Selected tags

Further tags

Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο. Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.

Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).

Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.

You talking to me? (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «βούλωσέ το» εν συντομία.

- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής φράση με τη σφηνόπουτσα. Όταν μιλάμε ή εμφανιζόμαστε εντελώς αναπάντεχα και σε ακατάλληλη στιγμή. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα «πετιέμαι» και χρησιμοποιείται συνήθως σε περιγραφές οπότε είναι σπάνιο να την συναντήσουμε στον άμεσο λόγο.

Το «ξεκαύλωτο» μπορεί να είναι προϊόν κατάχρησης ή/και εφαρμογής της φαντασίας του Έλληνα πάνω στην φράση «σαν το καυλί» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Και εκεί που μάλωνα με τη Σούλα στο τηλέφωνο, πετιέται στο ξεκαύλωτο ο πατέρας μου να μου κάνει ανάκριση για το πού ήμουν εχτές το βράδυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτα αντιερωτική στάση κατά την οποία το ζευγάρι κοιμάται κουλουριασμένο, με τις πλάτες γυρισμένες και τα κεφάλια διαγώνια αντίθετα.

Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για την default στάση των παντρεμένων.

Σκηνή από ένα γάμο:

Κουμπάρος: «Μα παντρεύεσαι ρε συ, γιατί χαμογελάς έτσι;»
Γαμπρός: «Το βλέπεις το κορίτσι αυτό που παντρεύομαι; Κάνει τις καλύτερες πίπες στον κόσμο!»

(...μερικά μέτρα παραπέρα...)

Κουμπάρα: «Ντάξ, παντρεύεσαι, αλλά γιατί χαμογελάς έτσι βρε κολλητή;»
Νύφη: «Γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να πάρω πίπα! Από δω και πέρα 96 και πάλι 96!»

Στάση 69 (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική απειλή προς άτομο που θεωρούμε ότι παρεκτράπηκε και καλούμε προς συμμόρφωση. Χρησιμοποιείται από βαριούς τσαμπουκαλήδες ή από πατεράδες.

Πρόκειται φυσικά για την προστακτική του έρχομαι, με τη μεταβίβαση του τόνου να επιρρώνει την έμφαση. Στην προφορά, το άλφα πρέπει να ακούγεται βραχύ και δασύ (ν' ακούγεται δηλαδή ένα κοφτό χνότο εκεί στο «α»).

Συνώνυμα: για συμμαζέψου, λογικέψου, σύνελθε και τα όμοια.

  1. - Άσε με ρε μπαμπά να κατέβω κι' εγώ για μπάλα!!!... Άααντέεεε!!!... Καί ο Λάκης κατέβηκε καί ο Μάκης καί ο Σάκης καί ο Τάκης καί ο Γάκης!... Έλα ρε μπαμπάαααααα!!... Και ο Ρούλης και ο Σούλης και ο Βούλης και ο Λούλης και ο Κούλης καί ο-
    - Ελά!!...
    - ...

  2. - Ά ρε κωλλόγαυρα, δέν θ' ανέβετε ρε μουνιά να σας δείξουμε ποιόν έχετε πατέρα;
    - Ελά!... Τουμπεκί ο τουρκόγυφτος.
    - [Σηκώνεται σαν αίλουρος] Ποιόν πά' να κάνεις τσαμπουκά ρε φλλ<φάπα>ώρε μη σου γαμ<φάπα>ήσω και χριστ<φάπα>ό και παναγ<φάπα>ία και <φάπα>άγιους απ<φάπα>όστολλους και σ<φάπα>ύνταγμα και βουλλ<φάπα>ή, ανύπαρκτε... Βλλ<φάπα>άκα...
    - ...
    - <φάπα>...
    - ...
    - Ναί ρε μουνί, ΜΠΑΟΚ!...
    [Εδώ πάνω ξεκινάει υπόκρουση Μπούρζουμ ή Μητροπάνου, επαφίεται στον σκηνοθέτη.]

έλα, ελά! (από Jonas, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε απέλπιδα και συχνά επίπονη προσπάθεια συγκάλυψης, εντός παραλιακής άμμου, εξ' αίφνης στύσης του γεννητικού μορίου ανδρός λουομένου, χαρακτηρίζεται δε από την πρηνηδόν στάση του ατυχούς φέροντος το εν λόγω όργανο καθώς και από την χαρακτηριστική λακουβίτσα (ή λακούβα, ανάλογα με το μέγεθος του μορίου) που δύναται να παρατηρηθεί μετά το πέρας της στύσης.

- Τι μωρό είναι αυτό ρε φίλε;
- Ωωπ... αμμόχωστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανισιακά άψογος, περιποιημένος, καλοντυμένος. Συνώνυμα: κυριλέ

  1. Έχω στείλει το βιογραφικό μου και με καλούν για συνέντευξη. Για ποιο λόγο να ντυθώ στην τρίχα και να μην παρουσιαστώ στην συνέντευξη έτσι όπως θα με βλέπουν κάθε μέρα στο χώρο εργασίας μου; (από φόρουμ)

  2. Χαμογελαστοί πορτοφολάδες που ντύνονται «στην τρίχα» [...] Είναι καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, ευγενικοί -αλλά δεν θα διστάσουν να κλέψουν το πορτοφόλι μας. (από την Καθημερινή)

Επίσης δες πένα, σένιος, τσίλικος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό σχόλιο αντί άλλης ουσιαστικής απάντησης στον συνομιλητή μας. Συντάσσεται κυρίως με το «ρε» ενώ πολλές φορές απαντάται και στην προτρεπτική μορφή «ρε άι φτύσ' τα μπούτια σου».

Η ουσία της έκφρασης έγκειται στο άσκοπο του πράγματος και είναι συναφής με το «πήγαινε να δεις αν έρχομαι» ή «ρε α πάαινε να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες» (εδώ σε ιδιωματική μορφή της Β. Ελλάδος). Κατ' άλλους, η ουσία της έκφρασης βρίσκεται στο ότι δεν έχουμε ικανό τον συνομιλητή μας να φτύσει μακρύτερα από τα μπούτια του, πολλώ δε μάλλον να εκφέρει και άποψη για το θέμα το οποίο είναι υπό συζήτηση.

- Να σας πω εγώ τι νομίζω...
- Ρε άι φτύσ' τα μπούτια σου που θα μας πεις και τι νομίζεις. Μικροί μεγάλοι στο καφενείο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified