Ο χοντρός στην κυριολεξία, αλλά έτσι λέμε τον σωματώδη βλάκα.
Βλ. και Κ.Δ.Ο.Α..
- Έρχεται ο μπουρντούχας...
- Ωχ... πλάκωσαν τα Κ.Δ.Ο.Α. ...
Ο χοντρός στην κυριολεξία, αλλά έτσι λέμε τον σωματώδη βλάκα.
Βλ. και Κ.Δ.Ο.Α..
- Έρχεται ο μπουρντούχας...
- Ωχ... πλάκωσαν τα Κ.Δ.Ο.Α. ...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον /-α του οποίου /-ας η εμφάνιση είναι πολύ άσχημη. Είτε λόγω φυσικής «ομορφιάς», είτε λόγω αισθητικής, είτε λόγω ένδυσης.
Αθηνά:
- Ρε Μαρία πώς σου έκανε έτσι το μαλλί ο Τρύφωνας (Σαμαράς); Σπας καθρέφτες φιλενάδα!
Μαρία:
- Δίκιο έχεις. Πάω να τα ξαναχτενίσω και αν με ξαναδεί, να μου γράψει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ορισμοί:
Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).
Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).
Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).
Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.
Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.
Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.
Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
Από την πλατεία:
- Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
Από τον εξώστη:
- Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλασική κλαψομουνιά.
Δεν μας έφταναν τα χάλια μας, φορτωθήκαμε και άλλα. Και μάλιστα με καλύτερο περιτύλιγμα. Το ταγάρι είναι πιο chic από ένα όποιο σακί, κι ας χωράει λιγότερα σκατά, ουκ εν τω πολλώ το ευ, αφού.
Πάντα επίκαιρο (πολιτικοοικονομικοκοινωνικά).
Παρομοίως: είχαμε σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα, όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε, δε μας φτάναν τα αιδοία, ήρθανε και απ' την Ινδία.
Παρεμφερές και το μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, για άλλη χρήση.
- Τι λες ρε συ! Έγκυος το Μαράκι; Πωπωωω! Και τώρα πάνω που έχασες και τη δουλειά σου και χρωστάς τρία νοίκια και σου κλέψανε το αυτοκίνητο και κάηκε ο σκληρός σου και έχασες το πορτοφόλι σου με όλα τα χαρτιά μέσα και σε αποκλήρωσε ο γέρος σου;;; Τι λες βρε παιδάκι μου, τσκ τσκ τσκ...
- Ναι. Όλ' αυτά. Είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι...
Got a better definition? Add it!
Κλασική ερώτηση προς ευτραφείς έως βουνό γκόμενες και όχι μόνο.
Η χρήση του, εκτός από αγενής, δύναται να αποβεί επικίνδυνη ή και μοιραία, μιας και είναι πολύ πιθανό αντί για απάντηση ο ερωτών να εισπράξει ένα εισιτήριο για το ΚΑΤ.
Σχεδόν πάντα συνοδεύεται από ερωτηματικό, εκτός και αν χρησιμοποιείται για περιγραφή σε τρίτο πρόσωπο.
Στο δρόμο:
Μάκης: - Ρε μαλάκα κοίτα ένα βουνό που περνάει.
Λάκης: - Κοπελιά, παλεύουμε;
Κοπελιά: - @*!^#$)+!%» ΦΑΠ, ΜΠΑΟΥΜ ΦΑΠ ΦΑΠ
Λάκης: - Βοήθεια ρε Μάκη, θα με σκοτώσει η αρκούδα.
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ
Μάκης: - Άσ' τον κάτω μωρή
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ (φεύγει)
Μάκη: - Ρε φίλε τι βρωμόξυλο, ήταν αυτό; Μας γάμησε. Άλλη φορά μαλακίες τέτοιες, μόνος σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».
Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.
Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά.
Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες και εννοεί αυτήν που το πρόσωπό της είναι γεμάτο σπυράκια, όπως ακριβώς η φράουλα έχει σπόρους στην επιφάνειά της.
- Πω ρε ξάδερφε τι φράουλα είναι αυτή;
- Γάμησέ τα ρε μαλάκα, αυτή δεν παίζει να είδε ποτέ κρέμα ακμής!
βλ. και ρυζόγαλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.
Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».
- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified