Further tags

Ο μαλάκας. Σε αντίθεση με τη λέξη "μαλάκας" πού'χει χάσει εντελώς το νεύρο της, ο "σώλος" έχει και τη δεικτική και την ειρωνική διάθεση που λείπει από τον "μαλάκα", αλλά εκφέρεται και τυπικά ως προσφώνηση όπως ο μαλάκας. Από το "ψώλος" (το αρσενικό της ψωλής) και αποτελεί σλανγκιά αντροπαρέας, με δόσεις αυτολογοκρισίας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αυτή η λέξη για να μη θεωρηθεί προσβόλα προσφωνείται μόνο μεταξύ ατόμων που με τον καιρό έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, είναι ομάδα και έχει αποκτηθεί το δικαίωμα ο ένας να σατιρίζει τα χούγια, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του καθενός γιατί μόνον έτσι αυτό δε δηλώνει κακία.


1. - Να' ρε, εκεί είναι σου λένε!
- Καλά ρε, είσαι σώλος τελείως; Πού ήθελες να το δω από κει πέρα και μου μανίζεις με το δαχτύλι σου... Άθρωπος δεν το βλέπει α δε ντο ξέρει πως είναι 'κιε! Σώλε, ε σώλε!
2. - Για που τραβάς, ρε σώλε; Τί ντύθηκες έτσι;
- Στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" τραγουδεί απόψε μια ντανταλοβύζω...άλλο πράμα! Θαν' έρθεις;
-Άλλη δουλειά δεν έχω... Να πάνε θέλει κι οι άλλοι σώλοι, γη;
- Δε γ-κατέω... Μόνος προς στιγμής, γι' αυτό σου λέω...
- Κάτσε παέ στη φωθιά κι ανακέρωσέ τηνε μια ολιά να πάω...Ντριιιιιν! Α, ο Μαθιός είναι:" Έλα ρε σώλε, να φανείτε θέλει, γη μετανιώσατε;""Όι, ερχόμαστενε. Σε 20' είμαστε σπίτι σου".
- Ο σώλος ο κουμαριτζής ήτονε; Να μας αρχίνίξει στο χαρτί και να μας τ' αρπάξει... Όι δεν έχω χρόνο για τέθοια... Πάω στα μπουζούκια καλιά.
- Ξια σου. Εσύ, σώλε, θα χάσεις!
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ευχή προστασίας που ακουγόταν κυρίως από γυναίκες της οικογένειας (μάνα, γιαγιάδες, θείες) προς τα όμορφα βλαστάρια της, για να αποφεύγουν τα κοπέλλια το κακό μάτι. Σημαίνει 'να είσαι αλώβητος από το κακό μάτι'- ενν. το μάτι το αχόρταγο και το άπληστο, αυτό που ματιάζει. Συνώνυμη έκφραση με την 'φτου(σου) ! να μη σε ματιάσω'της κοινής νεοελληνικής. Η κυριολεκτική φτυσιά του ανθρώπου πάνω στο πρόσωπό του είναι γελοία, τον ασχημαίνει και κάνει την ενέργεια της βασκανίας να μην πιάνει εκεί, αφού πια δεν έχει στόχο να λαβώσει.

Η φράση είναι ελλειπτική, καθώς ο πληθυντικός 'αλάβωτα' αναφέρεται σε ό, τι δικό του έχει, κυρίως από το σαρκίο του και ιδίως προίκα καλλονής, δηλαδή σε οτιδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό έχει που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους άρα και να είναι ζηλευτός, με αποτέλεσμα το ζηλόφθονο, το φθονερό ή απλώς το αχόρταγο μάτι του αντίστοιχου ανθρώπου, να ανιχνεύει αυτήν την καλοφτιαγμένη ιδιαιτερότητα και να εκπέμπει προς εκείνη την κατεύθυνση την ενέργεια της έλλειψης αυτής της ομορφιάς που απουσιάζει ως ποιότητα από την πλευρά του πομπού της αρνητικής ενέργειας (του κακού ματιού). Αλάβωτά σου, αλάβωτα όλα τα όμορφα και τα ξεχωριστά σου.


- Είδες τηνε την Ελενιώ μια γ-κοπελλιά απού γίνηκε... Λεβέντισσα!
- Ναι, λεβέντισσα, αλάβωτά τζη...
- Θειες, είντα γίνεστε, καλά' στε;
- Καλά' μαστε, χαρώ σε κοπελλιά μας, αλάβωτά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιντλ στα κρητικά. Λόγω αδυναμίας εκφοράς των συμφώνων που παραβιάζουν τη φωνοτακτική ικανότητα των ελληνικών, ειδικά στο τέλος της λέξης (στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν διπλά καταληκτικά σύμφωνα, παρά μόνο τα "ν" και "ς" που είναι μονά), απλοποιούνται με αποβολή ή συγχώνευση όπως εδώ και με το απαραίτητο ληκτικό -ι που ανήκει στα κλιτικά επιθήματα των ονομάτων, ενδεικτικό του κλητικού παραδείγματος των ουδετέρων (κατάλοιπο κληρικού επιθήματος που κατέληξε ληκτικό από την κατάληξη -ιον, των υποκοριστικό των ελληνικών της ελληνιστικής εποχής,
πρβλ:βίβλος>βιβλίον>βιβλίο, ως ημιλόγιο δεν έγινε "βιβλί", άλλωστε ήταν επί αιώνες αξεσουάρ των καλαμαράδων - καθαρευουσιάνων - αρχαιόπληκτων - αττικιστών αυτό.
παις>παιδίον>παιδί.
άμπελος>αμπέλιον>αμπέλι.
νήσος>νησίον>νησί).
Έτσι και έχουμε λιντλ>λιντζ>λίζι ή λίντι (κατά άλλους). Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι κολλυβογράμματοι και εγκλιματίζουν τις λέξεις και τις ελληνοποιούν και δεν τις αφήνουν παράταιρες μέσα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, όπως οι τάχα μου δήθεν πολύγλωσσοι που ούτε την προφορά τους δεν αλλάζουν γιατί η ξένη είναι πιο γκράντε από της ψωροκώσταινας (δες την Τρέμη όταν λέει :"ας δούμε το ρεπορτάζζ", ή την Μπακογιάννη - πάει το λήμμα - όταν λέει κάτι αντίστοιχο με πολύ "σ" ή "ζ" αλλά και τη Μανωλίδου με το "σσεφ" της λες και ο ντόπιος είναι υποχρεωμένος να ξέρει τις προφορές από τις γλώσσες των όρων των οποίων τους παίρνει ως δάνειο: τέρμα παράνοια ξενοπληξίας και ξενοπάθειας - αναλογικά προς την κουλτουροπάθεια ο όρος). Έτσι η γλώσσα μας, χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους ενσωμάτωσε τα γλωσσικά δάνεια. Και τώρα ο Καπετανάκης, που'χει Ντούγκλα το μουστάκι (από τον Κερκ Ντάγκλας, μπαμπά του Μάικλ, που λάνσαρε άποψη μύστακος μεταπολεμικώς από το Χόλυγουντ), με φωνιάζει και πρέπει να πηγαίνω. Μερβεγιέ και όχι χριστουγεννιάτικα απ'το λίζι.


- Πήγε οπροχτές ο θειος σου απ'το λίζι κι επήρε μου το.
- Και τί είναι αυτό, ρε γιαγιά; Ποιος είναι ο Λίζης;
- Όι άθρωπος, σούπερ μάρκε είναι. Από κείνες σες τσι καινούργιες μαρκέτες είναι, τσι γερμανικές.
- Α, εννοείς τα λιντλ!
(καινούργια, λέμε τώρα... τώρα τελευταία γίνεται ντόρος με δαύτα)

ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: γερμανικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς μόκο, τσιμουδιά, (κάνε) τουμπεκί, σκάσε. Το μουρμού έρχεται και ως αντίθετο της μουρμούρας, της αντιμιλιάς, της κακομοιριάς, της μανιαμουνιάς. Απ' την αργκό του γέρο-Γιώργακα.


- Είντα γίνεσαι, δαφνί;
- Καλά, γέρο, εσύ πως...
- Δαφνί, εσύ μουρμού!Που να με πεις θέλει γέρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μινώταυρους λένε στην Κρήτη οι όχι-και-τόσο-παλαιοί τα περίφημα τρίκυκλα με την καρότσα, των οποίων raison d'etre και συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν ότι ο κινητήρας μπορούσε να γίνει και σκαφτικό μηχάνημα αν τους έβγαζες τα λάστιχα κι έβαζες αλέτρια, και τα οποία ήταν σε ευρεία χρήση σε περασμένες δεκαετίες, αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να πετύχει κανένα ή ίσως ακόμα και ν' αγοράσει (;), καθότι ταντάν ταντάααν! η Κρητική βαρζά βιομηχανία και η ομώνυμη εταιρεία εξακολουθεί να τα παράγει (ή την εξέλιξη αυτών). Πήραν το συλλογικό παρανόμι τους πράγματι από την εταιρεία MINOTAVROS, αν και υπήρχαν κι άλλες (βλ. τα λίνκια στα παραδείγματα).

the real thing

Αλλά σωποδήποτε, δεν θά παιξε ρόλο στο να ταιριάξει το όνομα και η δαιμονικά θορυβώδης παρουσία τους, η μυρωδιά καμμένου καυσίμου και λαδιού που διαχεόταν από τα ρουθούνια τους, η κερασφόρα τους όψη στο τιμόνι και η τρομακτική και τερατώδης εν γένει παρουσία τους (ειδικά αν είσαι κοπελάκι); Δυστυχώς, δεν είμαι μερακλής με τα τροχοφόρα οποιουδήποτε είδους ούτε Ηρακλειώτης για να γράψω πιο πολλά. Απολαυστικές φωτό και ιστορία εδώ.

από Αλίκαμπο Αποκορώνου Χανίων

  1. Σοβαρά τραυματίστηκε σήμερα το απόγευμα ένας 57χρονος στο Στρέφι, όταν το τρίκυκλο αγροτικό ("Μινώταυρος") που οδηγούσε, συγκρούστηκε με επιβατηγό αυτοκίνητο.΄ πηγή

  2. Ένα απαραίτητο εργαλείο για όλες της αγροτικές εργασίες αφού εκτός από μεταφορικό μέσον, στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης τους , μετατρέπονταν και σε σκαπτικό για τα χωράφια. Στα τρίκυκλα που κυκλοφορούσαν τότε στο πίσω μέρος της καρότσας τους αναγράφονταν υπερήφανα η μάρκα του εργοστασίου κατασκευής τους (MINOTAYROS – CANDIA – MINOS - RECOR …) [...] Με τα χρόνια τα τρίκυκλα είχαν την δική τους μικρή εξελικτική διαδρομή, τους πρόσθεσαν μηχανή αυτοκινήτου, μίζα , λεβιέ ταχυτήτων , πεντάλ, απέκτησαν τιμόνι , κουβούκλιο, παρμπρίζ, πόρτες, φανάρια, φλας (πάντα σε αχρηστία ) Μπορούσες να βρείς διάφορα τέτοια μοντέλα σε οικονομική έκδοση η σε full extra ! Αλλά απο τα σπουδαιότερα πρόσθετα τους υπήρξαν τα κομματικά λάβαρα και οι σημαίες, που ανέμιζαν με παρρησία και μέγιστη Κρητική περηφάνια πάνω στις σαραβαλιασμένες καρότσες τους τριγυρίζοντας ανάμεσα στους ταλαίπωρους δρόμους της μεγαλονήσου. Πηγή, όπου και πολλές άλλες πληροφορίες και λινκια προς τις εταιρείες της Κρητικής βιομηχανίας οχημάτων.

  3. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970 ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ [...] ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΤΕΣ. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ ΕΙΧΕ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ 2-3 ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ.ΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΚΥΚΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΗΤΑΝ ΦΟΒΕΡΑ ΕΠΙΚΥΝΔΙΝΟΙ ΟΔΗΓΙΚΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΛΕΙΨΑΝ ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ. [...] ΕΝΘΥΜΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΗΧΟ ΤΗΣ ΕΞΑΤΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΧΡΟΝΟΥ ΚΙΝΗΤΗΡΑ ΖΑΚΣ ΤΟΥ ΣΚΑΦΤΙΚΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΔΕΑ ΤΟΥ ΚΑΥΣΙΜΟΥ ΟΠΩΣ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ 50ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΕΡΙΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΙΚΥΚΛΩΝ ΠΟΥ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΚΑΜΑΡΙ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΣΤΥΛ ΟΔΗΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΙΔΙΟΡΥΘΜΑ ΚΑΙ ΘΟΡΥΒΩΔΗ ΕΚΕΙΝΑ ΤΡΙΚΥΚΛΑ. πηγή

  4. - (φίλη κρητικιά οδηγός αφηγείται:)...Και καθώς πήγαινα στο χωματόδρομο, πίσσα σκοτάδι, βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ένα παράξενο πράγμα, με ένα φως ψηλά στη μέση που έτρεμε πάρα πολύ... Χέστηκα απάνω μου μέχρι να καταλάβω, ήταν ένας γέρος πάνω σ' ένα μινώταυρο με ένα φακό στο στόμα!

    - (οι αναμαζωξιάρηδες του ακροατηρίου:) Ένα τιιι;;;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified