Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.

- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.

- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!

(1997) Διαφημιστικό / Amaretti

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που την λέμε συνήθως στον άχρηστο τύπο ο οποίος παριστάνει τον γνωστικό! Η παρακίνηση ενός αρσενικού να αφήσει οτιδήποτε κάνει και να ασχοληθεί με τρίχες δηλαδή ένα θηλυπρεπές και όχι σκληρό επάγγελμα! Η συνέχεια για τον υπεράμπαλο είναι "και άμα δε μπορείς καθόλου, γίνε κομμωτής του κώλου"!

Ρε αγόρι μου άσε τις πολεμικές τέχνες! Άμα δε μπορείς γίνε κομμωτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκούνης υποτιμητικά στο θεσσαλικό σλανγκ. Ο άξεστος χωρικός από τον κάμπο! Ο άνθρωπος που πέρα από το χωριό του δεν έχει πάει πουθενά.

Πωωω ρε τι καραγκνάς είναι αυτός. Μιλάμε για άνθρωπο των σπηλαίων.

Μηδέν πρόοδος στο χωριό. Τίγκα καραγκνάδες είναι ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκόσλανγκο το οποίο δηλώνει το κάπνισμα ηρωίνης με αλουμινόχαρτο.

Θα τσουλήσουμε τίποτα ρε μάστορα?

Άντε φέρε το αλουμινόχαρτο να κάνουμε τσουλήθρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι χειρότερο απο καταδότης.Ο άνθρωπος που για να καλύψει τον κώλο του μπορεί να καταδικάσει αθώους.

Ο Γιωργάκης?Μεγάλος δότης.Ο παππούς του πρέπει να ήταν μεγάλος δοσίλογος στην κατοχή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατσατζίδικο, όπου μπορεί να φάει κανείς πατσά, λέγεται κι έτσι ως ειρωνικό ψευδογαλλικό, κατά τα σουβλακερί, ουκρανιζερί κ.τ.ό.

  1. Ζήλεψε και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα ο μονόφρυδος γόητας συμφοιτητής. Ρε εδώ άλλοι παντρεύονται μία φορά και φτύνονται, εσύ πόσο μαζόχας είσαι; Και εκεί καλά περάσαμε πάντως, με γκεστ σταρ την σαβούρδα του estarian στο πεζοδρομιο (!) την οποία δυστυχώς έχασα καθώς έψαχνα για πατσαδερί. (Εδώ).
  2. Άκου πατσαδερί !!!! Μαλλον ηταν απο κανενα ξενυχτι...& θα πειναγε.... αλλα πατσα???? Δεν υπάρχει λέμε!!!!! (Από Φέισμπουκ).
  3. Τό χαλαρό αυτό πρόγραμμα έκλεισε στην πατσαδερί ''Τσαρούχας'' όπου και καταναλώθησαν γύρω στις 15 σούπες πάσης φύσεως (πατσάδες). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άστοχος ποδοσφαιριστής .Αυτός που βαράει λες και φοράει τσαρούχια. Ο χασογκόλης.

Ρε τον τσαρούχα! Αυτό το σουτ δεν είναι ούτε για τοπικό, έφυγε η μπάλα εκτός γηπέδου.

Τσαρούχι θρύλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος που κάνει από ανέκαθεν ζωάρα, χωρίς να έχει συναντήσει δυσκολίες ή άγχος στη ζωή του. Για το γεγονός αυτό έχουν φροντίσει στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς του και σπανιότερα η τύχη. Αν και δεν αποτελεί κανόνα, συνήθως οι καλοζωισμένοι είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκοι γιοι έχοντας μικρότερη αδερφή. Ακολουθούν παραδείγματα/στιγμιότυπα της ζωής ενός καλοζωισμένου:

  • Μπαμπάς γιατρός, συνήθως γυναικολόγος. Γιος ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα και ειδικότητα, οδηγώντας την μπαρμπαδίσια μερσεντές του πατέρα για τις εξορμήσεις του στη Χαλκιδική. Χρησιμοποιεί τα λεφτά του πατέρα του για να προσελκύσει κορίτσια, καθώς εμφανισιακά είναι σαν τενεκές.
  • Διαθέτει οικογενειακό εξοχικό σε πανέμορφο μέρος στη Χαλκιδικη, ωστόσο γκρινιάζει στους γονείς του γιατί δεν είναι σε αρκετά κοσμοπολίτικο μέρος (βλ. Καλλιθέα).
  • Η μαμά τον ταΐζει με πολύ προσοχή και του τσιμπάει τα μαγουλάκια σε κάθε ευκαιρία, ωστόσο αυτός της μιλάει απότομα γκρινιάζοντας για ασήμαντους λόγους.
  • Παρ' ότι διαθέτει δουλειά με εξαιρετικό μισθό και άνετα ωράρια, γκρινιάζει γιατί θέλει δουλειά σαν του κολλητού του, η οποία του φαίνεται καλύτερη.
  • Γκρινιάζει (τι πρωτότυπο) γιατί δεν έχει κανονίσει διακοπές όπως θα θέλε. Καταλήγει να πάει Μύκονο, Ίο, κλπ...
  • Κάνει ανελέητα check-in σε trendy μαγαζιά, αναζητώντας πάντα να κολλήσει στην παρέα κάποιου γνωστού. Η παρέα του γνωστού προσπαθεί να τον αποφύγει.
  • Σε περίπτωση που δεν εργάζεται, κάνει ζωή χλιδάνεργου αγοράζοντας ποδήλατα αξίας 1600 ευρώ.

- Πάλι γκρινιάζει ο Βασίλης, δε του άρεσε που δε θα πάμε Μώλο το τριήμερο.
- Δε μας παρατάει μωρέ ο καλοζωισμένος! Κάθε φορά το δικό του γίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified