Η ελληνικοποίηση της γνωστής σε όλους έκφραση epic fail (ολική αποτυχία), η οποία έγινε ευρέως γνωστή στα μέσα του '10 αλλά συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ευγενικός τρόπος για να πεις «μαλακία».

- Είσαι να παίξουμε online Call of Duty απτο PS3;
- Τι φεϊλούρα είπες πάλι; Αφού δεν έχω Wifi για να το συνδέσω με το Ίντερνετ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eιρωνικά-περιπαιχτικά ο αλλοίθωρος στη Χίο (από τον ΝΔ άνεμο;;).

- Εσένα μιλούσε, εμένα κοίταζε, ο γιατρός. Μπάς και μού την πέφτει;
- Slow the eggs... Γαρμπής είναι. Την άλλη φορά θα κάτσουμε ανάποδα να δείς που θα κοιτάζει το παράθυρο...
- Νοστιμούλης πάντως...
- Ίσα μωρή!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα του κόσμου του θεάτρου και σημαίνει ότι τα μέλη ενός θιάσου έχουν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους στην πραγματική ζωή με ευεργετική επίδραση και για το πώς συνεργάζονται για την παράσταση.

Η συνηθέστερη κλισεδιάρικη φράση είναι «κάνουμε καλό καμαρίνι κι αυτό βγαίνει στην σκηνή», ή κάποια παρόμοια (βλέπε παραδείγματα), η οποία όμως όταν λέγεται ως απάντηση σε πρωινατζούδες βγάζει μια ξανθεμετική μικροαστίλα και έναν πολύ έντονο ναρκισσισμό τύπου «χαιρόμαστε που όλοι εμείς τα σελεμπριτόνια περνάμε τόσο καλά μεταξύ μας και αυτό περνάει και σε εσάς που μας θαυμάζετε». Συναφής φράση το «περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει στον κόσμο». Η κινηματογραφική ή τηλεοπτική εκδοχή είναι «περνάμε υπέροχα/ τέλεια στα γυρίσματα και αυτό βγαίνει στον κόσμο».

Παρόμοιες φράσεις μπορούν να λεχθούν και ευρύτερα όταν μια ομάδα έχει συναίσθηση ότι αποτελεί τρελό παρεάκι και περνάει τόσο καλά, ώστε μεταδίδει το καλό μουντ (τ. αξίζω) και την ωραία ατμόσφαιρα και στους θεατές της, εννοείται με (αυτο)ειρωνική διάθεση.

  1. - Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στην σκηνή!
    Καλά μιλάμε, τα μέλη του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος, πρέπει να περνάνε πολύ καλά στα παρασκήνια. Φαίνεται αυτό, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα! Εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας αυτό το περίσσευμα αγάπης, η στοργή, η τρυφερότητα, τα βαθιά φιλικά αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον:
    - Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο (σου)!
    Περνάνε καλά στα καμαρίνια τα παιδιά… Κι αυτό βγαίνει στη σκηνή… Βγαίνει επίσης και στη μικρή οθόνη. Ξέρετε, το κλασικό το πλάνο που μπαίνουν ένας – ένας για υπουργικό συμβούλιο. Η κάμερα είναι τώρα… που να σου πω… πως κάνουμε το σταυρό με το δεξί το χεράκι; Καμία σχέση! Έξω αριστερά. Και περνάει ο θίασος να μπει μέσα. Και τη βλέπεις, αγάπη μου, την ξινίλα! Το βλέπεις το μάτι το στριτζωμένο, το κολλημένο χαμόγελο – η χαρά του συρραπτικού. Βλέπεις πως καρφώνουν το βλέμμα στην πλάτη του μπροστινού. Αυτό δεν είναι βλέμμα… Αυτό είναι «ένα μικρό μικρό μαχαίρι» που έλεγε κι ο Λόρκα – μια που μιλάμε για θέατρο… (Όχι κύριοι υπουργοί, ο Λόρκα δεν πήρε μεταγραφή στον Πανιώνιο, συγγραφέας ήτανε, τίποτα σπουδαίο, μην θορυβείστε)…

- Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στη σκηνή!

Η Μπιρμπίλη σκοτωμένη με τον Ρέππα και τον Ραγκούση. Ο Ραγκούσης με τον δόλιο τον Ντόλιο. Ο Διαμαντίδης με τον Βλάχο. Οι Χρυσοχοΐδης με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπουτσής με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπαϊωάννου με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Καστανίδης δεν θυμάμαι. Ο Πάγκαλος με το σύμπαν: Όσους τα φάγανε κι όσους τα φτύσανε. (Εδώ).

  1. (Κυριολεκτική χρήση εδώ)

«Περνάμε καλά στα καμαρίνια και αυτό βγαίνει και προς τα έξω». Αυτή είναι μια κλισέ φράση που χρησιμοποιούν συχνά οι ηθοποιοί. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως φαίνεται να ισχύει, αφού και το καμαρίνι παίζει το ρόλο του… [...] Δεν είναι όμως ένα καμαρίνι σαν όλα τα άλλα… Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Αργύρης Αγγέλου, είναι: «Το ωραιότερο θερινό καμαρίνι!». Μεγάλο, ανοιχτό, καθαρό και γεμάτο αφίσες από ταινίες του Hollywood. Πώς να μη σου φτιάξει τη διάθεση προτού βγεις στη σκηνή, λοιπόν;

  1. Στις πρόβες περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει προς τα έξω και το εισπράττει ο κόσμος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναυπηγείο, στη ναυτική αργκό.

Εκ του αγγλικάνικου yard (> shipyard). Πέον να σημειωθεί ότι στις σλανγκιές των ναπτών συγκαταλέγονται μπόλικες αγγλιές, όπως τριμάρω (trim), νετάρω (to net), σλάτζια (sludge), κ.ταλ.

Να μη συγχέεται με την ελληνοαμερικλανιά πίσω γιάρδα (back yard).

1.
Σε μία από τις πρώτες ομιλίες του στους εργαζόμενους ο Παναγιωταρέας είπε κατά λέξη ότι «στον πύργο γαμιούνται και στη γιάρδα κοιμούνται». Εννοούσε ότι στα γραφεία, ή αλλιώς όπως το λέμε εμείς στον «πύργο», πηδιούνται στην κυριολεξία, ενώ οι εργάτες κάτω ξύνονται.

2.
Ανάμεσα στους Ελληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι Γιάννης Αγγελικούσης, Βίλλυ Παναγιωτίδης, Ντίνος Μαρτίνος, η οικογένεια Τομάζου, ο Βίκτωρας Ρέστης, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Νίκος Τσάκος, ο Βασίλης Παπαχρηστίδης, ο όμιλος Λάτση, ο Ανδρέας Μαρτίνος, ο Γρηγόρης Καλλιμανόπουλος, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, ο Χάρης Βαφειάς, ο Νίκος Φιστές και ο Διαμαντής Λεμός.

3.
♪♫ If it wasn't for the nips
Being so good at building ships
The yards would still be open on the clyde.
And it can't be much fun for them
Beneath the rising sun
With all their kids committing suicide What have we done
Maggie what have we done;
What have we done to England; ♪♫

(από σφυρίζων, 13/09/13)(από σφυρίζων, 13/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συν + ηδονή, συνολική-συλλογική ασυνείδητη ηδονή, κοινωνική ηδονή, δείκτης κοινωνικής αυταρέσκειας.

- Η συνηδονή της Θεσσαλονίκης είναι στα ύψη...
- Λέτε να πέσει ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική εφίδρωση της περιοχής ανάμεσα στους όρχεις και στο μπούτι καθώς επίσης και πάνω από τον βλενογόννο της κωλοτρυπίδας.

  1. Κολλητή, έπιασε πολύ ζέστη αυτές τις μέρες και θα αρχίσουν τα ιδροκώλια.

  2. Γιώργο σήκω από τον καναπέ γιατί το ιδροκώλι σου θα αφήσει σημάδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έγινε γνωστή και διαδόθηκε από τον Γιάννη Τζόκλα. Προέρχεται από τη μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας στο διεθνές σύστημα μονάδων Μπέκερελ (βλέπε και Ανρί Μπέκερελ) και σαν σκοπό έχει να δηλώσει κάθε είδους αρνητική κατάσταση την οποία μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος.

Δηλώνει:

1) Αρνητική ενέργεια
2) Ξενέρωμα
3) Ατυχία – αναποδιά
4) Κινητό τηλέφωνο που χτυπάει σε παραλία σε νησί άγονης γραμμής

Τη χρησιμοποιούμε επίσης για να δηλώσουμε κάθε είδους άσχημη κατάσταση.

  1. Ήρθε μέσα στα νεύρα και με μπεκερέλιασε.

  2. Άκυρο το ταξίδι φάγαμε μπεκερέλα μάγκες.

  3. Έπεσε στο μονοπάτι και έσπασε το χέρι του.Μπεκερελιάστηκε άσχημα.

  4. Ιδιαίτερη μορφή μπεκερέλας είναι η χρήση smart phone σε νησί άγονης γραμμής (σύμφωνα με τον bill-o).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωροφυλακίστικα αποκαλούνται οι προσεγγίσεις, συμπεριφορές και εξουσιασμοί που χαρακτηρίζονται από, αυθαιρεσία, ετσιθελισμό, πατερναλισμό, αμβλύτητα πνεύματος, κουτοπονηριά και αλαζονεία τ. «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»

Συχνά εκφέρεται με τσι μορφές:

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο κυρίως ως πολιτικό μπινελίκι, δεδομένου ότι η αλήστου μνήμης Βασιλική Χωροφυλακή ήταν χρεωμένη με την καταστολή της αριστεράς.

  1. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

2.
Φιλαρακο τα χωροφυλακιστικα του τυπου «δεν ξερεις σε ποιον μιλας» αστα

3.
Είναι τόσο επιδερμικά και χωροφυλακίστικα τα μέτρα της κυβέρνησης που, παρά το γεγονός ότι έχουν τη ρητή συναίνεση μεγάλου κομματιού του ΠΑΣΟΚ, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουν την ανοχή της κοινωνίας.

4.
Ομως η ηγεσία του υπουργείου δεν λέει να προχωρήσει λίγο πέρα από τη χωροφυλακίστικη τεχνολογία του χτυπήματος της κάρτας. Αν οι υπάλληλοι έλυναν σταυρόλεξα δεν την πειράζει. Αρκεί να ήσαν παρόντες. Αν έπαιζαν πασιέντζες στον υπολογιστή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Θα έπαιρναν και το ελληνικής εμπνεύσεως «επίδομα υπολογιστή»

5.
Ο θάνατος του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου (6-12-2008) πέρα από τη θλίψη, τον πόνο, και την οργή που είχε γεμίσει την Ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε το τέλος μιας κακής περιόδου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί πλήρως η «Χωροφυλακίστικη μέθοδος συγκάλυψης» (η κουτοπονηριά) που εφάρμοζε απερίσκεπτα επί χρόνια σε παρόμοιες περιπτώσεις, η εκάστοτε φυσική και πολιτική της ηγεσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλουμπιά, η (ουσ.). Η αίτηση ή/και λήψη μονοημέρου κανονικής αδείας της οποίας δεν προηγείται ή έπεται σαββατοκύριακο ή αργία.

- Τι έγινε, πάλι λείπει ο Γιάννης;
- Ναι, πήρε άδεια.
- Ώπα, καλή φάση. Το έκανε πενταήμερο, ε;
- Όχι, μόνο σήμερα, Τρίτη, πήρε.
- Α, μάλιστα. Πάλι πλουμπιά ξηγήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified