Selected tags

Further tags

Νεόκοπη -και εκπληκτική κττμγ- σλανγκιά των μποντιμπιλντεράδων.

Ερημιά είναι η κατάσταση της απόλυτης γράμμωσης. Όταν κάποιος έχει στεγνώσει εξολοκλήρου. Όταν ίχνος υποδόριου λίπους δεν έχει απομείνει πάνω του. Όταν το δέρμα του έχει γίνει λεπτό σαν του φιδιού, διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο.

Ερημιά, διότι τόση στέγνα μόνο στην έρημο θα συναντήσεις. Εκεί που σταγόνα νερού δεν έχει απομείνει -ας μην ξεχνάμε ότι στο τελευταίο στάδιο της γράμμωσης, καναδυό μέρες πριν τους αγώνες, οι μπίλντερς χτυπάνε διουρητικά (π.χ. lasix) για να αποβληθούν όλα τα υποδόρια υγρά (για το λίπος δεν συζητάμε καν, την έχει τιγκανά προ πολλού).

Ως αποτέλεσμα της εξαντλητικής αυτής δίαιτας, οι μπίλντερς πριν τους αγώνες αποκτούν μια εξαϋλωμένη όψη ασκητή / ερημίτη αγίου της χριστιανικής παράδοσης: ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια κάτασπρα γουρλωτά που νομίζεις θα πεταχτούν έξω απ' τις κόχες τους, ζυγωματικά που εξέχουν γυαλίζοντας, βλέμμα σκιαχτικό, «πρωτόγονο», πεινασμένο... Το Μπαρόκ μας έχει κληροδοτήσει μια τεράστια παρακαταθήκη τέτοιων εξαθλιωμένων μέσα στο μεγαλείο τους μορφών αγίων (π.χ. Άγιος Ιερώνυμος, αρχετυπικός ερημίτης-ασκητής και αθλητής του πνεύματος).

Ένα σώμα-ερημιά, με τα μυώδη εξογκώματά του, μοιάζει με γυμνό βραχώδες τοπίο, ξερό κι άνυδρο, σαν τα βουνά του Αφγανιστάν όπου οι αμερικλάνοι βρίσκουν το μάστορή τους απ' τους ταλιμπάν...

Στους αντίποδες της ερημιάς βρίσκονται οι παχύσαρκοι, τα σώματα των οποίων μπορούν να παραβληθούν με εδάφη πλούσια και εύφορα, τίγκα στο λίπος-λίπασμα και το νερό...

Όσο κι αν οι μπίλντερς επιζητούν την ερημιά, ώστε να κατέβουν κάργα κομμένοι στο διαγωνισμό, δεν παύουν στιγμή να αγχώνονται μήπως το παράχεσαν με την απώλεια βάρους και έχασαν πολύτιμο κρέας, δηλ. αγνή μυική μάζα... Γι' αυτό και αμέσως μετά τον αγώνα πλακώνονται σε ό,τι σαβούρα βρουν μπροστά τους, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γρήγορα το χαμένο έδαφος. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις μπιλντερά πριν τον αγώνα, σφαγμένο μέχρι αηδίας, να ψευτοκλαίγεται με φράσεις τύπου: «πω ρε πούστη, ερημιά έμεινα, σαν τον άγιο Ονούφριο...»

Η ερημιά είναι δηλ. ένας τρόπος να επιστήσεις την προσοχή του συνομιλητή σου στο πόσο πολύ έχεις γραμμώσει, χωρίς να καταφύγεις σε εκφράσεις αμιγούς κομπασμού, τ. φέτες, άγριος, τούμπανο, χαρτί κ.ο.κ. Με την ερημιά τονίζεις και την αρνητική πλευρά του πράγματος (ότι έμεινες μισή μερίδα), έχοντας όμως πετύχει το πρωταρχικό: να επιδείξεις το θωμαστό επίτευγμά σου... Αποσπάς δηλ. τεχνηέντως την benevolentia του συνομιλητή σου, που πιθανότατα θα σπεύσει να σου απαντήσει κάτι σε στυλ: «έλα ρε συ, τι λες τώρα, αλφάδι είσαι, ας ήμουνα κι εγώ το μισό από σένα»...

  1. - Ρε συ φίλος το παράχεσες με τη γράμμωση φέτος το καλοκαίρι.. Είπαμε να γραμμώσεις, οκ, αλλά εσύ έμεινες ερημιά, σαν τον Άι-Γιάννη το Νηστικό...

  2. - Ερημιά έμεινα ρε μαλάκα, πά να πάρω καμιά σκόνη τίγκα στον άνθρακα να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδύναμος, κακοφτιαγμένος, δύσμορφος και ενίοτε μη αρρενωπός άνδρας. Υπονοεί ότι το μουστάκι του ατόμου αυτού είναι λεπτό και αραιό όσο και το μουστάκι της γάτας.

- Κουβάλησες και την ανηψιά σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη!
- Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου είναι!
- Γυναίκα σου; Δικιά σου;
- Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε!
- Σ' αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε γατομούστακε;
(Από την ταινία «Της Κακομοίρας» του Ν. Κατσουρίδη, διάλογος μεταξύ Κ. Χατζηχρήστου και Κ. Μεντή)

εύκολαααα (από electron, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται το φουσκωτό μουνί, σα μπουμπούκι έτοιμο να σκάσει, σαν φουσκωμένο κάστανο, σανπρόσφορο, που εξέχει εγερμένο ανάμεσα στα λαγόνια, ενώ διαγράφονται ανάγλυφα οι 3D ανατομικές του λεπτομέρειες επάνω στο ένδυμα, απαρέγκλιτα στενό παντελόνι η μαγιό και αναδεικνύεται κατά τη νωχελική, λικνιστική βάδιση της κτήτορος, που το επιδεικνύει ηθελημένα η μη. Κατά τη διέλευση του ακούγονται βαθείς αναστεναγμοί, εκφράζονται καημοί, επιφωνήματα πόνου, αλαλαγμοί, μέχρι πολεμικές ιαχές.

Συνώνυμο: μουνί τριζάτο

- Πάρε μάτι τι περνάει. Μουνί βιτρινάτο.

βλ. και μουνί καμηλό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το μικρό ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Λέει τίποτα ο Μήτσος τελικά στο κρεβάτι;
- Τρίχες, φιλενάδα. Φασόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με πολύ μικρό έως ανύπαρκτο στήθος.

- Ωραίο γκομενάκι η Μαρία, ε;
- Τί λες μωρέ; Σα σιδερώστρα είναι! Την έχεις δει ποτέ προφίλ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η ατάκα διαφήμισης ίσως πρέπει να σταθεί μόνη της. Προέρχεται, αν θυμάμαι καλά, από διαφήμιση του Ούλτρεξ το οποίο έδινε και καλά τρομερή λάμψη και υγεία στα μαλλιά του πρώην πιτυριδούχου, οπότε αυτός μπορούσε πια να αφεθεί χωρίς να κομπλάρει στα χέρια μιας εϊτίλας μούνας που τον χαϊδολογούσε λέγοντάς του καβλιάρικα στ' αυτάκι: «Και σού' κανε ένα μαλλί...» (ενν: «...άλλο πράμα!»).

Τώρα πια λέγεται από κάποια λείψανα των ογδόνταζ (ή σημερινούς πιτσιρικάδες που το άκουγαν από τους μεγαλύτερους) και λέγεται μόνο όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε αυτό που συνέβη στο μαλλί μας -ή στου άλλου- εξαιτίας πχ του αέρα, της υγρασίας, του ύπνου, κόκ.

  1. - ...και σού ΄κανε ένα μαλλί...
    - Πάλι πρόβλημα;
    - Ε δε βλέπεις ρε μαλάκα πώς έγινα; Αυτό το γαμολοτζέλ τα λασπώνει και γίνονται σύσκατα.

  2. Και σου ‘κανε ένα μαλλί…
    Οι στυλίστες υποστηρίζουν ότι ένα κολακευτικό χτένισμα ή κούρεμα μπορεί να καλύψει πολλά λάθη που κάνουμε στην εμφάνισή μας.
    (άρθρο από εδώ

  3. Και σου ‘κανε ένα μαλλί
    To πρώτο SAWARI HAIR BAR άνοιξε τις πόρτες του στην Αθήνα και σας περιμένει για μια απόλυτη περιποίηση μαλλιών. από κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία περπατάει ξυπόλυτος, είτε γιατί δεν έχει μαντήλι να κλάψει, πόσο μάλλον παπούτσια να φορέσει, είτε γιατί την έχει δει New Age ότι με γυμνά πέλματα είναι σε επαφή με την ενέργεια της Γης, είτε για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να γεμίσει κάπως αυτόν τον ορισμό για να μην πάει άκλαυτος από αυτούς που βαθμολογούν καλά μόνο τους σεντονοειδείς!

Το φαινόμενο της ξυπολυταρίας είναι πολύ συχνό στα μικρά παιδιά που αλωνίζουν ξυπόλυτα όλο το σπίτι και μετά πατάνε wild and free σε μαξιλάρια, σεντόνια, τοίχους, ταβάνια κτλ και τα μετατρέπουν σε δείγματα διαφήμισης του Ariel: αν έχεις το κοινό καθαριστικό, [τη γάμησες]!

  1. (παππούς στο εγγόνι)
    - Πάλι γυρνάς ξυπολυταρία βρε Νικολάκη;; Βάλε τις παντόφλες σου!
    - Action man, είναι σούπερ δυνατόοοος!!!!

  2. Θ - Έχω σφουγγαρίσει καλά το σπίτι, αν θέλεις μπορείς να γυρνάς ξυπολυταρία!
    C - (τρίβωντας το ξύλινο πάτωμα με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ικανοποιημένος από τον χαρακτηριστικό ήχο)
    Τρίζει από καθαριότητα!!

Το Ξυπόλητο Τάγμα (από HODJAS, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχος υπερδιάστατου πέους.

Σε μέγεθος και σχήμα του ομώνυμου καρπού που τον παίρνει και τον κρατά, ζεστό-ζεστό και λαχταριστό, όλος ο κόσμος στο χέρι τα καλοκαιρινά βραδάκια, το μπαινοβγάζει λαίμαργα στο στόμα, ενώ στο τέλος σκουπίζει απ τα χείλη του τα υπο-λήμματα με τη χαρτοπετσέτα.

Αν του αρέσει ή δεν χορτάσει, γυρίζει πίσω και τον ξαναπαίρνει.
Αν έχει μεγάλη ουρά αναμονής και βιάζεται, πηγαίνει και τον παίρνει από πίσω.

Συνώνυμα γούδα, μπάρα.

- Τώρα που τον είδα με μαγιό, κατάλαβα γιατί τον φωνάζουν καλαμπόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ελλήνων της Νότιας Αφρικής. Κολοράτος είναι ο colored, ο έγχρωμος, ο άνθρωπος που δεν ανήκει ούτε στην λευκή φυλή ούτε στην μαύρη. Κυρίως αναφέρεται στους μιγάδες (αλλά και σε άλλους, όπως μπορείτε να δείτε εδώ).

Βλ. και μελαχρινός, με τα εκεί σχόλια.

Από εδώ:

Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί το κ.κ. είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν. Όλοι οι άλλοι π.χ. το νοτιοαφρικανικο κονγκρέσο που κυβερνά σήμερα (Μαντέλα) δεν αναγνώριζαν τους κολοράτους.

Got a better definition? Add it!

Published