Εκ του «Πακιστανός» και του σλαγκικού «μαν», αρκετά συχνά με άρθρα ουδέτερου γένους και με υποκοριστικό αντί του σπάνιου πληθυντικού «πάκμεν».

Παραπέμπει, από σπόντα και μόνο, στο επιδραστικότερο ηλεκτρονικό παιχνίδι όπου η πασίγνωστη φιγούρα συνεχίζει, από το ’80, να καταβροχθίζει αχόρταγα ατέλειωτες νεανικές, κι όχι μόνο, εργατοώρες αποβλακώνοντας πλείστους.

Χρησιμοποιείται από χρυσαυγίτες βέρους και δυνάμει, καθώς κι από συναφείς ρατσιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις, σαφέστατα υποτιμητικά παρά το φαινομενικά περιπαικτικό του όρου.

Το αν επιπλέον κατορθώνει να συνδέσει στο υποσυνείδητο πολλών την αχόρταγη πείνα της ηλεκτρονικής περσόνας με τους συγκεκριμένης εθνικότητες μετανάστες, δεν αποκλείεται.

Το να χρησιμοποιείς εισαγόμενους όρους για να χαρακτηρίσεις μετανάστη… ενέχει κάτι που με ξεπερνάει.

1ο

- Η γιαγιά έχει ξεχάσει τότε που έβλεπε τ΄ αστέρια ανάσκελα.. Αλλά ο πάκμαν τέτοια αδιαφορία % ρε παιδάκι μου!!! - Ο Πάκμαν μπορεί να είναι Έλληνμαν οπότε κράτα τη γλώσσα σου ρατσιστάκο ... Κάνε μια βόλτα % στην Ιτιά και θα δεις πιο μελαμψούς από αυτόν και να είναι βέροι Έλληνμαν. - Αμάν μην θιχθούν τα πακμανάκια να είχατε τέτοια ευαισθησία και για άλλα θέματα πάντως η κοπέλα κοπελάαααααρα και τι λέτε εσείς ευτυχώς δεν μας δείχνουν τους κοπρίτες που αναγκάζουν τα παιδιά να περνάνε μπροστά τους. (σχολιάζει την απάθεια μιας γριάς κι ενός μετανάστη στη θέα παρελαύνουσας θεογλκομενάρας)

2ο

Μπάζει λίγο η ιστορία και μου θυμίζει έντονα αντιγραφή ενός παρόμοιου περιστατικού που έγινε πριν κάνα δυο χρόνια στην Ιταλία, μετά πάλι από ένα αντιρατσιστικό συλλαλητήριο. Ειδικά η σκηνή στο ταξί έχει πολλά κενά. Ο πακιστανός μπήκε με τη βία και σ’ όλη τη διαδρομή ούτε η κοπέλα αντέδρασε ούτε ο ταξιτζής. Κι ο ταξιτζής δεν ψυλλιάστηκε ότι δεν πάει κάτι καλά και αντί για το σπίτι να πάει σε ένα αστυνομικό τμήμα; Εκτός κι αν και η κοπέλα παρουσιάζει τον πάκμαν σαν «το αγόρι της». Και όταν βγήκαν από το ταξί και μέχρι το σπίτι του πάκμαν, δεν μπορούσε η άλλη να φωνάξει; 2 οι εκδοχές: Η κοπέλα την έβρισκε με τον πάκμαν, αλλά δεν περίμενε κι όλο το Ισλαμαμπάντ. Η δεύτερη εκδοχή να είναι όλα παραμύθι βασισμένα στην αντιγραφή του περιστατικού της Ιταλίας.

3ο

Κουράδα......... τραβά γαμήσου με κάνα πάκμαν με σύφιλη.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία του αγγλικού Foo Bar

Χρησιμοποιούνται ως λέξεις που καταλαμβάνουν χώρο άλλων λέξεων, που δεν γνωρίζουμε, κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με πληροφορική.

...μετονόμασε το αρχείο σε κοκό λαλά τελεία exe για να μπορείς να το τρέξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυλοδαρμός.

- Έφαγε σόπι: έφαγε γερό ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι (φανατικοί ή μη) χρήστες της δημοφιλής ιστοσελίδας Luben.gr, που συχνά αναλαμβάνουν τον ρόλο του λαϊκού διαδικτυακού δικαστηρίου σε πολιτικά, καλλιτεχνικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα όταν δηλώσεις των τελευταίων δεν συμφωνούν με τα πολιτικώς ορθά πρότυπα της στιγμής.

Σάκης Νανιάκατος: Είδες τι έγινε με τον Νικήτα Κλιντ;

Νίκος Πόπολος: Τι έγινε ρε μανμου;

ΣΝ: Έκανε μια δήλωση πως προτιμάει να βγάζει τον γκόμενό του για μπύρα στα παγκάκια των Εξαρχείων παρά να πηγαίνει σε καταλήψεις στις βραδιές στήριξης μεταναστών. Το ανέβασε το Luben σε GIFάκι χτες.

ΝΠ: Ωχ, τη γάμησε τώρα ο Νικήτας από το λουμπεναριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιακὴ λέξη γιὰ τὴ γυναικεία ὁμοφυλοφιλία.

Συνώνυμα: λεσβιασμὸς, τριβαδισμὸς (ἐδῶ), τζιβιτζιλίκι

Κατὰ τὴν Ρούλα Σκούταρη: H γαλλική λέξη «σαπφικός», που αναφέρεται στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, υπάρχει ήδη από το 1373 στα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά εμφανίστηκε μόνο τον 19ο αιώνα με αυτή την έννοια (σαπφισμός)

Ἡ κυρία Χ εἶχεν κατηγορηθεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν "ἐπὶ σαπφισμῷ", πλὴν ὅμως οὐδὲν κατ' αὐτῆς στοιχεῖον εἶχεν προκύψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαρρήκτες ή και διαρρήχτες (!) αποκαλούνται τα μέλη του τότε ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ, σήμερα Μ-Λ ΚΚΕ.

Λέγεται ότι το βράδυ της Τρίτης προς Τετάρτη 17 του Ιούλη του 1985 μέλη της παραπάνω οργάνωσης διέρρηξαν τα γραφεία της τότε νεοσύστατης οργάνωσης ΟΑΚΚΕ στη Κοκκινιά. Τα θύματα της διάρρηξης ισχυρίζονται ότι τους έκλεψαν (κοινή) περιουσία αξίας 700.000 δραχμών (του 1985) ενώ κάποιος γνωστός μου εκμυστηρεύτηκε ότι εκλάπησαν απλά μερικές ξύλινες σφραγίδες. Η ΟΑΚΚΕ είναι διάσπαση του ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ (σημερα Μ-Λ ΚΚΕ) που με τη σειρά του αυτό είναι μία εκ των δύο διασπάσεων της μαοϊκής ΟΜΛΕ, η άλλη διάσπαση είναι το ΚΚΕ (μ-λ). Όλοι τους μαοϊκοί.

-Και που βρήκες ότι τους λένε διαρρήκτες;

-Από κάτι σελίδες και μπλοκ στο ίντερνετ και ένα τύπο.

-Δεν υπάρχει κάποια κεραία, κάποιος σύνδεσμος, κάποιο gateway already?* Ώστε να δούμε και εμείς;

-Ξέχνα το, αρκετή διαφήμιση τους έκανα που τους καταχώρησα στο slang.gr όλους αυτούς τους πουθενάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τιτοϊκοί, δηλαδή οι έχοντες ως ιδεολογία τον τιτοϊσμό.

Το τιτοϊκός/τιτοϊστης ετυμολογείται από το όνομα του γιουγκοσλάβου ηγέτη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, όμως τα τιτιστής και τιτικός αποτελούν κάποιου είδους παράφραση γέννημα των ελλήνων σταλινικών, που, για άγνωστο λόγο, δεν διέκριναν, απ' ότι φαίνεται, τα διαλυτικά στη λέξη τιτοϊσμός και έτσι την πρόφεραν χωρίς αυτά, μέχρι που σταδιακά αυτό πέρασε και στο γραπτό λόγο, ακόμα και σε επίσημα κείμενα των κομμάτων και των οργανώσεων τους.

Για την ιστορία, ο τιτοϊσμός ήταν η ιδεολογία της κυβέρνησης της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, από τη κατάληψη της εξουσίας από τους παρτιζάνους του Τίτο στα 40ies, μέχρι και το θάνατό του το 1980. Από εκεί και έπειτα ο τιτοϊσμός σταδιακά παρήκμασε, τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά, φούντωσαν οι εθνικισμοί στη πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, έτσι από το 1991 μέχρι και το 2001 μαίνονταν εμφύλιος και γίνανε πουτάνα όλα.

  1. -Μην μιλάτε σε αυτούς είναι τιτιστές.

  2. (...) τον καπιταλισμό της Τιτικής Γιουγκοσλαβίας (...) εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους σοβιετικούς σύμφωνα με τους αυτοαποκαλούμενους αντιρεβιζιονιστές χοτζαϊστές, απ' όταν το καθεστώς Χότζα έκοψε κάθε επαφή με τις πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πιθανότατα να χαρακτήριζαν έτσι και τους οπαδούς των τότε ΕΣΣΔ.

Ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ἀστός που σημαίνει πλουτοκράτης και το γαλλικό révisionniste που σημαίνει αναθεωρητής. Δεν υφίσταται στον ενικό.

Όταν ήμουν πιτσιρίκος διασκέδαζα να ακούω στα μεσαία ελληνικές εκπομπές από το καθεστώς του Χότζα (του αλβανού, όχι του δικού μας), Έβριζαν τους πάντες (Δύση, Κίνα, Γιουγκοσλαβία) αλλά τα πιο σκληρά λόγια τα φύλαγαν για τους Σοβιετικούς που αποκαλούσαν αστικορεβιζιονιστάδες.(sic) -Vrastaman- Από εδώ.

μία από τις πολλές σημαίες των αστικορεβιζιονιστάδων, γιατί οι αστικορεβιοζιονιστάδες έχουν πολλές σημαίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified