Selected tags

Further tags

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Got a better definition? Add it!

Published

Αγορίστικο, α λα γκαρσόν. Λέγεται μόνο για το μαλλί της γυναίκας, όταν είναι κοντοκουρεμένο και θυμίζει αγόρι. Δεν είναι λεσβέ, είναι κούρεμα πιο ανάλαφρο, λιγότερο αυστηρό και δεν αποτελεί σήμα κατατεθέν σεξουαλικής προτίμησης.

Η κατάληξη κάνει τη λέξη πιο μοδάτη από την απλή «αγορίστικο» ή την παλιά «α λα γκαρσόν».

  1. Έχετε δει την Σίσσυ Χρηστίδου με αγορέ μαλλιά; Όχι... Δεν χάνετε και τίποτα...

  2. καλησπέρα! θα ήθελα να μάθω εάν γίνεται να κόψω αγορέ τα σγουρά μαλλιά μου, αν θα δείχνουν ωραία και αν θα στρώνουν καλά, ευχαριστώ εκ των προτέρων!

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκική περιγραφή των γυναικών την ώρα που χορεύουν. Αναφέρεται κυρίως σε χορούς που σπάνε τη μέση, όπως το τσιφτετέλι.

- Κούνα το να σε δούμε ρε παιδί μου! Κορμάκια να σπάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευπρεπίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, δηλαδή, αλλάζω στυλ ντυσίματος, κόβω μαλλιά, σκουλαρίκια, τατουάζ, ναρκωτικά, βρίσκω δουλίτσα, κυριλάτη γκόμενα κλπ, με απώτερο σκοπό τον συμβιβασμό μου με τις επιβολές των εκάστοτε κοινωνικών προτύπων και την ένταξή μου στην κοινωνία.

Μια πολύ συνηθισμένη, αλλά και υποτιμητική έκφραση (μπαμπαδισμός) που χρησιμοποιείται, συνήθως, από μεγαλύτερους σε ηλικία εκπροσώπους της μικροαστικής μιζέριας και λοιπούς δεξιόφρονες με τη μορφή παρότρυνσης. Αρκετά συχνά, συνοδεύεται από προστακτική, με αποτέλεσμα να προκαλεί τον εκνευρισμό και τις αντιδράσεις του συνομιλητή.

Εδώ σημειώνεται ότι ο όρος αφορά μόνο και μόνο την εξωτερική εμφάνιση, αγνοώντας εντελώς οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό, αφού, κατά τα μικροαστικά πρότυπα, αυτή έχει σημασία, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι «η πρώτη εντύπωση μετράει». Συνεπώς, μπορεί κάποιος να παραμείνει ρεμάλι και αφότου γίνει άνθρωπος.

Αυτή η έκφραση θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στον κατάλογο με τις ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας.

  1. Από τα 26 μαθήματα κατέβηκα στα 19 (και ελπίζω να πάω στα 17) και μένει ακόμα πρακτική και πτυχιακή... έχω μέλλον ακόμα! :cry:
    Αλλά τουλάχιστον στρώθηκα στο διάβασμα και γίνομαι άνθρωπος! (από εδώ)

  2. Σαν βγεις στον πηγαιμό για να γίνεις άνθρωπος σωστός, ένας από τους «αυτούς» δηλαδή, βαρετός και ανά πάσα στιγμή προβλέψιμος, θα περάσεις αναγκαστικά από τα τρία διαδοχικά στάδια της κοινωνικής χρυσαλίδας: πρώτα μαθητής - πιεσμένος, καταπιεσμένος, πεπεισμένος πως όλα θα πάνε καλά, αγχωμένος για μαλακίες και με μόνο ορίζοντα την επιτυχία σου στον εφιάλτη των πανελληνίων (από εδώ)

  3. Τότε του είπα ότι εγώ μπορώ να γίνω σαν εσένα, αλλά εσύ δεν μπορείς να γίνεις σαν εμένα. Με κοίταξε περιφρονητικά: «Δεν μπορείς να γίνεις άνθρωπος» του είπα (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που ανδροφέρνει, η πολύ νταρντάνα, ενώ συγχρόνως προσπαθεί να διατηρεί την θηλυκότητα της.

Η Κέλλυ Κελεκίδου.

%

Διαχωρίζουμε την θέση μας, μια χαρά κοπέλα η Κέλλυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

New moon - νιου μουν: Έτσι ονομάζεται κάθε άντρας (συνήθως νεαρής ηλικίας), που μαγνητίζει τα βλέμματα των γυναικών με την εκθαμβωτική ομορφιά του.

Ένας άντρας για να θεωρηθεί νιού μουν πρέπει να τηρεί κάποιες προϋποθέσεις, όπως π.χ. να έχει τέλειο σώμα, καλοσχηματισμένους κοιλιακούς, να ντύνεται ωραία και να έχει δικό του προσωπικό στυλ. Επίσης, σπουδαίο ρόλο παίζει το να έχει ωραίο πισινό.

Το νιού μουν έρχεται πρώτο στην κατηγορία σέξι ανδρών. Συγκεκριμένα, υπάρχει το μουν (που είναι ο μέσος άνδρας), το νιού μουν και το φουλ μουν (που είναι το απόλυτο αρσενικό καθώς σπάνια συναντάται στη καθημερινή ζωή).

O χαρακτηρισμός των ανδρών ως νιού μουν είναι εμπνευσμένος από την ταινία Twilight και συγκεκριμένα από τον Jacob Black (Taylor Lautner) που θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή new νιού μούν-αρος από συγκεκριμένη ομάδα γυναικών.

- Χτες πέρασε ένα new moon από δίπλα μου.

- Είδα τον Κώστα μετά από πολύ καιρό και ομολογώ πως έχει γίνει new moon.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified