Selected tags

Further tags

Το προσωρινό αιμάτωμα που προκαλείται στο δέρμα από ρουφηχτό φιλί σε συνδυασμό πιθανώς με δάγκωμα –αποτέλεσμα συνεπώς κυριολεκτικής ρουφοδάγκας–, κατά τη διάρκεια ερωτικής περίπτυξης.

Σε εμφανή μέρη (λαιμός, χέρια) για τις εφηβικές ηλικίες και σε πιο απόκρυφα για τις μετεφηβικές, πρόκειται τόσο για παραδοσιακό τρόπο μαρκαρίσματος του άλλου μισού όσο και για υποδειγματική αφορμή παρεΐστικου κουτσομπολιού και καζούρας.

Λέγεται και ρούφηγμα.

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Χφ! Ο τέτοιος είναι πάλι; Ο γκόμενός σου;
ΕΥΑ: Μισό να απαντήσω...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Του έχεις πεί οτι είσαι εδώ;
ΕΥΑ: Σου εξήγησα, δέν έχουμε μυστικά μεταξύ μας. Αλλα εφόσον δέν αλλάζουν τα συναισθήματά μου προς αυτόν έχω την άδειά του να...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Τέλος πάντων. Σόρι αλλα δέν μπορώ να τ' ακούω.
ΕΥΑ: Μωράκι; Είσαι οκέι;
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Απόψε είσαι όλη δικιά μου. Μόνο αυτό με νοιάζει...

[σ.ς.: Μετά 'πο αρκετή ώρα...]

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Έλα εδώ, καυτή γκομενίτσα...
ΕΥΑ: Άχ... Εμ... Μόνο... Μή μου αφήσεις πιπιλιά, έ;

(Η. Κυριαζής, «Manifesto Δύο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακάσχημος, μπάζο, κοντόχοντρος, ενίοτε και τριχωτός.

- Κοίτα τεφαρίκι που χτύπησε ο μπάκακας!
- Ε, άμα είχα κι εγώ κάμπριο, θα σου λεγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).

Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:

σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.

φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.

αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.

σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).

μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.

Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.

Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.

Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;

Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;

Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.

Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.

- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...

Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού έχουμε λημματογραφήσει ο,τιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς σε φραπέ, είπα να το γυρίσουμε και στη σοκολάτα βιενουά. Να πρωτοτυπήσουμε βρε αδερφέ, όχι όλο τα ίδια και τα ίδια.

Σοκολάτα βιενουά, λοιπόν, είναι ο εκτεταμένος τύπος του σοκολάτα που σημαίνει τους λεγομένους «έγχρωμους», αυτούς με κάπως καφετί δέρμα. Το έχω ακούσει κυρίως από γυναίκες για μαυρούκους άντρες, αλλά δεν αποκλείω να το πει και άντρας για Αφροξυλάνθη, κοινώς μουνί (τ)σοκολάτα.

Απ' όταν γνώρισε τον Πιερ ο Πέρι άφησε το φραπέ λούγκο κι άρχισε την σοκολάτα βιενουά.

Ωωω, ααα (από Galadriel, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.

Πηγή: notheitis.

Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος Ινδιάνος αρχηγός των Τριχάτσι, που μαζί με τον αδερφό του, τον Κουλό Κουρέα, δώσαν την ηρωική άλλα άνιση μάχη της Τριχόπτωσης απέναντι στις στρατιές του Χεντ και του Σόλντερς και, μη μπορώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ηττήθηκαν κατά κράτος.

Εμβληματική μορφή του last stand, ο αρχηγός με το πεντακάθαρο μέτωπο και την παροιμιώδη χωρίστρα, γράφτηκε στις χρυσές σελίδες του Καραφλού Γένους, πέφτοντας μαχόμενος χωρίς ζελέ και με τη χτένα παρθένα.

Προδομένος από τις Μοίρες, που στη γέννα του αντι να κλώθουν, κρατούσαν ψιλή, άφησε σε όλους εμάς τους επιγόνους του βαριά την παρακαταθήκη της λεβεντιάς και της ασκητικής αποχής από το ζελέ, καθώς και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα.

Είρων ως το τέλος, στην εκτέλεσή του, αντί για παπά ζήτησε κουρέα και έβαλε να γράψουν στον τάφο του: «Αν οι τρίχες είχαν αξία, δε θα φυτρώναν και στον κώλο».

Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορούμε να θεωρήσουμε την οδοντοστοιχία, ως ομάδα, όπου τα διάφορα δόντια της (π.χ.: γομφίοι, προγόμφιοι, κυνόδοντες, κοπτήρες, κλπ) έχουν διάφορους ρόλους.

Ξέρουμε απ' την άλλη, πως οι ποδοσφαιρικές ομάδες, απαρτίζονται από πλειάδα ξένων παικτών, διαφόρων εθνοτήτων.

Βάσει των παραπάνω, θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τον όρο, για οδοντοστοιχία (ομάδα δοντιών) στην οποία έχουν γίνει... οι εξαγωγές, με αποτέλεσμα αυτή να 'χει τα... ξένα δόντια (θήκες, γέφυρες, κ.λπ.). Λες κι αυτή είναι ποδοσφαιρική ομάδα που 'χει... τους ξένους παίκτες.

Ο όρος θα μπορούσε να αναφερθεί, είτε στα πλαίσια χιούμορ, είτε στα πλαίσια αυτοκριτικής και κουτσομπολιού (εστιάζοντας στην κακή συντήρηση μιας οδοντοστοιχίας από τον κάτοχό της).

- Πω πω καλά, στο στόμα του Βασίλη δε βλέπεις οδοντοστοιχία. Ποδοσφαιρική ομάδα βλέπεις.
- Γιατί το λες;
- Εμ, έχει γεμίσει γεφύρια και θήκες. Μόνο ανισόπεδους κόμβους δεν έχει. Αμελής μια ζωή. Δεν τα 'πλενε, να τώρα...
- Α... τώρα που το λες, άκουσα πως σήμερα θα πήγαινε να βάλει μια νέα γέφυρα.
- Ναι ναι. Τη γέφυρα της Αλαμάνας που λέει κι ο Ζήκος.

Χριστίνα Ιακωβίδου: Οδοντογιατρός με τρομακτική ποδοσφαιρική ομάδα! (από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να φανταστείτε από την ετυμολογία, ο έχων τρία πόδια.

Η διαφορά με άλλες λέξεις που έχουν παρόμοια ετυμολογία (π.χ. δί-ποδο, τρί-ποδας) έγκειται στο ότι ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται σε ομοειδή πράγματα.

Δηλαδή, ο έχων τρία πόδια έχει φυσικά μόνο δυο πόδια, αλλά κι έναν μπαργαλάτσο να, με το συμπάθιο, που από μακριά ομοιάζει με τρίτο πόδι. Η παρούσα κατάσταση συναντάται συνήθως σε άτομα αφρικανικής καταγωγής γνωστούς και ως interarapican.

Disclaimer: Προσοχή! Αυτή είναι μια σλανγκική χρήση της λέξεως. Να με συγχωρήσουνε τυχόν άτομα, που για λόγους γενετικών ανωμαλιών, έχουν όντως τρία πόδια…

(σε παραλία γυμνιστών) - Πω τον φούστη, τον τρίποδο... τι τσαπού είναι αυτή! Ντρέπομαι σου λέω! Το δικό μου είναι σαν γαριδάκι μπροστά του! Σίγουρα θα φοράει παντελόνι με τρία μπατζάκια! Πάμε να φύγουμε ρε συ, αν σκοντάψει με τα φλιπ φλοπ πάνω μας, τη γαμήσαμε!

τριποδας (από BuBis, 09/05/09)τριποδος (από BuBis, 09/05/09)να πουμε και μια μαλακια! (από BuBis, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified