Πρόκειται για ελληνοποίηση του φαινόμουνου clickbaiting: της ανάρτησης εκ του πορνηρού κατακίτρινων λυνξ σε άρθρα ή βίνδεα που τάζουν αποκαλύψεις, αχαλίνωτο σεχ, τσο και λο, σοκ και πέος, λαγούς με πετραχήλια, κ.ά. αποτροπιασμούς και ανωμαλίες.

Σκοπός της κλικοθηρίας, η μεγιστοποίηση των χτυπημάτων: με κάθε κλικ που κλικάρει ο εύπιστος κλικαδόρος, πανοποντοδοτεί την επισκεψιμότητα του σάη (και ωσεκτουτού, το διαφημιστικό κασέ) του κλικοθήρα.

1.
- Τίτλος άρθρου: «Νέα Σμύρνη: Παγκόσμια πρωτεύουσα σε επιθέσεις καρχαριών!» - Ψιλά γράμματα:...μιλάμε για την παραθαλάσσια Νέα Σμύρνη (New Smyrna Beach) των 22.000 και πλέον κατοίκων, τη δεύτερη αρχαιότερη πόλη των ΗΠΑ.
- Σχόλιο αναγνώστη: Λολ φίλε πανιωνιαρα όλοι για αυτο μπήκαμε. Α ρε γκαζετα με την κλικοθηρια σου, δεν πειράζει τουλάχιστον εδω σκασαμε στα γέλια όταν καταλαβαμε :P :P

2.
Από την άλλη, με στεναχωρεί η εμμονή στο flame και την κλικοθηρία. Έχω μειώσει κατά πολύ τον αριθμό των site που βλέπω καθημερινά στα πλαίσια της «δουλειάς»

3.
Mέτρα κατά της «κλικοθηρίας» λαμβάνει το Facebook

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλοκαίρι ή γενικά η καλοκαιρία στα καλιαρντά, εκ του λατσός (=όμορφος) και του τέμπα (=καιρός).

Απαπα μητε και να το συζητας. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου η πουτάνα. Εγώ θα μπισέλω πολλές ώρες τώρα. Με ξεθέωσε ο άχρηστος. Άλλη φορά να σε χαρώ. Έχουμε όλη τη λατσοτέμπα μπροστά μας. Εσυ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Αιντε και καλά να περάσεις. Αβέλω μπακαλούμω και μη μου κρατάς κακία. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 29/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για την έκφραση όλα τα λεφτά, ψηφιακά ρηλόντεντ από τους θαμώνες των φατσομπουκίωνε, των ινσανγκραμίωνε και των ασκεφεμιώνε.

Συνήθως συνοδεύει κιτσάτες, γλυκανάλατες, ή δακρύβρεχτες αναρτήσεις-τρασιές, τ. οκτάχρονο που τραγουδάει ξυπόλυτο το Summertime νενικώντας την Billie Holiday, ανάπηρο Τσιουάουα με αυτοσχέδια ροδάκια που γλιτώνει τα αφεντικά του (τυφλούς σιαμαίους διδύμους) από επίθεση ανακόντας, και ταλιμπάν.

Αναρτάται πρωτίστως από likeιστές, τόσο για τα υποβάλουν διαδικτυακά σπεκ σε αναρτήσεις τρίτων όσο και να ζητιανέψουν λάϊκ για τις δικές τους.

1.
- Πόσα Πειραιώτικα like για τον θρύλο;;;

2.
- ΠΟΣΑ LIKE ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΧΟΧΑ ΜΑΤΙΑ

3.
- Πόσα like για το πιο ΘΕΤΙΚΟ αξεσουάρ του φετινού καλοκαιριού; #mynewshoes #amazing #luvthem…

4.
Χίλια Λάικ για σένα που ανέβασες αυτή την τραγουδάρα!!!!

5.
ααααααχ χίλια λάικ για την περιγραφή! τι καταπληκτικά που τα είπες!

6.
Χίλια λάικ που κλείσανε μέσα τους Χρυσαυγήτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρως ελληνοποιημένη σλανγκιά για τις σέλφι, τις σέλφικες δηλαδή αυτοφωτογραφίες που βγάζουν κάθε λογής ανασφαλή τσόλια για να τις αναρτήσουν στα φατσομπούκια, τα ινσταγκράμια και τα ασκεφέμια εις άγραν likeιστικής επιβεβαίωσης του εγώ.

Βλ. το γαμοσλανγκοτέτοιο -ιά και τα σλανγκενεργά υποπαράγωγα αυτού.

1.
- Σελφιά με τον γαμπρό μου ;)

2.
Πλεον τα τσεκ-ιν αντικατέστησαν οι σελφιές, στις οποίες φυσικά μπορείς να προσθέσεις και την τοποθεσία που τραβήχτηκε η φωτογραφία, οπότε...

3.
- Άκουσα το «έλα να βγάλουμε σελφιά» χτές το βράδυ. Εγκρίνω την ελληνοποίηση (και γιατί όχι «σελφουριά», «σελφαλίκι», «σελφατζής» κτλ)! - Θα προτιμούσα: σελφιλίκι, σελφιτζής...

Πόσα λάϊκ για την πρωτεύουσα αυτή σελφιά; (από σφυρίζων, 26/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπαντρη γυναίκα προχωρημένης ηλικίας (γεροντοκόρη) αλλά και η γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας που δεν έχει σχέση γιατί δεν μπορεί να βρει σύντροφο.

- Ρε συ, τι κάνει η ξαδέρφη σου η Άννα; Χρόνια έχω να την δω. Παντρεύτηκε;
- Με τα μυαλά που κουβαλάει; Μπακουρόγατα κατάντησε.

(από Khan, 28/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιτόγυρο όταν το παίρνεις και το τρως σπίτι.

Τελικά μείναμε μέσα και πλακωθήκαμε στα σπιτόγυρα.

(από allivegp, 25/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γηπεδικό επιφώνημα χαρακτηρισμού προσώπων.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.

Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.

Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"

Άντε κάντε του λεζάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαντάσου μετά απο την βραδινή κρεπάλη σε μπαράκια και άλλα τέτοια ιδρύματα, να την στριμώξεις σε κάποια ερημιά, να την στήσεις στα τέσσερα και μόλις κατεβάσεις το βρακί για να τον χώσεις να σε χτυπήσει σαν χαστούκι στα μούτρα όλη η βρώμα που μαζεύτηκε στο σημείο απο μια ολόκληρη νύχτα απλησιάς.

Κατεβάζω το βρακί και λιποθυμάω απο το κωλομουνοντούμανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified