Selected tags

Further tags

Ο πάσχων από ασθένεια «λεύκη», οι κηλίδες της οποίας προσομοιάζουν στο δέρμα με χάρτη νησιών του Αιγαίου.

- Ρε τύπε, τα χοντροπήρε η υφυπούργα, για τα δρομολόγια της άγονης;
- Γιεμ, εσύ τι λες δε βλέπεις τον χάρτη στη μάπα του;;;

Λεύκη (vitiligo) (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν συναντιέσαι με ανάποδη φορά με κάποιο γκομενάκι που αξίζει την αμέριστη προσοχή σου για τα δευτερόλεπτα που μπορείς να τη δεις.

Τείνει να χρησιμοποιείται και με ένα ερωτηματικό στο τέλος καθώς και με το ωμέγα (του «πωπωω» αλλά και του «φιλιώ») με έντονη διάρκεια π.χ. πωπωωωωω... Φιλιώωω μου !!;!

Η φράση είναι παρμένη από, τον θεϊκό σε τέτοια ζητήματα, Βλάση Μπονάτσο και συγκεκριμένα από το επεισόδιο, όπου το γκομενάκι που γούσταρε ήταν (προφανώς) η Φιλιώ...

Είσαι στο cabrio με ένα φίλο σου και ένα μωρό περιμένει στη στάση του λεωφορείου (δεν μπορείς να της πεις να την παρεις γτ το αυτοκίνητο είναι διθέσιο). Κόβεις λίγο και λες ενθουσιασμένος χωρίς όμως να φωνάζεις σα μινάρας: «πωωωπωωω.. φιλιώ μου...!!!) Αφού περάσεις το γκομενάκι κοιτάς τον φίλο σου και λες: «πολύ καλό το φιλιώ...».

Παραλλαγή: φίλοι βρίσκονται για πρώτη φορά σε κοινή παρέα όπου παίζει ένα γκομενάκι, καλό μεν αλλά, όχι και απίστευτο... Γυρνάς και ήρεμα λες στο φιλαράκι σου: «εν κακό το φιλιώ... πωπωωω... » («δεν είναι κακό το μωρό» σε ελεύθερη μετάφραση).

;-)

Οι Απαράδεκτοι. Στο 16:00. (από patsis, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράπης, μαύρος.

Αυτοί οι τσικλήτηρες μόνο CD και DVD μούφα ξέρουν να πουλάνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμόπουστας (ειρωνικά). Βαρύς, λαδερός, και μεσόκοπος κίναιδος, που κυκλοφορεί με ύφος σε μήντια, Κολωνάκια και πέριξ και διατυπώνει βαρύγδουπα το κόμπλεξ του.

- Δεν έχεις ταλέντο, δεν μπο'ώ να σου βάλω πα'απάνω από τ'ία… - Ίσα ρε λιγδοκώλη, που θα πεις και την γκουβέντα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας μιλήσουμε τώρα, για εκείνο το γλυκό που ακούει στο όνομα κρέμα καραμελέ. Για ένα γλυκό που προκαλεί τέρψη των οφθαλμών και δημιουργεί μια ανείπωτη ευχαρίστηση στη στοματική κοιλότητα. Μιλάμε για ένα είδος παχύρρευστου γλυκίσματος που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι καραμελωμένης ζάχαρης. Και μην ξεχνάμε, μιλάμε για κρέμα. Πράγμα που σημαίνει πως έχουν χτυπηθεί κάποια υλικά, προκειμένου να γίνει κρέμα.

Ώρα όμως για να πάρουμε πάσα στο σλανγκικό πεδίο. Πάμε περιπτώσεις;

Μιλάμε λοιπόν για:

1) Γλυκιά καυλοσυνάτη γκόμενα (παστάκια, νουαζέτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις), με πλούσιο βυζογραφικό και αρμονική ταλάντωση. Για τύπισσα με ισχυρό αιδοιομαγνητικό πεδίο, που αιχμαλωτίζει ματιές και σηκώνει κεφαλές στο πέρασμα της. Για γκόμενα που, ως λικνιζόμενη κρέμα καραμελέ, αποτελεί το πιο γαμάτο γιατρικό για όσους έχουν πτώση ζαχάρου. Αυτή έχει μερακλή ζαχαροπλάστη πατέρα. Λέμε τώρα... Βλ. σχετικά και και η κλανιά της βάλσαμο. (βλ. παρ. 1).

2) Παχύσαρκο άτομο που ζει για να χτίζει κοιλιακούς. Μιλάμε για άτομο που μοιάζει με κινούμενο ζελέ, του οποίου η παλινδρόμηση της κοιλίας του, θυμίζει το δίχως άλλο, κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 2).

3) Άτομο της γερολαίας με σώμα γαλλικό σίγμα, που τρέμει σαν κρέμα καραμελέ, όταν κινείται. Όλα σχεδόν τα μέλη του, χορεύουν πεντοζάλη. (βλ. παρ. 3).

4) Άτομο που έχει προσβληθεί από τη νόσο του πάρκινσον και δονείται σαν κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 4).

5) Πολύ λεβεντόκωλο άνθρωπο. Για τσαγιέρατου ελέους ο λόγος, που από το πολύ σπάσιμο της μέσης, επηρεάζει το στάτους των πλευρικών ανέμων και προκαλεί μεταβολή στα data του καιρικού δελτίου, δελτίου που εκφωνεί μια άλλη κρέμα καραμελέ (η Πετρούλα). (βλ. παρ. 5).

6) Για κάποια περιοχή που έχει δεχτεί ισχυρό καταστροφικό χτύπημα (όπως χτυπιούνται και καλά κάποια διακριτά υλικά προκειμένου να γίνουν κρέμα), π.χ.: βομβαρδισμός (βλ. παρ. 6).

7) Το τσουτσού σορόπ κάποιου γλυκοτσούτσουνου. (βλ. παρ. 7).

  1. - Καλά ποια είναι αυτή η σεινάμενη και λυγάμενη που βγαίνει από το γραφείο του προέδρου; - Η νέα του γραμματέας είναι. Μπουκιά και συγχώριο, ε;
    - Μμμ Η απόλυτη κρέμα καραμελέ φίλε μου. Μμμ!

  2. Έχεις δει το Γιώργη τελευταία; Κρέμα καραμελέ κατάντησε. Άσ' τα, άμα δεις πως χορεύει η κοιλιά του όταν περπατάει, θα τα παίξεις.

  3. - Είδα χθες τον κυρ Μανώλη στο δρόμο. Μιλάμε, λες και βλέπεις κινούμενη κρέμα καραμελέ. Περπατά και διαλύεται. - Ε... ενενήντα και είναι ο άνθρωπος. Πάλι καλά. Θα ζούμε εμείς στην ηλικία του;

  4. Η κυρά Μαρία έχει προσβληθεί από νόσο του πάρκινσον. Τρέμει λες κι είναι κρέμα καραμελέ.

  5. - Γιατί λένε στη δουλειά κρέμα καραμελέ τον Πέτρο; - Επειδή κουνιέται σα βάρκα σε τρικυμία και επειδή ο τύπος αρμέγει το φίδι τρεις φορές την ημέρα, προ και μετά φαγητού. Καλά τίποτα δεν έχεις καταλάβει;

  6. Γιατί το να βομβαρδίζει κάποιος είναι εύκολο. Τη στήνεις απέναντι στην Ιταλία και πατάς κουμπάκια μέχρι η άλλη χώρα να γίνει κρέμα καραμελέ.
    Δες

  7. Λόλα: Αδερφούλα μου βγάζει μια κρέμα καραμελέ το σουτζούκ λουκούμ του Κώστα. Μμμ!; Να γλείφεις τα δάχτυλα σου.

(από GATZMAN, 24/06/09)(από GATZMAN, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά αγγούρω, δηλαδή η ψηλόλιγνη σαν λελέκι, αλλά και άκαμπτη, μη ελαστική γκόμενα. Η λεβεντομούνα με την χειρότερη δυνατή έννοια. Δηλαδή δεν είναι ούτε καν σαν αγγούρι, είναι σαν τον καρπό της ξυλαγγουριάς, που είναι ακόμη πιο άκαμπτος και άνοστος. Επίσης, ο αγράμματος που θεωρείται άχρηστος άνθρωπος, κατά το «ξύλο απελέκητο». Κατά τον Ιησού, από εδώ προκύπτει το τσιτσιφλάγγουρο. Αμφιβάλλω, αλλά μην τα βάλω και με θεό, το πολύ πολύ να τα βάλω με ημίθεο, αλλά μέχρι εκεί.

- Πώς σου φαίνεται το Ριτάκι; Καλή λεβεντομούνα δεν είναι;
- Τι λεβεντομούνα καημένε! Αυτή είναι ξυλαγγούρω! Ξύπνα! Που μου διαβάσατε όλοι τα μουνολήμματα του Βράστα και το παίζετε και καμπόσοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκεύος που γνωρίζει εδώ και αιώνες μεγάλες πιένες στην Αγγλία και, βέβαια, τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτό. Διαβάστε και φρίξτε ανενόχλητα...

Ένα από τα προ πολλού κατατεθέντα σήματα των απανταχού [fill in the blank - τουλάχιστον 400 σωστές απαντήσεις υπάρχουν] είναι η κλασική πλέον θηλυπρεπής στάση του σώματος, η οποία συνίσταται στα εξής:

  • ρίξιμο του βάρους στο ένα πόδι με αντίστοιχο τούρλωμα το ενός κωλομερίου,
  • το ένα χέρι στη μέση, με παραλλαγή βαθμού πουστότητας την κατεύθυνση των 4 δαχτύλων - αν είναι προς τα μπρος, κάτι σώζεται, αν είναι προς τα πίσω, άστα να παν...
  • το άλλο χέρι λυγισμένο στον αγκώνα με περιεχόμενη γωνία μέχρι 20 μοίρες και λύγισμα του καρπού προς την εξωτερική πλευρά με περιεχόμενη γωνία 90 μοιρών.*

Το σύνολο, ειδικά όπως φαίνεται από τα πλάγια, θυμίζει έντονα τσαγιέρα (το πιάσατε τώρα το υπονοούμενο;) με τον κορμό να είναι το σκεύος αυτό καθ' αυτό, το ένα χέρι να παίζει το ρόλο του χερουλιού και το άλλο αυτόν του στομίου. Το πεταχτό κωλομέρι είναι μπόνους.

Επαναφορά στην Γηραιά Αλβιόνα. Στατιστικές λένε ότι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ομοφυλόφιλων, το οποίο ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό ή και τον παγκόσμιο μέσο όρο, κατά το κοινώς λεγόμενον την τρίζουν την όπισθεν το κατιτίς παραπάνω. Και πίνουν πολύ τσάι. Κάθε μέρα. Την ίδια ώρα. Τσαγιέρα... πουστηρλίκι... tea time... το πιάσαμε; Ετς.


  • Δέον να σημειωθεί ότι η κατά 90 μοίρες περιφορά του πήχη γύρω από τον διαμήκη άξονά του, με παράλληλη διατήρηση της άνωθεν περιγραφείσας περιεχομένης γωνίας του καρπού στις 90 μοίρες, οδηγεί σε γνωστή παραλλαγή της τσαγιέρας, εξίσου δηλωτική των σεξουαλικών προτιμήσεων του ιδιοκτήτη του καρπού.

- Ρε συ, τι έχει ο Νώντας και κάθεται έτσι; Πιασμένος είναι;
- Α, καλά... Τι πιασμένος ρε μαλάκα; Δεν τον βλέπεις που είναι σαν τσαγιέρα; Δεν τα 'παμε ότι ο Νώντας πήρε μεταγραφή και τώρα παίζει με άλλη ομάδα;
- Δηλαδή...
- Τον βοσκάει τον Κένταυρο ρε παιδί μου, πώς να σ' το πω;
- Ποιον Κένταυρο;
- Ρε, το φινιστρίνι... το γυαλίζει λέμε!
- ...
- Τρώει κρέας...;
- Εντάξει, κι εγώ πού και πού - τι πα να πει αυτό;
- Γαμιέται ρε μαλάκα, γαμιέται. Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σώμας, ο σφίχτης, η κορμάρα, το Κ.Δ.Ο.Α. Αλλά και το τελείως αντίθετο, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ακόμα πιο ειρωνικά.

Ανύπαρκτη λέξη, αρχαιοπρεπίζουσα ώστε να υποδηλώνει... τα ιδεώδη της κλασικής ομορφιάς.

  1. - Και κει που καθόμασταν τα δυο μας στην ερημική παραλία, σκάει μύτη ένας κορμαρίων που λες, με τους κοιλιακούς φέτες, και της πετάχτηκαν τα μάτια έξω της Αγγελικούλας ένα πράμα... - Και τι έκανε μόνος του εκεί πέρα;
    - Φίλος της ήτανε και την είδε από μακρυά και ήρθε να την χαιρετήσει...

  2. - Πώς με βλέπεις, αδυνάτισα λίγο;
    - Τι να σου πω, κορμαρίων σκέτος...

(από salina, 22/05/13)

βλ. και κορμοράνος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη τέλειος άντρας μη σωστός, ο μη πρόστυχος και μη γοητευτικός...! Ο άντρας με την καδένα την χρυσή στον λαιμό, τα ανοιχτά πουκαμισάκια απ' όπου ξεπηδούν οι τρίχες και το παπούτσι το αθλητικό από κάτω. Το μαλλί συνήθως κάνει ένα ελαφρύ σπάσιμο. Το πιο ντεκαυλέ όμως είναι το τσιγάρο πάνω από τα αυτί που συνήθως ξεχνάει για μόστρα εκεί όλη την μέρα μέχρι να φτάσει σπίτι του όπου και θα το καταλάβει όταν αλλάξει πλευρό στο κρεβάτι!

Και μιας και είπα κρεβάτι εννοείται ότι είναι ο τύπος που λέει και λέει πολλά για το άθλημα αλλά όταν έρχεται η ώρα -αφού βρίσει και εκθειάσει το μόριό του μέχρι αηδίας μπροστά στο θύμα του-με την μία φορά τον έχεις αποτελειώσει, γυρίζει πλευρό και ροχαλίζει. Συνηθισμένες εκφράσεις: ναι τώρα, τι λες τώρα ρε, νταξ τώρα, χαλαρά, τα πάντα όλα (μέχρι αηδίας), ή όλα ή τίποτα, τζετ σετ, ρε μωρό, έτσι ρε, να πούμε, τι να λέμε τώρα, που ξαφανίστηκες, κλπ. Το καλύτερο πράγμα που θα τον βρεις να κάνει είναι να παίζει τάβλι (νταξ τώρ αυτό δεν ναι κακό!) και να κάνει γεώτρηση στο αυτί με το μακρύ του νύχι.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες ίσως μας καλύπτει και ο όρος μπουζουκογκόμενα εν μέρει. Ίσως οι λαϊκάτζες γυναίκες μιλούν σα νταλικέρηδες και ντύνονται λαϊκά - όχι απλά πρόστυχα. Απαραιτήτως έχουν ξεχάσει να βάψουν ένα νύχι ή κάτι είναι χαλασμένο πάνω τους. Μιλούν υβριστικά και χυδαία ενώ στο σεξ αφού τελειώσεις ψάχνεις να βρεις με τι ακριβώς έχεις σουμουνιαστεί (εκ των ΣΜΝ). Αγαπημένη περιοχή και των δύο το Μπουρνάζι (χωρίς να έχω κάτι με την περιοχή) ενώ όταν αποκτούν χρήματα αυτομάτως έχουν διαλέξει το αμάξι που τους ταιριάζει: μερσεντέ να ναι κι ό,τι να ναι!

Πολλές φορές το χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε την πρώην του νυν μας.

Αγαπημένο συνώνυμο: ο λαϊκός ο τύπος, λαϊκογάμητος.

Αντωνυμία: κουλτουριάρης, κουλτουριάρα.

-Τι; Πώς είναι πες μου;

-Εεεεε, φοράει αυτή την καδένα και το ασημένιο το ρολόι του παππού μου, ξύνει και το αυτί του, καταλαβαίνεις...

-Και στο κρεβάτι; Καλός;

-Ναι, όταν δεν αναρωτιέται τι του κάνει η μάνα του και δεν στάζει σα θερμοσίφωνας από τα πρώτα πέντε λεπτά..!

-Κατάλαβαααα, σε λαϊκάτζα πέσαμε..!

-Ο λαϊκός ο τύπος με όλη τη σημασία της λέξεως!

(από amelie, 19/06/09)Έχει και κόκκινο λέμετε. (από Galadriel, 21/06/09)

Βλ. και «λαϊκός», ο, λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified