Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το γούγλη και τις διαφημίσεις του, το σαμπάνι είναι ιμάντας ή γάντζος και κρατάει τα κάθε λογής συρματόσχοινα που χρησιμοποιούνται στα βαπόρια. Εγώ όμως ξέρω ότι σαμπάνι λένε οι ναυτικοί το ίδιο το συρματόσχοινο και θα επιμείνω.

Ό,τι κι αν ισχύει, το σίγουρο είναι ένα : Επειδή το σαμπάνι τεντώνεται και δέχεται πολύ μεγάλες δυνάμεις, είναι πολύ σημαντικό να ΄ναι γερό και να μη σπάει. Για να το κάνω ακόμα πιο λιανά, το σαμπάνι άμα σπάσει, μετατρέπεται σε δολοφονικό όπλο που γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και όποιον συναντήσει στο διάβα του τον έφαγε μαύρο σκοτάδι. Το μόνο που προλαβαίνεις ν΄ ακούσεις είναι το σφύριγμα, λένε.

Στο πληθυντικό είναι τα σαμπάνια. Το γράφω για την περίπτωση που τακιμιάσετε με κάνα ναυτικό και αυτός αρχίσει ιστορίες για σαμπάνια και εσείς νομίσετε ότι σας μιλάει για ντομ περινιόν και δεξιώσεις.

Τον Παναή, απέναντι, έσπασε ένα σαμπάνι, είπανε, του καραβιού που ξεφορτώνανε και τον έκοψε στη μέση. Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα απ΄ τα μοιρολόγια και τις φωνές ...«αδέρφι, αδέρφι»... κι ορκιζόμουνα πως εγώ χαμάλης στον Οργανισμό, να με κόψει στη μέση ένα σαμπάνι ή να με λιώσει μια ντάνα που θα φύγει απ΄το βίντσι, δεν πάω... (Διονύσης Χαριτόπουλος, Τι θα γίνω ;;)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η επαναληπτική καραμπίνα που ονομάζεται έτσι εξαιτίας του ήχου που κάνει όταν οπλίζει με το χειροκίνητο τράβηγμα της «πάπιας» στο κάτω μέρος του όπλου.

  1. (από εδώ)
    «Οι περισσότεροι κυνηγοί προτιμούν την αυτόματη καραμπίνα από την επαναληπτική, λόγω ταχυβολίας. Έχουν -όπως φαίνεται- πεισθεί ότι η αυτόματη είναι πιο γρήγορη. Όσοι έχετε διαδικτυακή σύνδεση όμως, επισκεφθείτε το youtube.com και δείτε τα σύντομα βίντεο κυνηγών που ρίχνουν με χράπα-χρούπα με ρυθμό οκτώ βολών... σε ένα δευτερόλεπτο. Τότε θα πεισθείτε ότι η χράπα-χρούπα είναι εξίσου γρήγορη με την αυτόματη. Πώς όμως αναπτύσσει κανείς την ικανότητα να ρίχνει γρήγορα με μια χράπα- χρούπα;»

  2. (από εδώ)
    «Επαναληπτικές Καραμπίνες (Χράπα Χρούπα)

Οι επαναληπτικές καραμπίνες χαρακτηρίζονται από την χειροκίνητη λειτουργία τους και είναι εξαιρετική
επιλογή για σκοποβολή σταθερού στόχου, πρακτική σκοποβολή, κυνήγι και για όποιον ενδιαφέρεται
να αποκτήσει όπλο για πρώτη φορά.»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Κώστας Μήτρογλου. Αποκαλείται έτσι λόγω της δεινής ικανότητάς του στην επίτευξη γκολ αλλά και της κωλοπαιδίστικης εξω- και ενδο- γηπεδικής συμπεριφοράς του.

Ρε τί έβαλε πάλι το γκολόπαιδο!

(από allivegp, 16/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, είναι είδος βουτιάς κατά το οποίο ο δύτης περιστρέφεται κατά την πτώση γύρω από τον εαυτό του θυμίζοντας τον ελικοειδή τρόπο με τον οποίο εκδιπλώνεται η σερπαντίνα.

Έπεσε στην πισίνα κάνοντας μια ωραία σερπαντίνα!

Προς αποφυγή και των δυο (από σφυρίζων, 16/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρογγυλοκάθομαι στα καλιαρντά, εκ του πούλη (<bul = κώλος στη ρομανί) και βιδώνομαι.

Παράδειγμα Αίαντος από το λήμμα σικ ρανζέ οριεντάλ:

Πρὰνς πουλοβιδώθηκεπουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσός καὶ σὶκ ρανζέ ὀριεντάλσκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδοπαπουδιά, όπου κάποιος επαινετικά (σπανιότερα ειρωνικά) αναφέρει κάποιο κράτος ως παράδειγμα οργάνωσης, πειθαρχίας, παροχών, συνέπειας κλπ, σε αντιδιαστολή με το ελληνικό μπουρδέλο.

Μπορεί να αποτελεί περίπτωση ξενολαγνείας, άγνοιας του τι πραγματικά συμβαίνει εκεί όπου αναφέρεται, οτιδήποτε αρκεί να του κολλάει εκείνη τη στιγμή στην ελληνομιζέρια του.

Παράβαλλε δεν υπάρχει κράτος κλπ κλπ.

  1. - Στη Γερμανία θα είχαν βάλει 500 πινακίδες. Για την επικίνδυνη στροφή, για τη λακκούβα, για το «ολισθηρό οδόστρωμα», την ομίχλη. Εδώ βάλαμε ένα θαυμαστικό και καθαρίσαμε...
    - Εμ, ο Γερμανός έχει κράτος...

  2. - Στην Ελλάδα οι διεφθαρμένοι υπουργοί τα παίρνουν φόρα παρτίδα και τους ξανακάνουν υπουργούς ξανά και ξανά. Στην Κίνα τους εκτελούνε. Αλλά ο Κινέζος έχει κράτος, γι' αυτό βαστιούνται ενάμιση δις κόσμος...
    - Ά ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified