Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη αργκό των μπουρδελιάρηδων περιγράφει υπηρεσία κατά την οποία το πέος του πελάτη τρομπάρεται παλινδρομικά από την επαγγελματία μέχρι να παραχθεί το ζητούμενο σπερμώδες γάλα. Το τρομπάρισμα γίνεται συνήθως χειρωνακτικά και ενίοτε στο πόδι (βλ. ποδοφραπέ).

Για τους θαμώνες των στριπτιζάδικων, πρόκειται για τον υπέρτατο βαθμό περιποίησης που μπορεί να προσφέρει μια χορεύτρια σε ένα στριμωγμένο και συνωστισμένο «πριβέ» χώρο.

Για τους πελάτες οίκων απωλείας, αντιθέτως, το φραπέ είναι το πιο κοινότοπο και απέριττο συστατικό μιας μισθωτής ξεπέτας.

«Πήγα le cabaret με κάτι φίλους χρησιμοποιώντας τις καρτούλες που βρήκα στο ίντερνετ για δωρεάν χωρό. Δεν είχαμε λεφτά όλοι οπότε είχαμε σκοπό να κάτσουμε να πιούμε ένα ποτό να κάνουμε κ έναν χορό και να φύγουμε έχοντας πληρώσει 20€. Ε πήρα και εγώ μια κοπέλα για χορό, με πήγε πάνω και κατευθείαν άρχισε να μου τον πιάνει πάνω από το παντελόνι. Ε πήρα λίγο πιο πολύ θάρρος και άρχισα να την πιάνω παντού (ακόμα και κάτω) και αυτή με άφηνε. Σε κάποια στιγμή μου λεει με 100€ έξω από το μαγαζί κάνω ότι θες, θα σου δώσω το τηλ μου μετά... Ε τις λεω και εγώ για φραπέ, και μου λεει ότι μπορεί με 20€ φραπέ με γάλα, χωρίς να το μάθει το μαγαζί. Ε έσκυψε λίγο πάνω μου για να μην φαίνετε κ ξεκίνησε ο φραπές. Μόλις τέλειωσε τις έδωσα στα πεταχτά 20€ και έφυγα από το μαγαζί. με 40€ ήπια ποτό, μπάνισα τις γκόμενες, χούφτωσα αυτές που ήρθαν στο τραπέζι να με πείσουν για πριβέ και είχα και φραπέ με γάλα. Πραγματικά πολύ ευχαριστημένος!!!»

«..παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι! εμένα μου είχε τύχει πολλές φορές αλλά μόνο πάνω από τα ρούχα! Μια φορά όμως είχα πετύχει σε πριβέ μια τύπισσα που τον είχε βγάλει έξω σε ένα τύπο και του τον έπαιζε κανονικά με τα πόδια της μέχρι που έχυσε!!!! Σας έχει τύχει σε στριπτιζάδικο;»
(Αμφότερα από το forum του bourdela.com)

(από aias.ath, 18/11/11)(από GATZMAN, 01/05/13)\'Καφέδες\' παντός τύπου (από nobody, 20/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια μάγκικη έκφραση, που επιβιώνει ως απειλή σε καβγάδες συνήθως συνταξιούχων. Συναντάται και ως σεντεγκλέρια. Τί σκατά είναι όμως το σιντεγκλέρι / σεντεγκλέρι; Και γιατί τραβιούνται; Έλαμου, ντε.

Αφού έσπασα το κεφάλι μου, προκρίνοντας τούρκικη προέλευση (sinek-sinekler = μύγα-μύγες) άρα τραβιέμαι/τσακώνομαι «σαν τις μύγες», κατά την τούρκικη παροιμία, βλ. και τούρκικη μετάφραση Sineklerin Tanrisi = Lord of the Flies (William Golding 1954), ο δαιμόνιος Μπετατζής μου επέστησε την προσοχή, στην μορφή σαντικλέρι, διότι κάπου ανακάλυψε στη νεοελληνική λογοτεχνία την λέξη αυτή ως γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά.

Επίσης, υπάρχει Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο www.santikleri.gr στην πόλη του Βόλου.

Φτου κι απ’ την αρχή.

Πάμε στους φρατέλλους μας λοιπόν.

Υπάρχει και μια σύγχυση με την γαλλική λέξη Santéclair = καλή υγεία / ευζωία και την ρουμανική Santicler = ένα γλυκό με αβγό, ζάχαρη κι αλεύρι.

Υπάρχει όμως κι η φραγκισκανή Αγία Κλαίρη της Ασσίζης (1194-1253) ή Saint Clair[e] ή Σάντα Κλάρα ή Κιάρα (εξού και το επώνυμο Sinclair), ιδρύτρια του Τάγματος της Πενίας των Γυναικών, η οποία inter alia, λατρεύεται ως πατρόνα των διακριτών συντεχνιών (guilds) των χρυσοχόων (goldsmiths) και των διακοσμητών επίχρυσων αντικειμένων (gilders).

Η Αγία Κλαίρη λοιπόν, στην Καθολική αγιογραφία, εικονίζεται να κουβαλάει πάνω της ένα φυλαχτό (monstrance < λατ. monstrare = επιδεικνύω ή pyx < pyxis < ελ. πυξίς = ξύλινο κουτί/δοχείο), το οποίο περιείχε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Τούτο προς ανάμνηση της θρυλούμενης εκδίωξης των στρατιωτών του Φρειδερίκου του ΙΙ Χόχενστάουφεν, με την Επίδειξη-Έκθεση της Θείας Μετάληψης προς αυτούς, ενώ προσεύχονταν γονυκλινής (ποιος ξέρει τί παίχτηκε)...

Μάλιστα, στην Αγγλία ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο για το Trial of the Pyx, δηλ. την εξακρίβωση-πιστοποίηση της περιεκτικότητας των νομισμάτων της Βασιλικής Μήτρας σε συγκεκριμένα και αποδεκτά μέταλλα.

Τέτοια φυλαχτά με Σώμα & Αίμα είτε σε μορφή στρογγυλού μεταλλικού μενταγιόν είτε ως μικρά ξύλινα ή μεταλλικά κουτάκια (τα οποία έσερναν μαζί τους σε μια δερμάτινη τσάντα [burse]), είχαν πάντοτε μαζί τους οι Δυτικοί ιερωμένοι, προκειμένου να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις όφελος όσων λόγω π.χ. ασθενείας ή φυλάκισης, αδυνατούσαν να προσέλθουν σε ναό.

Εξ άλλου και σήμερα πολλοί πιστοί έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό μ’ ένα μικρό κομμάτι από original Τίμιο Ξύλο, που το γράφει στην ούγια και πωλείται σε ελάχιστες ποσότητες (για να φτάσει για όλους). Οπότε ο Ζωρζ Πιλαλί, μάλλον υπερέβαλε λιγάκι, όταν σε κάποια μωραϊτο-αμερικάνικη πρόζα του, περιέγραψε την φάση όπου καλούσε τη γκόμενα ν’ αράξει στον καναπέ του, που ήτανε ολάκερος από Τίμιο Ξύλο (σμιλεμένος στο χέρι)!

Αν ισχύουν όλ’ αυτά, εδώ στην έκφραση έχουμε το ρήμα «τραβιέμαι», με την κυριολεκτική έννοια (τραβολογάω-ώ-ιέμαι), δεδομένου ότι στους καβγάδες, το πρώτο πράγμα που σηματοδοτεί πάλη, ήταν να βουτήξει ο ένας τον άλλο απ’ τα πέτα (βλ. έκφραση «ήρθαμε πέτο με πέτο») ή απ’ το σταυρό-φυλαχτό κλπ, ενώ κατά τις ιστορικές λεηλασίες ή ακόμα και σήμερα ληστείες, το πρώτο πράγμα που διαρπάζεται-κόβεται με την βία είναι τυχόν πολύτιμο κόσμημα στο στήθος (πολλές φορές πάνω στη φούρια κόβονταν και αυτιά που φορούσαν σκουλαρίκια! – Σ.Σ. το ίδιο κάνουν σήμερα τα σεπτά όργανα της Τάξης, όταν διενεργούν την προβληματικής συνταγματικότητας «εξακρίβωση» ή «προσαγωγή υπόπτου», όταν ο «ύποπτος» δηλ. κανας 20άχρονος φοράει σκουλαρίκια = τον τραβάνε απ’ το σκουλαρίκι με πίκα, έτσι, να πονέσει ο πούστης) και όχι η μεταφορική έννοια τραβιέμαι = ταλαιπωρούμαι, κάνω μακρά οδοιπορικά, έχω μπλεξίματα («τραβηχτικές») κλπ.

Την λέξη σαντικλέρι = φυλαχτό, διακοσμητικό, τιτριμίδι, στολίδι για τα μαλλιά, την απαντά κανείς και σήμερα (κομμάτι περιορισμένα όμως λόγω παλαιότητας) στα παρ’ ημίν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας.

Άλλωστε, τα επιστήθια -και μη- στολίδια είχαν διάφορα είδη και ονόματα (φυλαχτά, εγκόλπια/γκό[ρ-λ]φια, χαϊμαλιά, κιουστέκια, τρέμολα, σπίλες, σπλίγγες, ξελίτσια, καμπάνες, καράβελα, πρεπενδούλια, κριτσάπια, μποτόνια, αμπράκαμοι, κωνσταντινάτα / κωσταντιά-ντινά, βενετιά, διμισκιά κλπ), αναλόγως προς την εξάρτηση-συνάφεια των τεχνιτών με την Δύση ή την Ανατολή (π.χ. το ισνάφι τους λέγονταν ελ. χρυσικοί ή ιταλ. τζογιελιέρηδες ή τουρκ. κουγιουμτζήδες/κοϊμτσήδες/κοεμτζήδες ή αραβ. τζιοβαερτζήδες). Μύλος...

Έπειτα, ας μην ξενίζει η «έκπτωση» λατρευτικού αντικειμένου σε διακοσμητικούς χαριεντισμούς. Το καθ’ ημάς κομπολόι, ελάχιστα χρησιμοποιείται στα καφενεία ως ροζάριο...

Αν η έκφραση προήλθε κατ’ ευθείαν από την χρήση ως διακοσμητικό της γυναικείας κώμης, τότε για την σημασία της δεν χρειάζεται να πάμε μακριά... (βλ. μαδομούνι, ήρθαμε μαλλί με μαλλί / εξτένσιον με εξτένσιον, γατοκαβγάς κλπ).

Αυτήν την ερμηνεία μπορώ ν’ ανασυνθέσω προς το παρόν, μέχρι να εμφανισθεί κανάς επιστήμων από την Γαλλία, που να τα’ χει πεί πρωτύτερα και να’ ναι πιο προικισμένος...

- Τσιμπάς ζάρι λέμε! Απ’ το σπίτι σου τα 'φερες;
- Εγώ; Να στραβωθώ! Να με πάνε δεμένο στον Άγιο! Μα τη Μπαναΐα όχι!
- Βρε ακούς εκεί που σου λέω; Παίζε καθαρά, για θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του γαλλικού façon που σημαίνει τρόπος. Χρήσιμος ο σχετικός ορισμός του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο θα επιχειρήσω να συμπληρώσω.

Είναι η δουλειά που γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, βασισμένη σε υποδείγματα, χωρίς να χρειάζεται πρωτότυπη σκέψη για τον φασονατζή ή την φασονατζού. Επίσης, η δουλειά που γίνεται από κάποιον για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού. Δευτερευόντως, το αποτέλεσμα άκρατου μιμητισμού σε θεσμούς, δομές και νοοτροπίες.

Αφορά κυρίως εργασία με την στενή έννοια (αμειβόμενη), αλλά και οποιοδήποτε άλλο έργο. Πρβλ. εργολαβία αλλά και σουπερμαρκετίσιος.

Η έκφραση είναι «δουλεύω φασόν».


Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις φασόν που, από γλωσσικής άποψης, έχουν τυποποιηθεί. Σε κάποιες η κυρίαρχη έννοια είναι η «χαζή» δουλειά, ενώ σε άλλες η χρησιμοποίηση πόρων τρίτου:

1. Στην ραπτική. Φασόν και πατρόν πάνε μαζί. Πατρόν σημαίνει τα masters, οι οδηγοί που βάζει στο τραπέζι της η φασονατζού και, «πατώντας» σε αυτά, κόβει το ύφασμα δημιουργώντας τα κομμάτια με τα οποία θα συναρμολογηθεί το ρούχο. Φασόν λέγεται αυτή ακριβώς η διαδικασία, όταν γίνεται από τρίτα εργαστήρια για λογαριασμό κάποιου εμπόρου που θα τα διαθέσει με το λογότυπό του στην αγορά. Πρόκειται για OEM σε μικρότερη κλίμακα. Με την στενή έννοια φασόν είναι μόνο η κοπή των υφασμάτων, με την ευρεία έννοια είναι η παραγωγή του ρούχου μέχρι τέλους (έτοιμο προϊόν). Από εδώ μάλλον προέκυψαν όλες οι άλλες σημασίες της λέξης.

2. Στην βιομηχανία. Φασόν δουλεύει ο επιχειρηματίας που ενοικιάζει τις μηχανές ενός εργοστασίου για παραγωγή δικού του προϊόντος με δικούς του εργάτες, προμηθευτές και πελάτες (εκτός από τους εξειδικευμένους χειριστές - θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά τους υπάρχοντες του εργοστασίου). Συμβαίνει όταν ο εργοστασιάρχης δεν απασχολεί τις μηχανές του, είτε λόγω προγραμματισμού είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και τον συμφέρει να μειώσει την ζημιά από την απραξία στην παραγωγή. Ο ενοικιαστής, φυσικά, επωφελείται νοικιάζοντας πανάκριβο εξοπλισμό που δεν μπορεί να αποκτήσει.

3. Στην δικηγορία. Είναι οι απλές δικηγορικές εργασίες που γίνονται με το κομμάτι σε μεγάλες ποσότητες. Ιδίως οι διαταγές πληρωμής, οι έλεγχοι στο υποθηκοφυλακείο αλλά και άλλες (επικυρώσεις εγγράφων και μεταφράσεων παλαιότερα, δηλώσεις στο κτηματολόγιο πιο πρόσφατα). Κατά βάση υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ιδίως αν τον χρησιμοποιεί κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για την δικηγορία. Βλ. και εδώ.

4. Στα εργαστήρια. Στάνταρ μικροβιολογικά αλλά και πάσης φύσεως εργαστήρια με πελάτες όχι το κοινό, αλλά παρόμοια εργαστήρια που δεν προλαβαίνουν ή δεν τους συμφέρει να κάνουν όλες τις εξετάσεις με ίδιους πόρους (outsourcing - ιδιότυπη υπεργολαβία).

5. Στα φάρμακα. Τα αντίγραφα φάρμακα, αυτά που είναι όμοια με τα πρωτότυπα αλλά παράγονται από διαφορετική φαρμακοβιομηχανία η οποία εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Όχι τα απλώς υποκατάστατα, αλλά αυτά που έχουν την ίδια δραστική ουσία. Αντιπρβλ. σπασμένος.

1α. Από εδώ:
Όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψα αμειβόμενη με «μαύρα» τηρώντας σιωπή για τους εργοδότες! Έγραψα πτυχιακές φοιτητών, μέχρι και διδακτορικά. Καθάρισα σπίτια, χωρίς να το γνωρίζει το παιδί μου, δούλεψα υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, φύλαξα παιδιά, έκανα ιδιαίτερα, έραψα και μεταποίησα ρούχα ως βοηθός μοδίστρας. Εργάστηκα σε φασόν. Τελευταία έκανα αίτηση για να εργαστώ σε τηλεφωνική εταιρεία και εισέπραξα την απάντηση ότι :δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε διότι είσθε μεγάλη.

1β. Από εδώ:

Εγώ πολύ παλιά [...] έκανα φασόν ετοίμων ενδυμάτων μαζί με την μάνα μου στο σπίτι. [...] Όταν αποφασίσαμε να ξανοιχτούμε, εκεί τα παίξαμε! Οι μεγαλύτερες βιοτεχνίες απαιτούσαν παραγωγή ημέρας: 100 πουκάμισα (για παράδειγμα) ή 100 φούστες. Σαν αριθμός φαίνεται μικρός, όμως κοίτα τι δουλειά έχει το πουκάμισό σου για να καταλάβεις. Κανονικό συναρμολόγημα και να μην φύγει κι ο κοπτοράπτης και πάρει ύφασμα γιατί θα ξεφύγει το μέγεθος. Τα πατρόν είναι στάνταρ και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Το δε κέρδος; Μηδαμινό!

  1. - Αυτός ο Σκορδομπούτσογλου τι επιχείρηση έχει;
    - Α, σ’ αυτόν είχα δουλέψει για δυο βδομάδες μετά το σχολείο! Φασόν δουλεύει στο κονσερβάδικο του Παπαδόπουλου, φασολάκι κατεψυγμένο σε δωδεκάκιλα.
    - Πολύ γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee τον κόβω...
    - Ε ναι, κάθε καλοκαίρι την βλέπει εργοστασιάρχης αλλά μετά του περνάει.

  2. Από εδώ:
    Εγώ ακούω ότι έχουμε περισσότερους δικηγόρους στο μπουρδέλο μας από οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι οι περισσότεροι, στην Αθήνα, απασχολούνται σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία με 700 ευρώ το μήνα ή δουλεύουν φασόν υποθέσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες με ξεφτιλισμένες αμοιβές. Τι απελευθέρωση και κουραφέξαλα.

  3. Από εδώ:
    [...] όχι, τα εργαστήρια αυτά δέχονται κατά κανόνα δείγματα από τα γνωστά «Μικροβιολογικά» (Βιοπαθολογικά) εργαστήρια στα οποία και αποστέλλουν τις απαντήσεις τους. Πρόκειται για εργαστήρια δηλαδή «παροχής υπηρεσιών προς τρίτους» η όπως –κακώς- συνηθίζεται να λέγονται «Εργαστήρια Φασόν».

  4. Από εδώ:

Σε λίγες μέρες ξεκινάω αγροτικό (ήμουν από τους τυχερούς που έπιασα με 3 μόρια!!!) και δεν ξέρω μια βασική λεπτομέρεια. Τα φασόν φάρμακα πως δρουν ακριβώς; είναι εξίσου δραστικά με τα κανονικά; Π.χ το Ladinin με το ciproxin είναι το ίδιο καλά; Πότε δίνουμε φασόν και είναι λογικό να τα δίνουμε; Και πως θα τα ξεχωρίζω;;

  1. Από εδώ:

Η «αφεντικίνα» μπορεί να το κάνει για τα λεφτά, αλλά δεν θέλει πίεση. Κι όταν κάποιος είναι ιδιόρρυθμος, είναι ταυτόχρονα και μερακλής στη δουλειά του. Δεν δουλεύει φασόν γαμήσι, «βάλε μια 69 με cim» και «πιάσε και μια doggie με anal», ό,τι γίνεται, αποφασίζεται επί τόπου…

  1. Από εδώ (τα links δικά μου):

Ποιος φταίει για το παγκόσμιο χάλι; Η μαϊμουδοδημοκρατία-φασόν με την οποία έχουν γεμίσει τον πλανήτη οι τοκογλύφοι απόγονοι του πορνοβοσκού για να κάνουν ανεμπόδιστα τις δουλειές τους; Ή μήπως η θρησκεία-φασόν με τους ψεύτικους παράδεισους και τους αληθινούς τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή μήπως η τηλεοπτική παπάτζα-φασόν που κάνει τον μέσο φτωχομπινέ να πιστέψει ότι μπορεί να συμμετάσχει στο καταναλωτικό όνειρο;

Άσχετο: Ο Βέγγος και τα κροκί (=χάρτινα πατρόν). (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συντόμευση του ρητού «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» το οποίο είναι γνωστό τοις πάσει, αλλά άγνωστη είναι στους πολλούς η προέλευση του.

Πρωτοεμφανίστηκε ως ρήση από τον Λουκιανό στους Νεκρικούς διαλόγους μεταξύ Χάρωνος και Μενίππου, με τον δεύτερο να απαντάει στην αξίωση του πρώτου να πληρωθεί το ναύλο του για το ταξίδι στον Άδη. Ο Μένιππος, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει μία, λέει του Χάρωνος: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Η διάσωση του ρητού μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρά αφενός ότι τα κεντρικά θεμέλια του πολιτισμού πηγάζουν από την αρχαιότητα, αφετέρου δε ότι εμείς, λόγο της αγραμματοσύνης και της ασχετοσύνης μας, ουδεμία γνώση έχουμε για την πορεία των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούμε. Τα τελευταία δε 50 τουλάχιστον χρόνια χρησιμοποιείται στην αργκό από υπερχρεωμένους και μπατίρηδες δανειζόμενους οι οποίοι όντες ανίκανοι να αποπληρώσουν τα χρέη τους, ανταπαντούν στους δανειστές τους: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Στην πορεία ανακαλύφτηκε ένας ακόμη αρχαίος, προς αποφυγήν της χρήσης του παραπάνω ρητού ο Τειρεσίας, φτου, κακό χρόνο να έχει.

- Τι θα γίνει ρε εσύ μόρτη με τα δέκα τάλαρα που οφείλεις
- Τι να γίνει Βάγγο, δε βλέπεις, δε παίζει σάλιο, δεν υπάρχει μια, πανί με πανί είμαι, δεν...
- Άσε τα σάπια και δικαιολογίες Πανάγο, μη γίνεσαι καζαντζίδης και πέσε το παραδάκι
- Ουκ αν λάβεις Βαγγελάκη μου παρά του μη έχοντος
- &($)&^)&@^$&%^&(%(^+(@@##!&&&

(από Stravon, 03/09/09)νέο logo για την slang police... (από BuBis, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια έκφραση που ωστόσο χρησιμοποιείται ακόμα και δηλώνει εξάντληση της υπομονής – αγανάκτηση του λέγοντος, συνεπεία εξακολουθητικής δυσμενούς καταστάσεως.

Η έκφραση ανάγεται στην εποχή (μέχρι και πριν καμιά 50αριά χρόνια), κατά την οποίαν οι αφικνούμενοι σε λιμάνια έδιναν τις αποσκευές τους σε κάποιο βαστάζο (ή τουρκομερίτικο χαμάλη ή ιταλομερίτικο φακίνο), που τις ζαλώνονταν και βουρ για το ενδιαίτημα του ταξιδιώτη.

Η τιμή ήταν συμφωνημένη («πριξ-φιξ» που λέμε), αλλά πολλές φορές ο προορισμός ήταν δύσβατος (π.χ. λόφος, σκαλιά κλπ) ή ο ταξιδιώτης δεν θυμόταν ακριβώς την διεύθυνση ή μπερδεύονταν -κι ο φορτωμένος σαν ζώο χαμάλης άρχιζε να βαρυγκομά «τι θα γίνει κύριος; Θα πάει μακριά η βαλίτσα;».

Μάλιστα, η έκφραση έχει απαθανατισθεί με το τραγούδι «η βαλίτσα» του Γ. Μουζάκη, με την φωνή της Σπεράντζας Βρανά και κατόπιν της Βίκυς Μοσχολιού:

[I]Είναι άσχημο πολύ
το δικό σου το βιολί
ζεις μονάχα για χουζούρι κι αγκαλίτσα
Μάσα, ξάπλα, τεμπελιά
κι ούτε σκέψη για δουλειά
πού θα πάει τέλος πάντων
η βαλίτσα

Λες και είσαι δηλαδή
του σουλτάνου το παιδί
θέλεις τρέλες θέλεις κέφια
κάθε μέρα
Δεν μ΄αρέσουν όλα αυτά
και στο λέω ορθά κοφτά
η βαλίτσα δεν πηγαίνει παραπέρα

Σκέψου λίγο την δουλειά
γιατί μόνο με φιλιά
το στομάχι δεν γεμίζει
μια σταλίτσα
Σκέψου κι άλλαξε μυαλά
και κατάλαβε καλά
πως μακρύτερα δεν πάει η βαλίτσα[/I]...

Περί της προελεύσεως του λήμματος, συμφωνεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (μ' ένα σωρό παραθέματα), στο άρθρο του «Η χαμαλίκα και η ζαλίκα», που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και σταχυολογήθηκε στο βιβλίο «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 207 et seq.

Βέβαια, υπήρχαν και τα παρατράγουδα. Προ αιώνος και βάλε, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, γίνονταν με πλοίο, το ταξίδι διαρκούσε εβδομάδες, ίσως και μήνες και η επίσκεψη αναγκαστικά μήνες ή και χρόνια, οπότε οι αποσκευές ήσαν ιδιαίτερα ογκώδεις.

Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Charles Robert Cockerell (1788-1863), που κόπιασε στην Ελλάδα το 1810, ήταν μέλος μιας διεθνούς εταιρίας αρχαιοθηρών και ξήλωσε τον Ναό της Αφαίας, της Ολυμπίας και των αρχαίων Βασσών, που να του κοβότανε απ' το ζβέρκο... Σημειώνει με έκπληξη, ότι μόλις πάτησε το πόδι του στην Αίγινα (ναός Αφαίας), ζήτησε από κάτι φουστανελλοφόρους να τον βοηθήσουν με τα τσουμπλέκια του. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι δίδει γενναία αμοιβή σε όποιον κουβαλήσει τα πράγματά του μέχρι το ξενοδοχείο. Αμέσως ξεχύθηκαν καμιά τριανταριά λεχρίτες να εξυπηρετήσουν το μιλόρδο. Παρ’ όλα αυτά, ο περιηγητής σύντομα έχασε την υπομονή του, αφού παρατήρησε ότι κωλοβαρούσαν και οι τριάντα και δουλειά δεν γίνονταν, οπότε έμπηξε τις φωνές, ότι θα πληρώσει μόνον αυτούς που θα εργασθούν φιλότιμα.

Τότε, λέει, οι χαμαλαραίοι παράτησαν τους μπόγους και τα μπαούλα, σχημάτισαν ένα κύκλο κι άρχισαν να χορεύουν...

  1. - Τι θα γίνει με τα νοίκια που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Πέντε μήνες πάνε κι όλο στο «περίμενε» μ’ έχεις! - Τώρα πιάνω δουλειά, σ’ ένα – δυο μήνες τά’ χεις το δίχως άλλο!
    - Σκουπίσου κι απόφαγες! Η βαλίτσα δεν πάει παραπέρα. Θα πάω σε δικηγόρο...

  2. (Πατέρας):
    - Δε μου λες, για πότε το βλέπεις το πτυχίο; Έξι χρόνια κι ακόμα να την τελειώσεις τη ρημάδα τη νομική. Σε λίγο πας φαντάρος, θα πάει μακριά η βαλίτσα;
    (Γιος):
    - Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Να, κάνα-δυο μαθήματα έχουνε μείνει (από τα εύκολα)... Σιγά, το Σεπτέμβρη ορκίζομαι, ορίστε!
    (Πατέρας):
    - Πάει καλά... Για φέρε μου τότε μιαν αναλυτική βαθμολογία, να δω τι σκατά έχεις περάσει...
    (Γιος – με δέος):
    - Είναι ανάγκη;
    (Πατέρας):
    - Ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! Φέρε λέω να δω τα χαΐρια σου, γιατί σάμπως και να μου τα μασάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified