Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.
Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.
Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.
Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση
Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.
Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:
— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.
Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.
Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:
— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;
Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:
— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...
Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:
— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.
Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:
— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...
Παγιωμένες γειώσεις
Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):
- — Ακούω τα πάντα. — Μήπως ακούς και τα κοάλα;
- Αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά. (παλαιάς κοπής σχόλιο-πασπαρτού)
- — Αργότερα... — Αργότερα, αργότερα, ήρθαν και δυο κότερα.
- Αυτά μας τά 'πανε πολλοί, μας τά 'πε κι ένας Γάλλος, κι' αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος. (σχόλιο-πασπαρτού)
- — Γειά σας. — Της γιαγιάς σας.
- — Γιατί; — Για να ρωτάς εσύ.
- — Γιατί; — Γιατ' η γάτα εχι' έν' αφτί. (παιδική γείωση)
- — Γιατί; — Γιατί έτσι.
- — Γιατί; — Γιατι κλάνει το γατί.
- Γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα.
- — Έ; — Εθνικός!
- — Έ; — Έξινος!
- — Έ; — Έξ και ξερός!
- — Έ; — «Ορίστε» λένε!
- Έκλασες; (γείωση-πασπαρτού)
- Ελά! (απειλή-πασπαρτού)
- — Eν πάση περιπτώσει– — Έχω μια πούτσα τόση.
- Ενδιαφέρον... (σχόλιο-πασπαρτού)
- — Ευχαριστώ. — Το θεό (που σ' έκανε άνθρωπο και όχι γουρούνι).
- — Έχεις ... ; — Πά' να δω αν έχει μείνει τίποτ' από χτες στο ψυγείο.
- — Θα... — Από «θα» αρχίζει και η θάλασσα.
- — Θείε; / Θεία; — Θειάφι!
- Καλά, τραγούδα. (σχόλιο-πασπαρτού)
- — Καλά. — Καλάθια (και κούπες).
- — Καλά. — Καλάμια και παλούκια.
- Καλιμπιστήρι! (απάντηση-πασπαρτού)
- — Κατάλαβες; — Εγώ κατάλαβα· εσύ κατάλαβες;
- Κι' εγώ σ' αγαπάω. (απάντηση-πασπαρτού σε υβρεολόγιο και κάθε επιθετικό χαρακτηρισμό)
- Κλείσε, θα σε πάρω εγώ.
- — Κυρία; / Κύριε; — Κεριά και λιβάνια.
- Μπλέ. (απάντηση-πασπαρτού)
- — Μ' αγαπάς; — Σε γαμώ.
- — Μα– — Μαμούνια.
- — Mάλιστα. — Μαλλιά (και κουβάρια)!
- — Mάλιστα. — Πιάσ' τα μας και γυάλισ'τα!
- — Μαμά; — Μαμούνια.
- Μιά φορά εσένα σε γαμάει όμως.
- — Με πονάει το κεφάλι / το πόδι / η κοιλιά / ... — Ε πόνα το κι εσύ. (κομμέ και ραμμέ για κακούληδες γονείς)
- Μίλα μου πρόστυχα. (γείωση σε βρισίδι)
- — Μιλάς σοβαρά; — Ναι. — Άντε καλά, γιατί δεν σηκώνω αστεία...
- — Μου φαίνεται ότι... — Αν σου φαίνεται, κρύφ' το.
- — Μπά; — Μπάκα και κασίδα.
- — Μπαμπά; — Μπαμπάκια.
- — Μπάρμπα; — Μπαρμπαριά και Τούνεζι!
- Να μαζευτούμε να πάτε.
- — Να ολοκληρώσω; — Ναί, αλλα όχι πάνω μας.
- Ναί ναί ναί ναί... (σχόλιο-πασπαρτού)
- — Ναί. — Νέκρα (και κασίδα).
- — Ναί. — Νενέκια.
- — Νομίζω... — Τα νομίσματα στην τράπεζα.
- — Ξέρω. — Ξεράδια μαζεύεις.
- — Ξές ποια είν' η μαλακία; — Εκείνο το άσπρο που κολλάει.
- — Ορίστε; — Κατουρήστε.
- — Ορίστε; — Όρθιος είναι, καθίστε.
- Ότι νά 'ναι ασυναρτησίες.
- Ό,τι πείς. (σχόλιο- και απάντηση-πασπαρτού)
- — Όχι. — Οχιά (διμούτσουνη).
- — Όχι. — Οχιά κι' απόχη.
- — Πεινάω... — Πήδα.
- Πίνε πολύ νερό, μη κάψεις κάν' αρχίδι (γείωση προς ψωλοπερήφανους)
- — Ποιά Ελένη; — Η πούτσα μου η καυλωμένη.
- — Ποιός; — Αυτός! Ένα-μηδέν.
- — Ποιός; — Ο παπιός. (παιδική γείωση)
- — Ποιός; — Ο φούφουτος.
- — Πού; — Εκεί που κλάν' η αλεπού.
- — Πού; — Στο Πούρβιτς.
- — Πού; — Τσά.
- — Πού είναι ο...; —Στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα.
- — Πού είναι ο...; — Τον πήρανε φαντάρο.
- Ρούφα κι' έρχεται. (σχόλιο-πασπαρτού σε έκκληση)
- — Σκατά. — Φατά.
- Στ' αρχίδια μας. (σχόλιο-πασπαρτού)
- Στ' αρχίδια σου.
- Στη Γερμανία βρέχει.
- Τί να λέει... (σχόλιο-πασπαρτού)
- — Τί; — Τί και τίκφινικ.
- — Τί; — Τυρί (και ψωμί)! (παιδική γείωση)
- — Τί γίνεται; — Βράζει και χύνεται. (παιδική γείωση)
- — Τί γυρεύεις εδώ; — Με κάλεσε η μάνα σου.
- — Τί είναι αυτό; — Μανιτάρι μαγικό. (παιδική γείωση)
- — Τί είπες; — Πίπες.
- — Τί είπες; — Τρύπες. (παιδική γείωση)
- — Τί θα φάμε; — Αρχιδοσακούλες γεμιστές.
- — Τί θα φάμε; — Σκατά με φράουλες (αντιγείωση: «Πάλι φράουλες;», ακούγεται και με «βούτυρο» ή «ρύζι»)
- — Τί θα φάμε; — Ξύλο.
- — Τί κάνεις; — Βγάζω τους γκαβούς για χέσιμο.
- — Τί κάνεις; — Γαμάω περίεργους.
- — Τί κάνεις; — Εδώ.
- — Τί κάνεις; — Τον βγάζω και τον πιάνεις.
- — Τί να φορέσω; — Το βρακί σου ανάποδα.
- — Τί να φορέσω; — Tο πετσί σου ανάποδα.
- — Τί ώρα είναι; — Έ, δε θά 'ναι;
- — Τί ώρα είναι; — Η ώρα που γαμάν οι γύφτοι.
- — Τί ώρα είναι; — Η ώρα που γαμάν περίεργους.
- — Τί ώρα είναι; — Η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.
- — Τί ώρα είναι; — Πετσί και κόκαλο, παρά μία φλέβα.
- — Τί ώρα είναι; — Ώρα να πάρεις ρολόι.
- Το «σάν» τί το θέλεις; (ερώτηση-πασπαρτού σε παραλληλισμούς)
- Τσίμπα 'ν' αρχίδι. (απάντηση-πασπαρτού, συνήθως σε έκκληση)
- — Υποθέτω... — Τα υπόθετα στον κώλο σου.
- — Χαίρετε! — Ποιός χαίρεται;...