Further tags

1)ορισμός από την ελληνική βικηπαδεία: Το κασέρι (ή κασσέρι) (απο τουρκ. kaşar1) είναι ημίσκληρο τυρί από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες. Παράγεται σε κυλινδρικά κεφάλια διαμέτρου 30 και ύψους 10 εκατοστών εμβαπτισμένα σε φυσικό κερί. Το κασέρι μπορεί να διατίθεται και σε παραλληλεπίπεδες φραντζόλες μήκους 30 εκατοστών και διατομής 10x10 εκατοστών. Παρασκευάζεται κυρίως στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Λέσβο – όπως και σε πολλά μέρη της Τουρκίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το κασέρι έχει καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.)2 με τον Καν.(ΕΟΚ)1107/96 της Ευρωπαϊκής Ένωσης .


2)Σύμφωνα με τους Θεσσαλονικείς, σελεμελέδεςσελεμελές / σελεμελού και εν γένει βορειοελλαδίτες, κασέρι αποκαλείται οποιοδήποτε κίτρινο ή πορτοκαλί-πάντως όχι λευκό-τυρί, σε αντιδιαστολή με τα λευκής αποχρώσεως τυροκομικά, τα οποία αποκαλούνται τυριά.Έτσι κατά τη βορειοελλαδίτικη σλανγκιάσλανγκ, τυρί είναι η φέτα, η μυζήθρα, το μανούρι, το ανθότυρο, ενώ κασέρια το παραδοσιακό κασέρι, η γραβιέρα, το γκούντα, ένταμ, τσένταρ, καμαμπέρ, έμμενταλ κι εν γένει οποιοδήποτε κίτρινης αποχρώσεως τυροκομικό.πρόβλημα γεννά εδώ η κατάταξη του τυροκομικού <κεφαλοτύρι>, δοθέντος, ότι είναι ένα κιτρινόλευκο τυρί.Εδώ οι περισσότεροι λαλάδες, μπαγιάτες μπαγιάτηςκαι μη, αναφέρουμε απλώς το κεφαλοτύρι, χωρίς να εξειδικεύουμε αν πρόκειται για τυρί ή κασέρι.Έτσι η σχετική πίτα, ονομάζεται κασεροζαμπονόπιτα ή σπανιότερα ζαμπονοκασερόπιτα, δίχως κανέναν να ενδιαφέρει τι τυροκομικό πράγματι πλαισιώνει το επίσης αγνώστου προελεύσεως αλλαντικό.

Παράδειγμα εδώ

στο σούπερ μάρκετ. -Καλησπέρα σας.Σε κασέρι τι έχετε? -Υπάρχει γκούντα Ολλανδίας, Ένταμ, Ελβετικό Έμμενταλ και Κεφαλογραβιέρα Νάξου.


3) Και πάλι στη Θεσσαλονικιώτικη μαγκιώρικη μάγκας και συγκεκριμένα δυτικοκαγκούρικη κάγκουρας σλανγκ, ο αντικοινωνικά ξενέρωτος άνθρωπος με δόσεις ηλιθιότητας και κοινωνικής αποκλίσεως.Πρόκειται για χαρακτηρισμό συνώνυμο του λούληλούλης, συναντώμενο ιδιαίτερα σε τιμημένες γλωσσικά δεκαετίες, όπως τα 80's και 90's, οδηγούμενο βαθμηδόν σε εξαφάνιση(αλλά γι'αυτό υπάρχει και το slang.gr, για να διασώσει τη γλωσσική πολιτιστική μας κληρονομιά), προφανώς αποδιδόμενο σε άνθρωπο με τις ιδιότητες του μαλακού ενίοτε γαλακτοκομικού, μαλθακό κι ευάλωτο, που λιώνει εύκολα, σαν το κασέρι(ήτοι ως άνω υπό στοιχείο 2, όλα τα κίτρινα τυριά).

Παράδειγμα εδώ

-Αδερφέ, επειδή δηλαδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση, σήμερα θα μαζευτούμε όλοι στο πατρικό μου, λείπουν οι γέροι μου Χαλλλκιδική, θα φέρει κι ο καθένας τα ξύδια του, θα γίνει φάση σε μιλάω. -Ρε καρντασάκο, όλα γκαλλά, αλλά τη ντελευταία φορά ο αποκάτω μας έφερε τους μπάτσους ναούμε. -Ρε άααασε τώρα τον αποκάτω, άμα τάχει τα κάκκαλα, ας με πει στα ίσια, ότι τον ενοχλάω.Άααντε τώρα, το κασέρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από την βόρεια Ελλάδα που δηλώνει τη κατάσταση όπου κάποιοι είναι νωθροί και οκνηροί και δεν κάνουν απολύτως τίποτα λόγο αδιαφορίας ή τεμπελιάς ή απλά δεν φέρνουν εις πέρας δουλειά την οποία έχουν αναλάβει ή είναι καθήκον τους να κάνουν. Πιθανή η χρήση της και για να περιγράψουμε αυτόν που δεν είναι δραστήριος.

- Τι γίνετε ρε Γιώργο; θα πάμε να ζητήσουμε τα λεφτά από το αφεντικό; Δεν έχω να πάρω γάλα στο παιδί...

- Που να πάμε ρε; Αφού είναι όλοι αραχταλάν εδώ μέσα, δε ξεσηκώνονται με τίποτα, τους πετάει 2 κατοστάρικα το μήνα στη μάπα ο εξηνταβελόνης και κάνουνε μόκο.


-Που 'σε ρε αραχταλάν;

-Χαχαχαχααα, αραχταλάν; τι είναι αυτό ρε; Σέρρες το πέρασες εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θέλω να προσθέσω στον υπάρχοντα ορισμό είναι η γιδιαιτερότητα να μπαίνει η έκφραση στο τέλος της πρότασης, όπως συμβαίνει και με τα αφού, γιατί, για.
Ωσεκτουτής της τοποθέτας-ουραγού, η έκφραση μοιάζει να παίρνει κάπως το νόημα του αφού και του γιατί.

Για το πολύ ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο, που συνηθίζεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα, το Κτη γράφει το παρακάτω σχόλιο στο λήμμα αφού:

 «Για την πιθανή τουρκ. επιρροή με το 'αφού' στο τέλος της φράσης,ιδού τωρινή χρήση στα τούρκικα με το επειδή (çünkü) στο τέλος. Μεταφράζω κατά λέξη: Bu fotoğrafa iyi bakın.  Önceki   gün  Şırnak'ta çekildi. Kimse unutmasın, biz unutmayacağız çünkü. (Κοιτάξτε καλά  αυτή τη φωτογραφία.Τραβήχτηκε χτες στο Σιρνάκ. Να μην την ξεχάσει κανείς, εμείς δεν  θα την ξεχάσουμε επειδή)». 
  1. θα τσακωθείτε; Να φύγω άμα είναι! ΕΔΩ

  2. Παλικάρια και κοπελιές είναι ωραίο να αρωματιζόμαστε αλλά μερικοί φοράτε το κατσαριδοκτόνο. Λυπηθείτε μας άμα είναι. ΕΔΩ

  3. - Μας εχουν διαλύσει με τα κωλομνημονια, δεν εχουμε να φάμε.
    - Ω ρε φιλαράκι, αν εισαι σε τετοια κατάσταση να βοηθήσω άμα ειναι.
    - Αντε γαμησου ρε, εγω εχω κάνει τα κουμάντα μου, σας αγοράζω όλους αν θελω. #elladara ΕΔΩ

  4. Μαγειρεύουν και φασολάκια για σήμερα, εντάξει, πείτε το μου να φύγω από τώρα άμα είναι.

  5. Διάλογος μεταξύ Ανωριμου και Μελαχρινής Σαλονικιάς (δική της η κατακλείδα/ σύνοψη):
    -οτι χρειαστείς!!! Το καλο ειναι οτι έχεις αυτογνωσία!
    -το κακό;
    -οτι δεν έχω κάτι να φάω τωρα..
    -πάνε για κρέπα
    -παίζει η μπαοκαρα αφου!
    άμα είναι αφού εντάξει ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.

Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.

Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.

Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ένεση, ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή στην Β. Ελλάδα.

  1. Στελλα φαρμακοποιέ, θελω να αρρωστήσω για να μου κανεις ενεσα! Σ'αγαπω! Εισαι θεα! (Θεολογική Σχολή) ΕΔΩ

  2. -Ηρθα για δουλεια
    -σιγα τη δλεια π κανς, τι δλεια κανς, σκαυς;; https://www.youtube.com/watch?v=TSj9_qv6dHg
    -χαχχαχαχαχαχ βλαμαδι
    -να σε κανω μια ενέσα να σε πω
    - κατσε να σε εξετασω
    -θα πονεσω γιατρε μου;
    -λιγο
    -τι λιγο μαρη χαζιά, μοιαζω για κοροιδο; μια εντριβη κι αμα θες, ειμαστε οικονομικα ασθενεστεροι
    -σκυψε τοτενες ΕΔΩ

  3. Ρε με αυτο που ακουο θα χτυπισο ενεσες ενδοφλεβιες η στην καροτηδα κατευθιαν μια και εξω ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χαζιά, τρελιά, ζουρλιά

Στη Βόρεια Ελλάδα (στην Δράμα σίγουρα), ίσως και τη Θεσσαλία, λέγονται κι έτσι τα επίθετα χαζή, τρελή, ζουρλή.
Βρήκα το χαζιές (γυναίκες) και τα ζουρλιά πουλιά (πέμπτο και τελευταίο παράδειγμα, αντιστοίχως).

  1. Η άλλη το πιτόγυρο το λέει "καλαμάκι". Καλάμια και παλούκια μαρή χαζιά. ΕΔΩ

  2. -Πόσο καλύτερα θα ήταν αν κοιμόμασταν τώρα μαζί.. Ε παιδιά;
    -Είσαι χαζιά; Το μυστικό του πετυχημένου γάμου είναι να κοιμασαι χώρια

  3. Υπερβολικια, χαζια, τρομακτικια... γιατί ... Ελληνικιά γραμματικιά.. ΕΔΩ

  4. Ποιός μαρή χαζιά ;) Και για την Παλμύρα ο Τσίπρας να τρέξει; Ντιπ για ντιπ το 'χασες. ΕΔΩ

  5. Φαίνεται ότι τα γάντια είχαν το ίδιο γούστο με τον Βασίλη: δεν μπορούσαν τις «χαζιές». (δ. παπαδούλης, Η ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΕΝΗ)


  1. ναι ρε μαρίνα, τι τρελιά που είσαι, καλή καρδιά #katipsinetai ΕΔΩ

  2. -Μέρα χωρίς χαμόγελο είναι (σημάδι ότι τα ´χεις κάνει πουτάνα ολα) χαμένη μέρα.
    -ελα μαρη τρελια σπάσε ένα μικρο μην πάει χαμένη!! κρίμα ειναι!!!! ΕΔΩ


  1. 15Αύγουστος στην Αθήνα. Θα κάτσω να δω την ταινία του Γιάνναρη & μετά θα βάλω ένα νυφικό να τρέχω σαν τη ζουρλιά στους δρόμους. ΕΔΩ

  2. -Αν πετύχω πρώην μου έξω με την δικια τoυ, λέω: "Ορίστε μια χαρά περνάς, τι μου στέλνεις μηνύματα κάθε βράδυ;" και φεύγω....!
    -χαχαχαχαχαχαχαχα! είσαι ζουρλιά! ΦΒ

  3. Ύστερα, απόξω, η βροχή έπαψε και τα πουλιά πέτουνταν πάλι σαν ζουρλιά. Ένα, μου φάνηκε ολόιδιο με κείνο που ο αδερφός μου είχε φκιάξει στο τζάμι της μπαλκονόπορτας της δύσης, βουτώντας το δάχτυλό του, στη θλίψη του φθινοπώρου! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified