Το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.

Το κούρεμα επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη εθελοντική έκπτωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του Ελληνικού χρέους. Το τίμημα του τεράστιου αυτού «πακέτου βοήθειας» (κατά Γ.Α.Π.) αναγκαστικά συνεπάγεται την κατά τουλάστιχον 50% μείωση του βιoτικού μας επιπέδου και την κατά 100% απώλεια της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας. Αποτελεί μετάνοια για τα μεταπολιτευτικά μας ανομήματα.

Άλλη περίπτωση εθελοντικού κουρέματος: το αυτομαστίγωμα και σφοδρό άδειασμα των τσιφτετελλήνων που άσκησε ο Νιόνιος στο ομώνυμο αποτυχημένο δίσκο του («μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε, οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε;»).

Η πρόσφατη προϋστερία βρίθει από παραδείγματα «μη εθελοντικού κουρέματος»: την εκδορά και διαπόμπευση τέντυ-μπόυ από μπασκίνες στα εξήνταζ, το πέρασμα με την ψιλή παστρικιών που συναναστρέφονταν Γερμανούς ή συμμάχους από ΕΛΑΣίτες και ταλιμπάν.

- Το κόστος (ενός κουρέματος) θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία, το ελληνικό και ευρωπαϊκό σύστημα, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όλη την Ευρωζώνη.
(Γιώργος Παπανδρέου, εδώ)

- Η αναδιάρθρωση, το κούρεμα του χρέους, θα ήταν ένα τεράστιο λάθος για τη χώρα. Θα είχε τρομακτικό κόστος, χωρίς κανένα όφελος. (Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκεί)

- Το soundtrack των ημερών. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για το θέμα των ημερών: Το κούρεμα. Ανέκαθεν, από τον Σαμψών και τη Δαλιδά μέχρι το νόμο περί τεντιμποϊσμού και τους ονειροκρίτες, το haircut είχε συμβολική σημασία. Γενικά δεν είναι για καλό...
(δισκογραφία για το κούρεμα, παραπέρα)

- Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από 'δω και μπρος..
(Σαββόπουλος, «το Κούρεμα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της κοπέλας που τηλεφωνεί στα στρατόπεδα και φλυαρεί με τους φαντάρους.

Α! Χθες ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η νύχτα! Πήρε μια πατσούρα και πατσούριζα όλο το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γνωστότατο πλαστικό σκεύος – φετίχ πολλών νοικοκυρών που έγινε αφορμή χαρωπών γυναικομαζώξεων.

Αποτέλεσε κι αποτελεί σωτήρια λύση απ’ την υποχρεωτική νηστεία έως τον εξ ασιτίας θάνατο, πλείστων όσων φοιτητών (κάθε φύλου) (ακόμη και του εξωτερικού) σε περιόδους σκληρής ανευρείας, δρώντας ουσιαστικά σαν ομφάλιος λώρος.

Ελληνιστί: «φαγητοδοχείο».

Ως γνωστόν, το να εμφανιστείς σε γκουρμέ εστιατόριο κουβαλώντας παραμάσχαλα το δικό σου σπιτικό φαγητό σε ταπεράκι, εκτός του ό,τι αποτελεί προσβολή για το μαγαζί, καταστρέφει την όποια φήμη σου, προκαλώντας δηκτική καζούρα.

Έτσι, στα στριπτιτζάδικα σινάφια, σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός: Η συνοδός στο μαγαζί κάποιου πελάτη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τον συγκεκριμένο χώρο / περιβάλλον και φυσικά την εν λόγω ...τέχνη.

– Πάμε “Cabaret”; Ήρθε καινούργιο αίμα.
- Μέσα!
- Μέσα!!
- Ωωωπ!! Στάκα!! Με τάπερ ή χωρίς;
- Μια φορά τέτοιες μαλακίες! Χωρίς!!!
- Νταξ. Το ‘πιασα. Τι να της πω γαμώτο;
- Πως πας ταξίδι.
- Πού; στο Όρος;
- Στη μάνα σου;
- Είσαι φίλος!!

Τάπερ (Από το όνομα της πρώτης κατασκευάστρειας εταιρείας Tupperware) (από sstteffannoss, 25/01/11)(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τον πούστη.

Χρησιμοποιείται απο παλιότερους ανθρώπους «της πιάτσας» οι οποίοι έζησαν τα πρώτα μοντέλα του εν λόγω αυτοκινήτου και φυσικά γνωρίζουν πως το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι παίρνει τη μηχανή από πίσω.

Συνομιλία σε επαρχιακό μηχανουργείο:
- Κοίτα ρε 'συ γκόμενα που κυκλοφοράει ο Ντίνος!
- Ναι καλά, φολκσβάγκεν κλούβα είναι ο τύπος και μάλιστα με πολλά χιλιόμετρα!
- Άααντε ρε! Η μάνα του το ξέρει ή να της το πούμε;

(από xikis, 06/01/09)(από xikis, 06/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified