Ο πολύ αδύνατος τύπος, τόσο ισχνός που σχεδόν δεν χρειάζεται ακτινογραφία...
Εσύ ρε όρθια ακτινογραφία! Πού πας μωρέ, θα λιποθυμήσεις!
Ο πολύ αδύνατος τύπος, τόσο ισχνός που σχεδόν δεν χρειάζεται ακτινογραφία...
Εσύ ρε όρθια ακτινογραφία! Πού πας μωρέ, θα λιποθυμήσεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.
Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.
Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!
Βλέπε και gilf / τζιλφ
Got a better definition? Add it!
Γνωστή δίαιτα την οποία πρότεινε στον Καστράτο η Λουκρητία του Αρκά. Σκοπός της δίαιτας είναι να κόβει την όρεξη πριν τα γεύματα. Αυτό επιτυγχάνεται με το φάγωμα μιας μεγάλης πίτσας πριν κάθε γεύμα ώστε μειώνεται η όρεξη και επομένως η κατανάλωση του φαγητού.
— Τι θα παραγγείλεις;
— Τώρα τίποτα. Κάνω δίαιτα. Έφαγα την πίτσα μου και ευτυχώς δεν πεινάω.
Δίαιτες: του ανανά, της πίτσας, τουκάν.
Got a better definition? Add it!
Πέρα του ήδη καταχωρημένου ιπποκόσμου, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες αλογομούρηδων:
Από το δουπού: Khank.
- Και καπάκι να βγαίνει από πάνω αυτή η beach (sic), η αλογομούρα η Λαγκάρντ, που δεν τη… μαμάς με τίποτε (ακόμη και στη Σιβηρία να ήσουν εξόριστος και άγαμος πάνω από 20 χρόνια) και να μας παραδίδει μαθήματα...
(εδώ)
- Μπράβο στους αλογομούρηδες του Ελ. Χρηματιστηρίου. Μεγαλα κέρδη καταγράφουν οι τράπεζες, που δεν έχουν ρευστό και έχουν μεγαλύτερο haircut. (εκεί)
Got a better definition? Add it!
Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».
Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.
Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....
Got a better definition? Add it!
Λουόμενος /-η που έχει κατέβει στις πλαζ μας από Βαλκάνια ή Κεντροανατολική Ευρώπη και μετά τα πρώτα μπάνια του/της, και μη γνωρίζοντας τις τεχνικές του σωστού μαυρίσματος, έχει ξεροψηθεί από την ηλιακή ακτινοβολία αποκτώντας το χαρακτηριστικό υποκόκκινο χρώμα του μπαρμπουνιού.
Τις βραδινές ώρες απαντάται σε μίνι-μάρκετ ψάχνοντας για γιαούρτι προκειμένου να αλειφθεί με αυτό στις εγκαυματικές περιοχές, όπως τον συμβούλεψε η ιδιοκτήτρια των ενοικιαζομένων όπου διαμένει.
Δες τα μπαρμπούνια πώς πάνε ντουγρού στο ψυγείο με τα γιαούρτια...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που αναφέρεται στο ανδρικό μόριο και χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ερώτηση: «εσύ πως προτιμάς να είναι το πέος του εραστή σου;». Κυκλοφορούσε παλαιότερα και ως ανέκδοτο-αστείο.
Επειδή θεωρείται ότι οι γερμανικές ψωλές είναι κατά κύριο λόγο μακριές και λεπτές, ενώ οι αντίστοιχες αγγλικές είναι κοντόχοντρες, ο συνδυασμός αυτών των δύο ''μοντέλων'' αποτελεί ιδανικό αποτέλεσμα για κάθε γυναίκα (ή και άνδρα-πούστρα)!
- Λοιπόν για πες Λιτσάκι... εσύ πως τον θες τον άντρα;
- Εεε..να είναι καλός, ευγενικός, αστείος... αυτά.
- Και από πούτσα;
- Γερμανική και ν' αγγλοφέρνει καλή μου! Ο καλύτερος συνδυασμός!
- Σωστήηηηη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ξέκωλο, νεαρής ηλικίας.
- Ξεκωλάαακιιιιι μουυυυυυυυυ!
(ατάκα-copyright του φίλου μου του Λευτέρη, την οποία λέει όλο χαμόγελο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.
- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.
Got a better definition? Add it!