Further tags

φουριαρότραος, φουριαρότραγος

Είναι το αρσενικό αντίστοιχο της φουριάρας αιγός, δηλαδή ο τράγος που ζει ελεύθερος σε μια μεγάλη περιοχή. Σύμβολο περηφάνειας, λεβεντιάς, αλλά και έμπλεος τραγίλας.

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΜΟΥ ΩΖΟ
ΤΡΑΕ ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΕ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙΣ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΤΑ
ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ Τ ΑΝΕΜΟΥ (εδώ)

ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΟΣ ΦΟΥΡΙΑΡΟΤΡΑΟΣ. ΘΩΡΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΣΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ

  1. -φουριαρότραος (κοινώς το μοτορι σου γ@μ@ει και δερνει)
    -Να υποθεσω πως φουριαροτραος σημαινει στην Ελληνικη.... φουριοζος τραγος?
    -Θα το καταλαβουν οι Κρητικοι... δε λεω.... Αντε να το εξηγησεις στους υπολοιπους Ελλαδήτες (Καθε ερωτας και ενα ονομα..)

  2. -φίλε, ο συγκεκριμένος θα αγόραζε ντατσουν και θα εβαζε τα παιδιά στη καρότσα και θα τα πήγαινε βολτα στο ψηλορείτη
    - Είσαι φαιδρός & φουριαρότραγος! (Είδος κάγκουρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκα: τυρί το οποίο είναι μαλακό.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το φουριάρικο (επ. του φουρεύω), που σημαίνει άγριο ζώο (τα κρι-κρι και γενικά τα αγριοκάτσικα, πρώτος μεζές για τους καφροκυνηγούς της Κρήτης).

Χρησιμοποιείται για το γνήσιο κρητικό αρσενικό.

Φανταστείτε τον κλασσικό Κρητίκαρο με το πόδι πάνω στο βράχο (ανοιχτό μαύρο πουκάμισο, μαχαίρι στο ζωνάρι και όλα τα σχετικά), αλλά και στη πιο εκσυγχρονισμένη version). Γεμάτος μύες, δυνατός και άπιαστος σαν τα κατσίκια σε νεαρή κυρίως ηλικία. Οι φουριάριδες μαζεύονται κυρίως στα τοπικά κρητικά events, ξεχειλίζουν τεστοστερόνη με μπαλoθιές και κούπες (ζωώδη παιχνίδια κυριαρχίας του ανώτερου αρσενικού)... Συνήθως είναι καύλα δίνοντας σου ελπίδες ότι άμα σε βάλουν κάτω δε θα ξανασηκωθείς ποτές ....!!!

- Κοίτα τα φουριάρικα ετοιμάζονται να ρίξουν μπαλοθιές ...
- ΩΩΩωω τα παντέρμα... ό,τι πρέπει ζα τα κάρβουνα είναι...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάολος στην Κρήτη είναι γέρος, γιατί μόνο τα γηρατειά ταιριάζουν στην ασχήμια των προθέσεών του. Όπως τα γηρατειά είναι ζαρωμένα και άσχημα εμφανισιακά,μπορεί για κάποιους να είναι πρόστυχα επενδεδυμένα με βρισιές σεξουαλικού περιεχομένου και έκφυλα με πρόθεση πραγματοποίησης των λεκτικών πράξεων των βρισιών άσχετα απ'την υπάρχουσα δυνατότητα. Άρα λοιπόν ο διάολος είναι γέρος, πρόστυχος, έκφυλος και αλλοίμονο σε όποιον τον πάρει (η μόνη που δε θα είχε αντίρρηση θα ήταν η Λουκρητία του Αρκά, άντε και η Βοργία, με τις μεγάλες παρακαταθήκες των Ισπανών βασιλικών στην αιμομειξία). Και μόλις ο διάολος τελειώσει με τα παιδιά του, γυρεύει αλλού θύματα. Πρόκειται για ισχυρή κατάρα. Πιο ισχυρή απ' το να πεις να πάει ο άλλος στο διάολο απλά, γιατί ο νέος είναι ωραίος μπροστά στον παλιό που είναι αλλιώς και ζοφερός. Στο γέρο ν-το διάολο, στην πιο βαθιά και παλιά κόλαση να καταλήξεις δηλαδή, άμα σε πάρει και σε σηκώσει.


- Ήρθε απόψε ο Μανιός και σού'φερε τούτα να σ'ένα ναϋλάκι μέσα...
- Μμμ...
- Και τούτα στα δίνει η Ψήλαινα απ'τσ'ελιές τση, πού'χανε φέτος μπεντέμα...
- ...
- Και παέ μού'δωκε ο Τζήμης τούτο να το γαργαλιστήρι να ξιεις την πλάτη σου όντεν πλένεσαι γή φαγουρίζεσαι...
-Άμε πες τονε στο γέρο ν-το διάολο να πάνε ούλοι τόνε, απού με κάψανε οι έγνοιες τωνε και η καψούρα που μου θέκανε με τα λόγια τωνε ήτονε το ευχαριστώ τωνε. Εδά στα πίσω πίσω μου γερεύγουνε τσι συγχώρεσές μου, μα δεν τωνε τσι δίνω. Την κατάρα μου νά'χουνε να τσι κρατεί γι'αντίδωρο,κι όσο για τούτα να τα κουρκουλούκια απού μου παρουσιάζεις, να πάνε τα τα θέσονε των κώλων τωνε! Στο γέρο ν-το διάολο ούλοι. Μπρος!...

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν είναι σλανγκ αλλά το κρέμασε στο δουπού ο σύσσλανγκος papalaozi οπότε μισή ντροπή δική μου.

Πρόκειται περί κρητικού ιδιωματισμού που σημαίνει νέος, παλληκάρι. Ετυμολογείται από τα τουρκικά deli = τρελός + kan = αίμα + -lι (παραγωγική κατάληξη). Η ταυτόσημη, όσο και παραστατικότατη, λέξη delikanlı (κυριολ. τρελοαίματος) υφίσταται και στα σημερινά τούρκικα βεβαίως βεβαίως. Η εκδοχή ντελικανής προήλθε μέσω απλοποίησης του συμπλέγματος -νλ- που δεν θεωρείται ιδιαιτέρως εύχρηστο για τα φθογγολογικά μας δεδομένα.

(Ρε παιδιά, θα τρελαθούμε τελείως; Πότε ζήσανε Τούρκοι στην Κρήτη;).

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.
- Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες.
Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα :
- Είντα κάνεις Μανωλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόϊ;

( Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας, εκδ. Νεφέλη 1989).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.

Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified