Further tags

Θα πραγματευτούμε τρεις (από τις πάρα πολλές) χρήσεις κι εφαρμογές του πελατακίου.


Η πρώτη μας έρχεται από την μπουρδελοσλάνγκ: πρόκειται για τον τακτικό θαμώνα πόρνης, μπουρδέλου, φραπενέ, ή άλλου ευαγούς ιδρύματος.

- Παρασκευή βράδυ και ήμασταν μισή ντουζίνα πελατάκια. Τεμαχια? Δεν έχω λόγια να τα κακοχαρακτηρίσω. Εκεί να δεις δράμα, μια Τζούλια απί Ρομανία ψιλοέσωζε την κατάσταση από τον εμετό που κινδύνευε οιοσδήποτε έβλεπε μέχρι και 50άρα χοντροτζίλφ που επέμενε ότι είναι από Ισπανία(!), μια ξανθιά αλβανόμορφη ρουμούνα και κάνα 2 άλλες που δε γυρνάς να κοιτάξεις καν. (από μουρδελοσάη)

- Με καλημέρισε και χωρίς διακοπή ενημέρωσε για το πρόγραμμά της: «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό, 10 έουρω!» Υπηρεσία ήταν καποτούλα-χωρίς: «Έλα μωρό μου να περάσεις, θα γίνεις πελατάκι, έλα μωρό μου!» Η οποία, αφού της έδωσα το ακριβές αντίτιμο, με πέρασε στα ενδότερα: «Έλα από δω γιαβρί μου, ένα από δω!» (από μουρδελοσάη)

Αγγικανιστί: trick, john.


Η δεύτερη μας έρχεται από τον χρηματιστηριακό κόσμο: πελατάκια αποκαλούν τα μπροκεράκια τους πιστούς αλογομούρηδες πελάτες τους, οι οποίοι ακόμα και στις αρκουδιάρες αυτές μέρες στην αυγή του Δραχμαγεδδώνα παράγουν τζίρο. Οι προμήθειες από ένα και μόνο καλό πελατάκι είναι ικανές να συντηρήσουν μιαν ολιγομελή οικογένεια.

- Οι brokers είναι πάντα κερδισμένοι αν αρκούνται στις προμήθειες τους (αρκει να συντηρούν τα πελατάκια τους) (εδώ)

- Τα καλύτερα πελατάκια (παγκοσμια) είναι τα ασφαλιστικά ταμεία με ρευστά διαθέσιμα εκατοντάδων εκατομυρίων, ασφαλιστικές εισφορές κάποιων κακομοίρηδων, εσένα, εμένα, κλπ. (εκεί)


Η τρίτη και μακρύτερη αφορά στις συμβιωτικές πελατειακές σχέσεις στην πολιτική (αλλαξοκώλι βολευτών - ψηφοφόρων) και στην πουτάνα μπάλα (ασχήμειες τση παράγκας παραγόντων - οπαδώνε):

- Στριπτίζ για τα πελατάκια: Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές εκείνοι που έσκιζαν τα ιμάτιά τους στο όνομα των μεταρρυθμίσεων και μιας νέας αντίληψης για το κράτος δικαίου και τη σχέση με τους πολίτες, αρχίζουν το στριπτίζ σε μια προσπάθεια να κλείσουν το μάτι στην πελατεία τους (εδώ)

- Τα κόκκινα πελατάκια γουστάρουν ξανά ΤΣΟ κ ΛΟ ΚΑΙ στην Ευρωλίγκα! Για ακόμη μια φορά...(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα είναι κυρίως τεχνικό κι άμα σ' τα πρήζει, προσπέρνα το.

Μπίγα (από το ιταλικό –λένε βενετσιάνικο- biga=γερανός, φορτωτήρας)

Α. Είδος φορτωτήρα (κυρίως των πλοίων) Β. γερανοφόρο όχημα (συνήθως πλωτό)

Α. Οι μπίγες (αγγλ, derricks)των βαποριών.

λεζάντα εικόνας

Υπάρχει ένα τμήμα κινητό (ο κορμός ή μπίγα ή μπούμαderrick post) {1} που στη βάση του είναι συνδεμένο έτσι ώστε να μπορεί να κινείται και πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά. Στην κορυφή του έχει μάπες για να στερεώνονται τα διάφορα εξαρτήματα. Εκεί στην κορυφή είναι συνδεμένο και ένα γερό συρματόσχοινο (ο ορθωτήρας ή ποδάρι της μπίγαςtopping lift) {2} που την συνδέει με το κατάρτι και επιτρέπει την κίνηση πάνω-κάτω για να δώσουμε στη μπούμα την επιθυμητή κλίση. Από την κορυφή ακόμα περνά μέσα από μια τροχαλία ένα άλλο συρματόσκοινο με γάντζο για τα φορτία (επάρτης ή ρόναρηςrunner) {4}. Η άλλη άκρη του ρόναρη ακολουθεί τη μπούμα και τελικά συνδέεται με βίντζι. Τέλος από την κορυφή και δεξια- αριστερά υπάρχουν συρματόσκοινα (ολκοί, γκάηδεςguys) {3} για να στρίψουν τη μπίγα δεξιά-αριστερά.

λεπτομερής και αγγλόφωνη

Στα κατάρτια των πλοίων μπορεί να υπάρχουν μία, δύο ή και τέσσερις μπίγες και το ανάλογο δάσος από συρματόσκοινα τα οποία όταν το πλοίο ταξιδεύει είναι βγαλμένα και τυλιγμένα σε ειδική αποθήκη και τοποθετούνται κατά τον κατάπλου για να χρησιμοποιηθεί η μπίγα (αρμάτωμα – ξαρμάτωμα).

λεζάντα εικόνας

άμα λέμε δάσος

Μπίγες υπάρχουν και στη στεριά φορητές και πάγιες.

λεζάντα εικόνας

Η φόρτωση-εκφόρτωση με μπίγες είναι αργή (με σταθερό το ποδάρι, σήκωσε-σταμάτα, στρίψε βιράροντας τον ένα γκάη και μαϊνάροντας τον άλλο- σταμάτα, κατέβασε) ακόμα και με δύο μπίγες μαζί (η μια σταθερή πάνω από το αμπάρι κι άλλη να κάνει το στρίψιμο) κι έτσι αντικαταστάθηκαν από κρένια (cranes γερανούς) πού μπορούν να σηκώνουν, να στρίβουν, να ανεβοκατεβάζουν τη μπούμα από το χειριστήριο και από γερανογέφυρες.

κρένια με χούφτες για χύμα φορτία (σιτηρά,ορυκτά κ.ά.)

Β. Οι μπίγες – βυθοκόροι (dredges) των λιμανιών

μπίγα --ξεσκατίζει-- εκβαθύνει το λιμάνι της Χίου

-Πότε θα νετάρει η μπίγα. Όλο το λιμάνι μυρίζει σκατίλα... -Έλα, αηδίες! Αφού και τα σκατά μας ειναι μυροβόλα.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που συμμετέχει σε metal συνήθως συγκροτήματα. Κατηγορείται ότι δεν παίζει μουσική για την μουσική αλλά για τις απολαβές της (γκόμενες, αναγνώριση, pozerιλίκι).

Έχοντας δει ταινίες όπως το Rockstar ή εμπνευσμένοι απο τον Jimmy Hendrix έχουν πειστεί οτι παίρνοντας μια ηλεκτρική κιθάρα θα έχουν την ίδια τύχη. Συνηθέστερα έχουν την εντύπωση οτι μόλις πιάσουν κιθάρα (η 2η γκομενοπαγίδα μετά τους σκύλους και το αριστεροκλαϊν) θα γίνουν μεγάλα ανερχόμενα αστέρια. Ο χρόνος πάντα δείχνει οτι ακόμα και εαν ένα συγκρότημα "πετύχει", δεν θα πετύχει για πολύ, αφού μετά απο μια "σχετική" επιτυχία κάθε άτομο του συγκροτήματος θα αρχίσει να το παίζει σουπερντούπερ και θα ακολουθήσει ψόλο καρριέρα. Πηγή εδώ

  1. Μα ούτε και ο Σιδηρόπουλος ειδικά υπήρξε "σκληροπυρηνικός".
    Είχε τραγουδήσει Μαρκόπουλο και Θεοδωράκη. Κάτι συγκροτηματάκηδες μόνο έβγαζαν γκρίνια και το θεωρώ λογικό να παιδεύονται τόσα χρόνια και να σκάει ένας πρώην "έντεχνος" με ηλεκτρικές κιθάρες και να γίνεται χαμός! lifo

  2. Ραδιοπειρατής περιώνυμος, πολύ Free, συγκροτηματάκιας αλά Life in Cage [...] (εδώ)

  3. Μικρός ήμουν δραστήριος, συνοικιακός και συγκροτηματάκιας. Ήμουν μπασίστας. Η κύρια κουλτούρα μου είναι η μουσική, κι εδώ που τα λέμε όλες οι κουλτούρες πηγάζουν από τη μουσική. (lifo)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιάζω με τον φακό τςη φωτογραφικής μηχανής ώστε να βγει τζαμάουα η φωτογραφία.

Διάλογος σε Αγιορείτικο βήμα εδώ με αφορμή την παρακάτω φωτογραφία: +ΕΥΛΟΓΗCON+
- Ρέ μεγάλε, μα πού νετάρεις...
- Μου αρέσει πολύ η τοιχογραφία! Δεν περίμενες λιγάκι να φύγει η προσκυνήτρια, για να την βγάλεις;

Εκ του ιταλιάνικου nettare (καθαρίζω).

Το λήμμαν έχει και κάμποσους καραβίσιους ορισμούς - περικαλώ αναμείνατε στο κωφαστικό σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραμματική κορεκτίλα που πεοτείνουν ακτιβιστ@ς τση ΛΟΑΤ κοινότητας προκειμένου να αμβλυνθεί ο ανδροκεντρισμός στον γραπτό λόγο.

Αντιγράφουμε από το σάη "Καμένα Σουτιέν":

- Η χρήση του συμβόλου ‘@’ γίνεται στις γλώσσες που έχουν έμφυλες εκφράσεις (Ελληνικά, Ισπανικά κ.ο.κ.). Προκειμένου να χρησιμοποιούμε γλώσσα χωρίς αποκλεισμούς ή αυθαίρετα συμπεράσματα, πολλές φορές το σύμβολο ‘@’ αντικαθιστά το σημείο εκείνο της λέξης που δίνει την έμφυλη χροιά. Για παράδειγμα η πρόταση: Όλοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες είναι έξυπνοι / –ες και έχουν φακίδες θα γίνει: Όλ@ οι τραγουδιστ@ς είναι έξυπν@ και έχουν φακίδες (εδώ)

Έτερο παράδειγμα από το σάη "Αποδομητικά Μουνιά & Αποδομημένα Αρχίδια":

- Εμείς, αδερφές, πλακομούνες, queer, φεμινιστ@ς, ανώμαλ@ είμαστε εδώ όχι για να εξομοιωθούμε με τους str8 όπως προστάζει η φιλελεύθερη μυθολογία της ισότητας, αλλά για να γιορτάσουμε τη διαφορετικότητά μας, ότι δεν είμαστε σαν κι αυτ@ς (εκεί)

Συνειρμική μόνο σχέση με τα παπάρια (@@). Καμιά σχέση με παπάκια (@).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified