Selected tags

Further tags

αζνάρωτος. (Στα Λημνιά) Αζωνάρωτος, ο χωρίς ζώνη, αλλά και αυτός που βγήκαν τα πουκάμισά του απ’ το παντελόνι του, ο αμπλαούμπλας, ο κουζουλός, ο άγριος.

Και αξεζνάρωτος.

*Ήρτε αξεζνάρωτος για καυγά = Δηλ. με λυμένο το ζωνάρι για καυγά, έτοιμος.

*Αζνάρωτ’ και αβράκωτ’ = Δηλ. χωρίς προίκα.

*Αζνάρωτος Φακιώταρος = Αγροίκος τσοπάνης από την περιοχή Φακός.

*Αζνάρωτος Πορπόργιανος = Άγριος Πουρπουλιανός.

*Σαν αζνάρωτος γαμπρός = Καυλωμένος.

Ήρτε προυινιάτκα αζνάρωτος κι καυλωμένος για τζουμχούρ.

«Αζνάρωτ’ η βρακούδα σ’
στο μεγ’ντάν’ η μπεγλεμπούδα σ’
τα κδουνέλια πέρα δώθε
κι όσο σ’ερτ η γιόροξ μπώθε».

«Γαμπρός μας αξεζνάρωτος
και αξεβρακωτένιος
ο κώλος τ’ έναι μαλλιαρός
κι ο πούτσος του μπρουτζένιος».

(από Τσακ εις την μέσην, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνηθέστερη απάντηση που λαμβάνει κάποια κοπέλα, της οποίας της προξενεύουν ένα - κάτω του μετρίου εμφανισιακά - παλικάρι, στην ερώτησή της: «Είναι ωραίος;»

Γενικά, όταν ακούτε αυτή την απάντηση, ο τύπος επιεικώς δε βλέπεται. Σπανίως χρησιμοποιείται για να καλύψει άλλα κουσούρια -- χαμηλή ευφυΐα, ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο κ.α.

Προφέρεται με τραβηγμένο το «κα-» στο «καλό» και το «δι» στο παιδί, ενώ ταυτόχρονα συνοδεύεται με κίνηση του χεριού που ξεκινάει από το ύψος της μύτης του ομιλητή/ προξενήτρας και ακολουθεί πορεία προς την πλευρά του αυτού χεριού με χαμήλωμα λίγων εκατοστών και την παλάμη στραμμένη πλάγια.

Παράδειγμα φανταστικό:
Λίλιαν: - Θέλω κάποια στιγμή να βγούμε, να σου γνωρίσω τον φίλο μου τον Θρασύβουλα.
Λάουρα: - Είναι ωραίος;
Λίλιαν: - Είναι κααααλό παιδίίί!
Λάουρα: - Α, κατάλαβα, μπάζο...

Παράδειγμα ιντερνετικό:
Η συγκεκριμένη φράση έχει ταυτιστεί με την έμμεση απόρριψη προς ένα υποψήφιο φλερτ ή μια σχέση. Θυμάμαι μάλιστα πως το σχόλιο που δεν ήθελα με τίποτε να ακούσω από τις φίλες μου για κάποιο δικό μου φλερτ ήταν πως αυτός φαινόταν «πολύ καλό παιδί». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός καράφλας με επιρροές από τα διάσημα πατατάκια Ruffles! (Ομοίως βλ. και ράφλερ.)

Κοιτάχτε έναν ράφλα που κάνει και Windsurfing!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντή και χτικιάρα γκόμενα.

Ποια, η Γωγώ; Απολειφάδι, σαν παντελόνι που έχει μπει στο πλύσιμο. Θα τον παίξω καλύτερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που απαντάται κυρίως στη Β. Ελλάδα και χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες μπαμπάτσικες, νταρντάνες καλοθρεμμένες, εύσωμες, ψηλές και δυνατές.

Στα παλιά τα χρόνια, μια μπαμπατζάνα γυναίκα, εύρωστη για τα δεδομένα της φτώχειας, θεωρούνταν ιδανική σύντροφος τόσο για τεκνοποίηση, όσο και για δουλειές «για τα χωράφια» και την κτηνοτροφία που απαιτούσαν φυσική αντοχή και δύναμη.

  1. Μια μπαμπατζάνα γναίκα θέλου να βόσκ' κι τα γιλάδια, όχι σα τς χτικιάρες που μπλιεκς συ...Αχαααα πρρρρρ...

  2. ...ελπιζω ο τζακ να εχει μια καλη δικαιολογια για οτι κανει... γιατι απο τοτε που ειδε την ξανθια την προστυχη την μπαμπατζανα γυναικα οτι θελει τον κανει... (εδώ)

  3. Νταρντανα γυναικα ή αλλιως μπαμπάτσκια ή οπως λενε στις Σερρες μπαμπατζάνα γυναίκα.
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λατσός < lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί και του τεκνό, σημαίνει το όμορφο τεκνό στα καλιαρντά, cet objet λουτσί du désir.

Μα ο Ρουβας!Απ'αυτον δεν αρχισε η κουβεντα;;;
Ενα φιλοδοξο αμορφωτο λατσοτεκνο ητανε απο τη Κερκυρα που επαιζε(ποικιλοτροπως) με τους μανατζεραιους και τον κρατησανε στα πραγματα 18 χρονια-και το παινευεται κιολας..ουσιαστικα ομως η ολη ιστορια που λεγεται «Ρουβας» ειναι: 70% μανατζεραιοι, P.R. και media τζερτζελεδες, 25% εμφανιση κοιλιακοι κουνηματα, και 5% φωνη...
(pisoglendis-pisoglendis.blogspot.com).

Το τέκνο της Μαριάννας Λάτση είναι κυριολεκτικά λατσότεκνο. (από Khan, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Δοκίμως, αποτελεί αλιευτικό δίχτυ πάρα πολύ πυκνό και κατάλληλο για το ψάρεμα μικρών ψαρακίων, όπως οι αθερίνες. Η λέξη είναι σπάνια και δεν υπάρχει σε Μπάμπη και Τριαντάφυλλο. Συνήθως τίθεται στον πληθυντικό: αθερινόδιχτα.

Μεταφορικώς, έχει διάφορες σημασίες. Η πιο ενδιαφέρουσα είναι ότι χρησιμοποιείται ειρωνικώς για να αποδώσει το αγγλικό Fishnet, δηλαδή είτε το λεγόμενο καλσόν- δίχτυ, είτε το εσώρουχο με μορφή διχτυού που φοριέται φετιχιστικώς όχι μόνο στα πόδια, αλλά σε όλο το σώμα και αναδεικνύει τις καμπύλες, τα τουμπανόβυζα και τους μυικούς όγκους, προσφέροντας μια κατιτίς παραπάνω κίνκι αίσθηση. Στα δίχτυα του πιάνονται όχι μόνο αθερίνες, αλλά και λούτσοι. Ασφαλώς, η ονομασία του ως αθερινόδιχτου έχει σκοπό να καταρρακώσει την όποια καλλιέργεια σεχουαλικής ατμόσφαιρας. Η Βικούλα παρατηρεί ότι το Fishnet στα πόδια και τα χέρια είναι ίδιον και goth και punk μόδας.

Επίσης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος μεταφορικώς προσπαθεί να πιάσει τα μικρά ψάρια, ενώ αφήνει τα μεγάλα ψάρια να ξεφύγουν. Δηλαδή σε περιπτώσεις μηντιακού ή δικαστικού ή κρατικού τουκανισμού, όπου όλη η προσοχή πέφτει λ.χ. σε πλημμεληματάκια, ή στον πολύ κόσμο που μικροπαραβατεί ενώ σημεία και τέρατα γίνονται ατιμώρητα. Τότε λέμε ότι ο τάδε λ.χ. εισαγγελέας ή εφοριακός κ.τ.ό. «βγήκε για ψάρεμα με το αθερινόδιχτο». Δημοσιογράφοι με αθερινόδιχτο είναι και οι διάφοροι δημοσιοκάφροι που συνειδητά δεν ψαρεύουν μόνο σελεμπριτόνια, αλλά και μικρούς ήρωες της καθημερινότητας, λ.χ. σε κάτι ρεπορτάζ του Σταρ, όπου οργώνουν τις παραλίες για να πάρουν συνεντεύξεις από σέξι ανώνυμες λουόμενες, παγκοσμίου φήμης άγνωστους εξαπάκετους και διερχόμενους λουοδύτες. Οι υπερήφανοι συνεντευξιαζόμενοι παρομοιάζονται τότε με αθερίνες, ως μικρά ψάρια- βορά τ. κρέας για κανόνια του δημοσιοκάφρου.

Επίσης, σε εκφράσεις τ. «αθερινόδιχτα μπαλώνουμε;» κατά το μπρίκια κολλάμε; των μπρικολάκων ή στέλνω κάποιον να μπαλώσει αθερινόδιχτα κατά το στέλνω για τσιγάρα. Το τελευταίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αθλητικό βρις-οφ εναντίον οπαδών του Ολυμπιακού- γαύρων.

@ Γερμανός μεταφραστής: Δυσαλίευτα τα ευρήματα στο αθερινόδιχτο του γούγλη, οπότε η έκφραση είναι σπάνια.

  1. α. Η Τζέσικα με υποδέχτηκε φορώντας μόνο ένα αθερινόδιχτο που τόνιζε τα τουμπανόβυζά της. Έμεινα μαλάκας να παρατηρώ πώς οι ρώγες- κάγκελο ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δίχτυα.

β. - Μωρό μου τι το φόρεσες το αθερινόδιχτο; Θέατρο πάμε...

γ. mporei na foroyse atherinodixto h typhsa...tote allazei....;) (Εδώ διαδικτυακό εύρημα αμφίβολο).

δ. ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΛΕΡΕΖΕΣ ΑΦΟΡΕΤΕΣ, ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΣΑΝ ΑΘΕΡΙΝΟΔΙΧΤΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΡΟ ΒΕΒΑΙΑ, ΑΝ ΕΙΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ME EΛΑΦΡΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΝΑ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΚΑΙ ΣΑ ΦΟΡΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΚΑΛΣΟΝ) ΤΟ ΒΡΑΔΥ. (Εδώ επίσης).

  1. Το αθερινόδιχτο του ρεπόρτερ (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι θεωρούν τις διαφορές μεταξύ πορνογραφίας και ερωτικής λογοτεχνίας θολοκουλτουριάρικες δηθενιές ανάξιες καταγραφής σε περιοχές που πιάνει το μελάνι. Σαν αδιάσειστο τεκμήριο επικαλούνται την ακούσια αιμάτωση και την αύξηση της σχετικής υγρασίας σ’ αυτές ακριβώς τις περιοχές αναγνωστών κι αναγνωστριών.

Με σλόγκαν «μ’ ένα Άρλεκιν ..ξεχνιέσαι» τα γυναικεία / αισθηματικά μυθιστορήματα της ομώνυμης σειράς καλύπτουν (απ’ το ’49 στον Καναδά, απ’ το ’79 στην ψωροκώσταινα) τις ... λογοτεχνικές ανάγκες πλείστων όσων γυναικών κάθε ηλικίας και τάξης που τη βρίσκουν με ρομάντζα και καυτά ερωτικά πάθη σε ντεκόρ εξωτικά ή και κοσμοπολίτικα κάθε άλλο παρά ιφκινθιακά.

Με ευφάνταστους τίτλους στυλάκι «Απαγορευμένη Έλξη» και τον αξέχαστο σε μια παρέα «Βαθιά στην κοιλάδα, ψηλά στο βουνό», κάργα με αφόρητα κλισέ του τύπου «..προτού προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, εκείνος την τράβηξε κοντά του και ανασήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του. Και για μια στιγμή που κράτησε αιώνες, η Ρόουζ ξέχασε τα πάντα, συγκλονισμένη από το άγγιγμά του..» οδήγησαν πολλές στον εθισμό με τον ακαταμάχητο ...Αρλεκίνο.

Που έχει τετράγωνο θεληματικό πηγούνι, αδρά χαρακτηριστικά, δυνατά και γραμμωμένα μπράτσα, κοιλιακούς σκακιέρα, στήθος μάρμαρο, λαίμαργα χείλη, αρχαιοελληνική μύτη, αετίσιο βλέμμα, ατσάλινη θέληση, τόλμη και γοητεία, περηφάνια και προκατάληψη, καυτό μόριο αλλά υπομονή και τρυφερότητα στο ξεπαρθένιασμα, είναι ψηλός, ματσό, συχνότατα γόνος κι αγνοεί το καραφλάζ και τις καπότες (πού να του χωρέσουν άλλωστε;).

Ηθικός αυτουργός του «δεν υπάρχεις» και του «δεν υπάρχουν άντρες πια»; Εξωπραγματικών προσδοκιών οπότε και κερατωμάτων, καταθλίψεων και διαζυγίων ή απλή φαντασίωση που υποβοηθά ενίοτε σε μη προσποιητούς συζυγικούς οργασμούς;

Ο όρος έπαιξε αρκετά μεταξύ γυναικών, κυρίως στα 80ζ, άλλοτε υποτιμητικά και κοροϊδευτικά, άλλοτε συνωμοτικά όπως κι άλλοι παρόμοιας ετυμολογίας όπως ο Νόρος από τα παρεμφερή Βίπερ Νόρα.


Αφιερωμένο στον alexismpolis για την εδώ εξέλιξη του όρου.

Το πρόβλημα δεν είναι η θεματολογία του γιατί ακόμη και στο αυστηρά προκαθορισμένο πλαίσιο που κινούνται τα βιβλία που κρύβουν βαθιά μέσα στις σελίδες τους ένα ’’Αρλεκίνο’’ μπορεί κάποιος να βρει κάτι καλό. Το θέμα είναι ότι όλα τα βιβλία του είδους γράφονται από γυναίκες και απευθύνονται σε γυναίκες με τρόπο κάθετο που δεν αφήνουν την παραμικρή ελπίδα σε άντρα, πιθανό αναγνώστη, να τους ρίξει μια ματιά παραπάνω.

(Απ’ το δίχτυ)

...σχεδόν βάναυσα... (από jesus, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος βάτραχος. Ο όρος χρησιμοποιείται στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και τη Λευκάδα και μεταφορικά χαρακτηρίζει τον χοντρό άνθρωπο.

- Καλά μωρή, τνείδες τμΠαπαρίζ στου μαντγουόκ;
- Σα μσάκα έγινι αυτή η κουπέλα.
- Κρίμα.

(από johny b, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified