Δικατάληκτο επίθετο (ο/η πουτσοφάγος) ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που δηλώνει αυτόν/ήν που τρώει πούτσες για να το πούμε εύσχημα. Μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως σεξιστική βρισιά για κάποιον που είναι ή θεωρείται ως ομοφυλόφιλος ή για να εξυβρίσει γυναίκα. Μπορεί, επίσης, να έχει και πιο κυριολεκτικές σημασίες σχετιζόμενες με την πεολειχία από στυλιαροκαταπότρες. Το -φαγος παραπέμπει και σε ζωολογική ταξινόμηση (τ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος, σπερματοφάγος) μάλλον επιτείνοντας τον σεξισμό της έκφρασης.

  1. - ποιά ναταλί φιλε; δωσε διεκρισιν\σεις γιατι υπαρχουν πολλες ναταλιες..που δουλευε; ετων; εθνικοτητα; την πουτσοφαγο λεμε ;D
    - γιατι ξερεις εσυ καμια σλαυα ναταλία που να μην ειναι πουτσοφάγος;;;
    - ηταν κανονικη πουτσοφαγος...δαγκωνε πουτσους...ειχε αφησει πληγες σε πολλους... (Διάλογος στο θρεντ «Αναζητήσεις χαμένων ιερόδουλων» σε μπουρδελοσάη).

  2. Eκτος απο ψωλαρπάχτρας και πουτσοφαγος εγινες και πουτσομετρης τωρα;; ΠΩς τις μετρας τις πουτσες; Με το στομμα; (Από βρις-οφ εδώ).

3. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΥΤΣΟΦΑΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ ΔΕΝΔΡΟΦΑΓΟΣ!

4. Εμφανίστηκε κι αυτός ο πουτσοφάγος ο πρόεδρος του 4ου Ράιχ, με το όνομα που θυμίζει βήχα να ζητήσει συγνώμη. Είπε κάτι για «συμβολικές» αποζημιώσεις του κατοχικού ληστοδανείου, κάτι για τουρισμό και ότι μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Και μετά βγήκε περιχαρής σε όλες τις τηλεοράσεις της Γερμανίας και παίνευε την γαμημένη φάρα του: «Τι ανώτεροι είμαστε εμείς οι Γερμανοί, μέχρι και συγνώμη από τους Έλληνες ζητήσαμε». (Εκτός από βελανιδοφάγος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ των τζάζω (=διώχνω), μπερντέ (=λεφτά) και πουρό, οπότε σημαίνει τον εθνικό ευεργέτη, ως έναν ηλικιωμένο κύριο που πετάει τα λεφτά του.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!).

(από Khan, 27/03/15)(από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.

Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).

(από Khan, 27/03/15)(από Khan, 27/03/15)

Βλ. και χορχορότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυρίως σημασία του, δηλαδή αυτός που είναι κομμάτια, κομματιανός κ.τ.ό. (βλ. συμπληρωματικό ορισμό μας) στο ιδίωμα του μποντιμπίλντινγκ σημαίνει και τον σβάρτσο που έχει τέτοια γράμμωση, ώστε να είναι φέτες, σφαγμένος κιέτς, οπότε είναι τρόπον τινά σαν το σώμα του να έχει διαιρεθεί σε διακριτά κομμάτια, σαν να τον έχουνε κομματιάσει δηλαδή, σφάξει, κόψει φέτες κ.τ.ό. Θυμίζω ότι ειδικά το ούτως κομμάτια εξαπάκετο έχει λάβει διάφορες ποιητικές ονομασίες, όπως μπακλαβάς, μυγοσκοτώστρα κ.ά., που ακριβώς έχουν ως σκοπό να υποδείξουν ότι οι μύες έχουν σχηματίσει ευδιάκριτα κομματιασμένα κουτάκια στην κοιλιά του.

Εξάλλου το κομμάτια είναι γενικότερα δηλωτικό μεγέθυνσης και έντασης, λ.χ. το βλέπουμε και στην Auto/Moto σλανγκ σε εκφράσεις όπως πηγαίνω κομμάτια, μπήκα κομμάτια και βγήκα τρίμματα. Παρομοίως και το φιτίλιας παίζει και στη μποντι-μπίλντινγκ σλανγκ και στην άουτο σλανγκ και είναι, βτς, η πιο κοντινή απόδοση στα ελληνικά του αγγλικάνικου roid rage που σημαίνει τον σβαρτσονταή που από την υπερβολική χρήση στεροειδών έχει ένα θεματάκι με το να ελέγχει τα νεύρα του.

Τώρα που είναι στον όγκο έχει θολώσει λίγο, αλλά το καλοκαιράκι θα είναι κομμάτιας, σταντέ.

Κομμάτιας ο Helmut Strebl! (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον «μαρξιστικολενινιστικό» όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» για τον οποίο, ξοδέψαμε ώρες ατέλειωτες σε αμφιθέατρα, πηγαδάκια και «ζυμώσεις», με ύφος μεγάλων θεωρητικών, έχοντας φυλλομετρήσει κάποιες κομματικές φυλλάδες, απ' όπου είχαμε αποστηθήσει τα sos: κάποια τσιτάτα των κλασσικών, στα οποία είχε γίνει η σχετική κοπτοραπτική για να βολεύουν στη περίσταση. Εκεί κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '80 ή στις αρχές της επόμενης δεκαετίας διάβασα τον όρο αυτό, αλλά δε θυμάμαι πού και από ποιόν.

Πιστεύω όμως ότι περιγράφει ακριβώς αυτά που βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες: Την κυριαρχία της μικρότητας, της κακογουστιάς, της κακοήθειας σε συνδυασμό με το νεοπλουτισμό, το κιτς και τη γκλαμουριά. Χαρακτηριστικό δείγμα η «δημαρχέσα».

- Είδατε τις φωτογραφίες της «δημαρχέσας»;
- Η δικτατορία του κατιναριάτου σ' όλο της το μεγαλείο.

Φαιοκόκκινο κατυν-αριάτο. (από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με βάση την παροιμία : «Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει», που υποδηλώνει κάτι το εξαιρετικό, συνήθως «περί την βρώσιν» (κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς π.χ. μαμά τεκνατζού).

Στην «προκυμαία» περίπτωση όμως, αναφερόμεθα στους γνωστούς, κωδικούς, που αποκλείουν την πρόσβαση (σε κινητά και κάρτες αγορών ή αναλήψεων) στα πλέον αξιαγάπητα μέλη των οικογενειών μας, προς αποφυγήν «πτωχευτικού γεγονότος».

Υπάρχει όμως και άλλη ανάγνωση:
«Το πιν' η μάνα; Του παιδιού να μη δίνει.»
Εδώ ο ποιητής αναφέρεται σε «ουσίες κι οινοπνεύματα» και θέλει να πει ότι, ανεξαρτήτως των έξεων που μας διακατέχουν, οφείλουμε να προστατεύουμε τα παιδιά μας από αυτές.

- Είδες το λογαριασμό του κινητού σου;
- Τον είδα, αλλά δεν τά'κανα εγώ τα τηλέφωνα. Το καμάρι μας τα ΄κανε.
- Πόσες φορές στο 'χω πει; Το pin η μάνα του παιδιού να μη δίνει!

- Τι έγινε ρε Καίτη; Η Μαιρούλα πάλι πιωμένη ήρθε στο μάθημα.
- Δεν είναι τίποτα Λένα μου. Δυο ποτηράκια στο φαγητό ήπιαμε.
- Πόσες φορές στο 'χω πει: Πίν' η μάνα; Του παιδιού να μη δίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά όργανα. Η λέξη έγινε γνωστή απο ομιλία του κ. Ζουράρι στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η λέξη «μέζεα» είναι αρχαία, και σημαίνει τα γεννητικά όργανα, ιδίως του ζώου. Ακριβέστερα, πρόκειται για παράλληλο τύπο του μήδεα που είναι τα γεννητικά όργανα του άντρα. Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται ολόγυμνος ναυαγός στο νησί των Φαιάκων και αντιλαμβάνεται τη Ναυσικά με τις φίλες της, κόβει ένα κλωνάρι φουντωτό, «ως ρύσαιτο περί χροΐ μήδεα φωτός» -να κρύψει τ’ αχαμνά του όπως μεταφράζει ο Ζ. Σίδερης. (https://sarantakos.wordpress.com)

Από την εν λόγω ομιλία:
«Πρόκειται περί ληστρικού κράτους. Και βεβαίως, υπενθυμίζω ότι μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί ότι «τα κράτη έχουν συνέχεια». Επομένως, εφόσον το ναζιστικό καθεστώς αναγνώρισε τις δυο πρώτες δόσεις, το μεταναζιστικό καθεστώς πρέπει να συνεχίσει, διότι τα μέζεά μας, μας τα έχουν πρήξει.»

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

δημαρχέσα, δημαρχέσος

Κακεντρεχές λολοπαίγνιο που μπορεί να σημαίνει:

  • Γυναίκα δήμαρχος (δημαρχέσα),
  • Άνδρας δήμαρχος (δημαρχέσος)
  • Γκέη δήμαρχος (δημαρχέσα, δημαρχέσος),
  • Σύζυγος δημάρχου (δημαρχέσα).

    Εκ του δήμαρχος και τού χέσε μέσα. Ενίοτε γράφεται και με δύο σ.

Σλανγκασίστ: Δων Μήτσος.

1. Ονειρεύεται να γίνει δημαρχέσσα η Τζάκρη!

2. Δε το ξέρω το παλικάρι, κατεβαίνει για Δημαρχέσος;

3. Πω πω, μην με σκας κούκλα μου, που λέγε και η λατρεμένη δημαρχέσα ο Ψινάκης!

3. Η Πατούλαινα δημαρχέσα από τον πρώτο γύρο. Η απόδειξη ότι ο αίλλυνας στηρίζει τη διαφορετικότητα.

4. ποιος ακαρδος χωρισε στη γεννα τη δημαρχέσσα αμαρουσιου και τη ντονατελα βερσατσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified