Further tags

Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.

  1. - Την είδες τη τζου του τζε;

  2. - Η τζου είναι τρελό μωρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...

Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.

Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).

Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).

Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).

Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο

Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.

1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.

  1. - Τι έγινε ρε Μπάμπη και κάνεις τέτοιο τσαχαλί;
    - Δεν είδες τι μου είπε η κουφάλα;
    - Άσε ρε Μπάμπη, δεν είναι για τα μούτρα σου η γκόμενα.

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπρώχνω κάτι αρχικά ώστε να συρθεί από μόνο του.

Ετυμολογία δεν ξέρω, πάντως μου 'ρχεται στο μυαλό το σβουρίζω και το τσουλάω.

Λέξη που μου 'πε Αρτινός και δεν βρίσκω πουθενά αλλού, ούτε και σε εύλογες παραλλαγές τύπου φουρτζουλάω / σβουρτσουλάω και λοιπά.

Ντάλα μεσημέρι, μπαίνει ο Λούκι Λούκ σ' ένα μπάρ, στάχυ στο χείλι, πάει κάθεται στον πάγκο άκρη. «Πέντε μπίρες» λέει στον μπάρμαν. «Περιμένεις παρέα;» «Όχι». Δέ λεει τίποτα, βάζει τις μπίρες, του τις σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη· πίνει τρείς ο Λούκι κι' ο ίσκιος του δύο.

Την άλλη μέρα τα ίδια. Την παράλλη, ξανά μανά. Την άλλη, πάει ο τύπος και τον ρωτάει. «Ρε σύ» λέει ο Λούκι, «απο τότε που κρέμασα τα πιστόλια μου, μ' έπιασε κάτιτίς ξερωγώ... δέ ξέρω... είπα να πίνω κι' απο μία για τους Ντάλτον τελοσπάντων». «Παραδέχομαι» λέει ο άλλος, πάει γεμίζει πέντε ποτήρια και του τα σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη, γεμίζει ο πάγκος αφρό.

Τραβάει το πράμα μήνες. Μια μέρα σκάει ο Λούκι στο μαγαζί, στο χείλι τσιγάρο, ζητάει όχι πέντε, μία. Παγώνει ο μπάρμαν, ζεματίζονται κι' οι θαμώνες, πετάει δυο πράσινες και το μηχανικό το πιάνο πριν πάψει εντελώς. «Τί θα γίνει, θα μου τη σφουρτζουλήσεις ή να πάω απέναντι;» «Ρε συ Λούκι, ρ' αδερφέ, τί έγινε; Γιατί μία;» «Έμαθα κρέμασαν χθές τους Ντάλτον, γι' αυτό», και γελάει κακαριστά, το τσιγάρο κολλημένο στο κατώχειλο. Ξαναρχίζει το πιάνο απο μόνο του, μηχανικά, οι θαμώνες ξεφυσάνε, βάζει κι' ο μπάρμαν τα γέλια, βάζει και τη μπίρα, και τη σφουρτζουλάει στην άλλη άκρη.

(Απ' τ' «Ανέκδοτα που γελάν οι χαρακτήρες».)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χώρα: την Αλβανία. Την ακούς με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα σύνορα με την συγκεκριμένη χώρα (Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Είναι τύποις συνθηματικό, όμως όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοείς.

  1. - Θα πας μέσα το Σαββατοκύριακο;
    - Ναι, θα πάρω τη γυναίκα και θα πάμε.
    - Ποιος τη χάρη σου Λεντιόνα! Θα σε πάει και στο εξωτερικό ο άντρας σου!

  2. - Από πού είσαι ρε;
    - Από το Αργυρόκαστρο.
    - Από μέσα είσαι πουλάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμοκοπάω άσχημα και ζέχνω σαν ζώο στην ηπειρωτική διάλεκτο.

Από 'ναν πόρδο ζωκοπάει το ύψωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified