Συνώνυμο του καυλοράπανο, του καυλοράπανο, το και του καβλοράπανο. Γράφεται και «γκαβλοράπανο».
-Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!
Συνώνυμο του καυλοράπανο, του καυλοράπανο, το και του καβλοράπανο. Γράφεται και «γκαβλοράπανο».
-Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.
Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».
Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.
- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ροφός είναι γνωστό και εύγευστο ψάρι, και μάλιστα ακριβό. Το σώμα του είναι χοντρό και το κεφάλι του ιδιαίτερα ευμέγεθες. Μεταφορικά, ροφοί αποκαλούνται οι παχείς και εύσωμοι άνθρωποι, με πολλά περιττά κιλά.
- Ρε μαλάκα, αυτή η χοντρή δεν είναι η γειτόνισσά σου, εκείνη από την Τήνο;
- Ω ρε πούστη μου, αυτή είναι... Πάμε από εκεί, για να μην την τρακάρω, θα μου ζαλίσει τ' αρχίδια.
- Μην είσαι μαλάκας, η κοπέλα σε γουστάρει και έχει και δύο ξενοδοχειάκια στο νησί...
- Να τα χαίρεται! Δε βλέπεις ρε ότι η γκόμενα είναι σαν ροφός;
- Όλα δικά σου τα θες ρε... Αμάν!
Got a better definition? Add it!
Η κωλοσχισμή, επειδή χωρίζει στα δύο τους γλουτούς, όπως η χωρίστρα την κόμμωση.
-Μάνα μου η χωρίστρα σου!
Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χαράδρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το τατουάζ που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο μέρος του σώματος, λ.χ. ολόκληρη την πλάτη.
- Αυτό δεν είναι ξεκωλόσημο, αυτό είναι ταπετσαρία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.
Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;
άλλο..
- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!
Βλ. και σιδεράδικο
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.
- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Ο γέρος και η γριά που μοιάζουν με τα πατημένα σταφύλια, από τα οποία βγαίνει ο μούστος.
Σήμερα μεγάλος αριθμός τέτοιων γερόντων αποφεύγουν να καταντήσουν μουστόγεροι κάνοντας χρήση μπότοξ.
Είδες ο μουστόγερος μάπα που έφτιαξε; Το τσίτωσε το μάγουλο και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, ραμολί, το, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.
-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παντελόνι που έχεις αφήσει ξεκούμπωτο, συνήθως από βιασύνη.
Και καλά όταν είσαι μόνος ... όταν είσαι όμως με παρέα ... κάποιος, λοιπόν, από την παρέα αναλαμβάνει να σου χτυπήσει το καμπανάκι αναφερόμενος στα μαγαζιά σου που ξέχασες να κλείσεις.
Ο Πάνος πάει προς νερού του και επιστρέφει στην παρέα τινάζοντας τα χέρια του. Όλων τα μάτια καρφώνονται στα κουμπιά του παντελονιού του που έχει ξεχάσει να κουμπώσει και φαίνεται το χρώμα από το εσώρουχο. Ο κολλητός του τότε του λέει: «Φίλε, δεν πήρες χαμπάρι οτι η ώρα πέρασε και τα μαγαζιά έχουν κλείσει; Τα δικά σου διανυκτερεύουν;»
Got a better definition? Add it!