Selected tags

Further tags

Ο χοντρός, από το ομώνυμο προϊόν.

Θα έρθει και ο ζβαν μαζί σου;

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος, μεταξύ άλλων, του TikTok, είναι η μόδα που εμπνέεται από το μπαλέτο.

Η ταινία του Λάνθιμου έχει balletcore στοιχεία.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.

Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Το καυτό τζιν σορτσάκι, το jean shorts.

Έβαλε ένα τζορτς που το μισό κωλομάγουλο ήταν απ'έξω. Κώλαση.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.

Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.

Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.

Got a better definition? Add it!

Published

1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.

Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)

2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.

Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).

3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.

Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αγορέ σβάκι, από το γαλλικό femme garçon, που είναι στα γαλλικά το αντίστοιχο του αγγλικού τομ μπόι.

Είμαι φαμ ο γκαρσόν, ένα κορίτσι που μοιάζει να νιώθει λίγο σαν αγόρι και αγαπάει κάποια κορίτσια. Θαυμάζει κάποια κορίτσια, που είναι τελικά κορίτσια, η δασκάλα μου θα συμφωνούσε. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 183).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σφίχτης body-builder που έχει γυμνασμένους κοιλιακούς τύπου εξαπάκετο στο οποίο με λίγη φαντασία μπορεί κάποιος να παίξει τρίλιζα.

Τον γκόμενο τον τριλιζάτο που η γυμναστική είναι απλά χόμπι και όχι η κύρια δουλειά του τον αποφεύγω γιατί θα σου βγάλει πρόβλημα. (Από βιντεάκι στο Tik Tok).

Got a better definition? Add it!

Published

Το ορθογώνιο κομμάτι από το τριχωτό του εφηβαίου που αφήνουν ορισμένες γυναίκες, ενώ έχουν αποτριχώσει το υπόλοιπο άκα διάδρομος προσγείωσης.

Δεν είχε κάνει πλήρη αποτρίχωση, διατηρούσε ένα τριμαρισμένο μουστάκι του Χίτλερ.

Got a better definition? Add it!

Published