποση ώρα να τελειώσεις μετά. Και πρέπει να προσέχουμε ένα πράγμα σημαντικό: μην συνεχίζουμε με το ίδιο προφυλακτικό κι έχουμε δράματα
(εκεί)

- Γιώργος Πάντζας: Μας έχει στοιχειώσει αυτό το λάγνο βλέμμα σάτυρου (η επιστημονική ορολογία είναι ‘όρμα Τζακ’) κάθε φορά που βλέπει κομμάτι γυναικείας σάρκας πάνω από τον αχίλλειο τένοντα στις αξεπέραστες θεατρικές και όχι μόνο παραγωγές που συμμετέχει. This guy gives me the creeps. Όχι όμως περισσότερο από τον νέο μετεωρολόγο του ΑΝΤ1
(παραπέρα)

- Επέδραμον Ιάκωβε και τα οστά ημέτερα
(φατσοβιβλίο)

Αυτός ο Τζακ (αντεροβγάλτης) δε χρειαζόταν παρότρυνση για να ορμήσει  (από GATZMAN, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, τα άλογα με πέταλα είναι καλύτερα από τα άλογα χωρίς πέταλα στην οδοιπορία και σε ό,τι, είναι ενισχυμένα. Κατά δεύτερον, η γάτα με πέταλα είναι, κατ' αντστοιχία, ένα ούμπερ γατόνι, κάποιος πολύ έξυπνος και οξυδερκής. Σταδιακά η φράση με πέταλα έχει αυτονομηθεί για να δηλώσει κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενισχυμένο, που δεν έχει απλώς την φυσική ισχύ, ευφυΐα και δυνατότητα που αναμένεται από αυτό, αλλά κατιτίς παραπάνω.

Για τις σλανγκικές χρήσεις του πετάλου, βλ. γάτα με πέταλα, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, πέταλο, τινάζω τα πέταλα.

Πάσα: Βράσταμαν.

  1. Εδώ υπάρχει μαγκιά με πέταλα! Και ειρωνεία, αλλά όχι αφ΄ υψηλού. Ειρωνεία που πηγάζει από την αμφιβολία. Καμία σχέση με την «τρέντι» ή «λάιφ στάιλ» διάλεκτο των «έξυπνων» νέων. Η γλυκομίλητη Μαρία με το πτυχίο γαλλικής φιλολογίας, ξεδιπλώνει μια γλώσσα οξυδερκή κι ένα μάγκικο ύφος βιωμένο και όχι στερεότυπο, ενισχυμένο με γερή δόση υπόγειου χιούμορ. (Εδώ).

  2. Πουτάνα με..πέταλα!!! (Εδώ).

  3. Πούτσα με πέταλα (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αστεϊσμό που περιγράφει σαρκαστικά την δια χειρός επαναληπτική παλινδρόμηση επί φλεβοφόρας κρεατόβεργας με σκοπό την αυτοϊκανοποίηση (AKA μαλακία)...

Η φράση αυτή προέρχεται από την λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας επαναληπτική καραμπίνα, κοινώς χράπα χρούπα, και χρησιμοποιείται για την χιουμοριστική περιγραφή της ανδρικής αυτοϊκανοποίησης και ενίοτε για να καταδείξουμε ένα συγκεκριμένο άτομο που συνηθίζει να επιδίδεται σε αυτό το είδος της ψυχαγωγικής άθλησης!

- Τί έγινε Γιαννάρα χθες με το Τζενάκι, της έριξες κανά μανίκι;!
- Άσε με ρε μαλάκα με την ξενέρωτη, σπίτι την έβγαλα τελικά με Τζουλιάδα στο ντιβιντί... και χράπα της και χρούπα της!!!

Spas-12, 12 gauge pump-action shotgun. (από Tsatsaras the Pimp, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου. Βγάζω τα γούστα μου σε κάποιον που δεν είναι πλέον ικανός να αντισταθεί, λόγω αδυναμίας ή κάποιας μεγάλης ανάγκης.

Η πράξη ενέχει χαρακτήρα καιροσκοπικό και της τέλεσής της συχνά προηγείται επιμελής προπαρασκευή του θύματος, ώστε να καταστεί αυτό ευεπίφορο στις διαθέσεις μας.

Ισχύει για φυσικά πρόσωπα, ΠΑΕ, κράτη κ.λπ.

  1. Αδελφέ βρίσκουν και τα κάνουν. Υπάρχει συνδεσμίτης (προεδρος συνδεσμου) που έπαιρνε πίπες ραδιοφωνικές στον Τζιγγερ και τώρα το παίζει νο1 στο οπαδιλίκι. (από εδώ)

  2. Βρήκε και έκανε ο Θρύλος, 6-0 την Κλάψα.

  3. Το θράσος των Σκοπιανών δεν έχει όρια, βέβαια βρίσκουν και κάνουν εξαιτίας και της δικής μας ανοχής. (από εδώ)

(από jesus, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρείται καμιά φορά στην σλανγκόσφαιρα το φαινόμενο χρήσης μιας ερώτησης καθεαυτήν ως καταφατική απάντηση στην ίδια, αφού προηγουμένως έχει αφαιρεθεί το ερωτηματικό, χωρίς όμως να αλλάξει το πρόσωπο.

Αυτό γίνεται χάριν βαρεμάρας ή και σαπίλας συνήθως (πού να σκέφτεσαι τώρα απάντηση να του δώσεις), αλλά και ολίγον για να κάνουμε χαβαλέ.

- Πεινάς;
- Πεινάς.

- Πεινάς; - Πεινάς. (από PUNKELISD, 04/04/11)hasta vrasta! (από MXΣ, 04/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει στ' αρχίδια μου όταν ο άλλος σου λέει ειλικρινά τον πόνο του. Εντελώς γειωτικό, ακριβώς επειδή μοιάζει εκ πρώτης με ενθαρρυντική κουβέντα (αν δεν είναι γειωτικό σημαίνει: μη σε νοιάζει, ξεπέρασέ το, τι ανάγκης έχεις εσύ παιχταρά μου, και τα τοιαύτα). Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας τέτοιες σλανγκικές καταστάσεις βλ. γειώσεις. Η κοφτή και απόλυτη εκφορά έχει σημασία.

Ρε θα με πάνε μέσα, καταλαβαίνεις;
— Στ' αρχίδια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified