Η καυλιάρα γυναίκα, το τουμπανάκι, αλλά λίγο ψηλότερη από το καυλοράπανο.
- Πώωωω πω!!!Τι καυλοτσέκουρο είσαι εσύ μωρό μου;;;; Να σε βάλω κάτω να σου ρουφήξω τη μελίγκρα, να σε σφάξω στο γόνυ σου λέω....
Η καυλιάρα γυναίκα, το τουμπανάκι, αλλά λίγο ψηλότερη από το καυλοράπανο.
- Πώωωω πω!!!Τι καυλοτσέκουρο είσαι εσύ μωρό μου;;;; Να σε βάλω κάτω να σου ρουφήξω τη μελίγκρα, να σε σφάξω στο γόνυ σου λέω....
Got a better definition? Add it!
Ο τερατώδης μαύρος body builder, που η εμφάνισή του παραπέμπει στον πασίγνωστο Arnold, κυβερνήτη της California.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει αιθέρια ύπαρξη, με περίσσια κάλλη που συνήθως προσδίδει εμπειρία στον σεξουαλικό τομέα.
Αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται στην γυναίκα (όπως αναφέρει και το Βικιλεξικό: θαυμαστική προσφώνηση προς όμορφη γυναίκα) οι αναφορές στον άντρα είναι τόσες που τείνουν τελικά να υπερισχύσουν.
Μπορεί να συναντηθεί με το υποκοριστικό «μαναράκι» που φανερώνει μια πιο ανάλαφρη κατάσταση και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, ενώ κλασικό είναι και το υπερθετικό «μανάρα» (κάτι που φέρνει εύκολα στο νου μας τα γνωστά λάγνα κόμικς του ομώνυμου καλλιτέχνη), όπου τα «α» δύναται να είναι παρατεταμένα (πχ: μααανάαααρααα).
Επίσης μπορεί να συναντηθεί ως μια απλή προσφώνηση δημιουργώντας μια αρκετά οικεία ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά περιπαίζοντας τον λήπτη του λήμματος.
Πρόκειται για λέξη που διαδόθηκε ευρέως τις δεκαετίες των '80 και '90 κυρίως μέσω βιντεοταινιών (VHS). Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.
- Σ' αρέσω με το καινούριο μου μίνι;
- Μανάρι μου! είσαι και πολύ παιδί!
- Ντρέπομαι! Ντρέπομαι! Ντρέπομαι!
- Ησύχασε μανάρι μου, μη κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε καλά!
- Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ πια να την κοιτώ στα μάτια!
- Ε, να την κοιτάς στο στόμα!
- Όπα! Μάγκες, έπεσε ο γενικός! Δε βλέπω τη μύτη μου!
- Ok! Ok! Χαλαρώστε, έπιασα το κερί!
- Αυτό που έπιασες μανάρι μου γλυκό δεν είναι το κερί...
Got a better definition? Add it!
Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.
Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.
Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.
Got a better definition? Add it!
Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.
Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.
Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.
Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.
Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.
Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.
Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν
Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.
Got a better definition? Add it!
Published
Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά
ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά
στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.
Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.
2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»
2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.
3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα από τα εργαλεία των απανταχού τσαγκάρηδων που, λόγω της μορφής του, λέγεται και υποτιμητικά κι απαξιωτικά για κοντοστούπηδες κεφάλες.
- Γιαδέ μαλάκα μου, τον κατσαμπρόκο που μας το παίζει και Malone! Χάλασ' ο κόσμος, χάλασε!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος /-α που έχει γεμίσει με πολλές τρύπες.
Μερικές υποπεριπτώσεις:
Κάποιος που έχει φάει πάρα πολλές σφαίρες. Λέγεται σαν γκανγκστερική απειλή: «Θα σε κάνω σουρωτήρι». Σε μη πραγματικές συνθήκες χρησιμοποιείται και από gamers. Βλ. και θα σε γεμίσω κουμπότρυπες, ράβω.
Κάποιος που έχει κάνει πολλά piercing. Υπάρχει και η έκφραση γκόμενα- σουρωτήρι.
Στα ομαδικά αθλήματα (ιδίως ποδόσφαιρο και μπάσκετ) μια διάτρητη άμυνα ή το τέρμα του τερματοφύλακα, ή συνεκδοχικώς, ο τερματοφύλακας.
Παρ' όλο που δεν στέκει ακριβώς (πολλές τρύπες), σουρωτήρι χαρακτηρίζεται ενίοτε και ο πολυγαμημένος κώλος, ιδίως σε υβριστικές απειλές τ. «θα σου κάνω τον κώλο σουρωτήρι».
Θεσμοί, διαδικασίες που είναι διάτρητοι ως μη έδει. Λ.χ. νομοθεσία, σύνορα, σφράγιση θεμάτων σε εξετάσεις κ.τ.ό.
Ίσως το καταλάβουν μόνο αν τους απειλείσεις ότι θα τους κάνεις σουρωτήρι έτσι και ξαναπεράσουν τα σύνορα παράνομα (εδώ)
δυστηχως δεν με συγκινει καθολου η ιδεα πλεον να κρυβομαι πισω απο αντικειμενα προκειμενου να φαω καποιον αθορυβα, προτιμω να ερχομαι face 2 face και να τον κανω σουρωτηρι αδιαφορωντας αν θα χτυπησει συναγερμος (εδώ)
Γυναίκα- σουρωτήρι: Η Elaine Davidson μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες γιατί έχει επάνω της 6.005 σκουλαρίκια από τα οποία τα 1500 είναι βαλμένα σε εσωτερικές κοιλότητες!
(εδώ).
Το αποτέλεσμα είναι οτι από το 70' και μετά παρουσιάσαμε μια μεσαία γραμμή Ελβετικό τυρί και μια άμυνα σουρωτήρι που έμπαζαν από παντού (εδώ).
ΟΣΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΚΑΥΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΣΟ ΤΑ ΠΕΡΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ (εδώ)
Ελλήνων αφύπνιση. Σουρωτήρι η νομοθεσία από τον κάθε επιτήδειο (εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το αλητάκι, το μαγκάκι.
Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.
Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.
Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.
Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.
Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι μεν η πολύ άσχημη γυναίκα αλλά υπονοείται πως γι' αυτό φταίει η ηλικία.
Συνήθως μια πατσούρα είναι πολύ βαμμένη (μακιγιαρισμένη).
Ακούγεται και το αντίστοιχο ρήμα εννοείται πιο συχνά στο γ' ενικό: πατσούριασε.
- Πώς πατσούριασε, ρε πούστη μου, αυτή η Ρίτα!!
- Είδες; Δε βρήκε να μοιάσει τη μάνα της. Μούναρος μέχρι τη σύνταξη!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified