Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός του άνιωθου νουμπά στα online games (π.χ. ντότα), ο οποίος φηντάρει, δε νιώθει στα γκανγκ, και γενικώς είναι τσιμπούρι στον κώλο των υπολοίπων παιχτών.

Κοίτα ένα πηδόζωο Balanar που έχει 0-8 στο 5ο λεπτό..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις ψυχή και λέσι που σημαίνει βρώμικο, κατά το «λέτσος», «λέρα», κτλ. Αναφέρεται σε πολλές κατηγορίες ατόμων και τους συνδυασμούς αυτών.

Ως ψυχολέσι χαρακτηρίζεται:

  • ο ψυχαναγκαστικός
  • ο μαζοχιστής που προσπαθεί να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του πως οι μίζερες προτιμήσεις του είναι οι καλύτερες από άποψη απόλαυσης, εξυπνάδας και άνεσης. Με λιγότερο αρνητική έννοια, ο έχων την τάση προς τη δημιουργική ταλαιπωρία, τη δική του και των φίλων του, με αποκλειστικό σκοπό την πρόκληση γέλιου.
  • ο μόνιμα αφηρημένος που τρώει και ολικό shut down περιστασιακά, παρόλο που δεν είναι σε θέση να κάνει σοβαρές σκέψεις που να δικαιολογούν την απουσία επαφής με το περιβάλλον λόγω περισυλλογής.
  • ο χωρίς αληθινά προβλήματα καταθλιπτικός η συνεχώς στραβωμένος και γκρινιάρης.
  • ο καμένος από χρήση αλκοόλ και λοιπών ουσιών που απλά έχει βγάλει εκτός λειτουργίας το μεγαλύτερο κομμάτι του εγκεφάλου του, κατρακυλώντας ορόφους στην τροφική αλυσίδα.
  • ο ημιμαθής ιδεολόγος, αναλυτής των πάντων, γνωμοπώλης, αμπελο-παπαρο-φιλόσοφος που ταλαιπωρεί το μυαλό του και τους άλλους συνθέτοντας κολλάζ από ιδέες που ακούει εδώ κι εκεί και δεν είναι σε θέση να καταλάβει το μυαλουδάκι του.
  • ο αργόσχολος, που π.χ. αρέσκεται στο να σαπίζει μέχρι τελικής πτώσης στον ίδιο χώρο/μαγαζί ακόμη κι αν έχει σταματήσει να του προσφέρει την οποιαδήποτε χρησιμότητα/απόλαυση και προτιμά να σέρνει την ανούσια ύπαρξη του εντός μικρού βεληνεκούς. Εναλλακτικά του αρέσει να καταναλώνει όλη την ενέργειά του σε μηδαμινής αξίας δραστηριότητες, οπότε πρακτικά καταλήγει να μην ασχολείται με τίποτα.
  • ο χάχας, που αρέσκεται στο να χαζογελάει και να ξεφαντώνει συνεχώς με τις ίδιες χαμηλού επιπέδου και χιούμορ βλακείες, τις οποίες απολαμβάνει σαν να άκουγε/έκανε για πρώτη φορά.

Σαφώς και υπάρχει πλήθος συναφών κατηγοριών που όμως δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθούν σε αυτό το λήμμα γιατί η πλήρης καταγραφή τους θα απαιτούσε άπειρο χρόνο και ο συγγραφέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης ως ψυχολέσι.

  1. - Ρε φίλε έχουν ματώσει τα πόδια μου από τις κοτρόνες εδώ. Γιατί δεν πήγαμε στη μεγάλη παραλία με την άμμο δίπλα;
    - Γιατί εκεί πάνε όλοι.
    - Ναι, δίπλα όλοι και εδώ τα ψυχολέσια.

  2. - Τι λέει το νέο τμήμα στη δουλειά;
    - Τι να πει με όλα τα ψυχολέσια εκεί μέσα. Τους μιλάς για οτιδήποτε και σε κοιτάνε σα χάνοι. Καμία επαφή.

  3. - Σας βρήκα προσκλήσεις για ένα ρομαντικό δράμα από το περού που μιλάει για τις σχέσεις των δύο φύλων.
    - Θα 'μαστε μόνοι μας στην προβολή ή θα 'χει κι άλλα ψυχολέσια;

  4. - Χρήστο, είναι 7 το πρωί ρε. Εμείς και η σερβιτόρα μείναμε και τα κορίτσια κοιμούνται στον καναπέ. Πάμε;
    - Όχι άραξε να ακούσουμε και το επόμενο τραγούδι.
    - Έλα μαλάκα, την κάνω. Κάτσε να ψυχολεσιάσεις όσο θες εσύ.

  5. - Γιατί να πάμε διακοπές εκεί που έχει κόσμο φέτος; Πάμε να την πέσουμε ελεύθερο ολομόναχοι να την πίνουμε και να κοιτάμε το κύμα;
    - Ναι. Αρκεί να μη σκάσουν κι άλλα ψυχολέσια και μας τρελάνουν στην τράκα.

  6. - Μόνος;
    - Περιμένω τον άλλον.
    - Ποιόν;
    - Αυυυυυυττττόοοοοοοόν! 1-0.
    - Έλεος ρε φίλε. 30 χρονών ψυχολέσι!

  7. - Πού θα πάμε σήμερα;
    - Ξέρω γω, πάμε έξω και βλέπουμε.
    - Ναι στο άλλο το ψυχολέσι πες το που θα θέλει να πάμε όπου θέλει αυτός μόνο.

  8. - Γιατί περπατάς έτσι περίεργα;
    - Δε θέλω να πατάω στα μαύρα πλακάκια.
    - Α καλά, μεγάλο ψυχολέσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραμόρφωση του ήχου λόγω υπερβολικής ενίσχυσης που έχει σαν αποτέλεσμα να ψαλιδίζονται οι κορυφές των κυματομορφών.

Ακούγεσαι τζιτζίκι, χαμήλωσε την ένταση [από συνομιλία με skype]

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι ονομάζεται ειδική συσκευή ή επιλεγόμενη θέση στα περισσότερα πολύμετρα, η οποία, μετά από απλό χειρισμό, μας καταδεικνύει με ένα χαρακτηριστικό ήχο αν είναι κλειστό ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα. Ο έλεγχος γίνεται πάντα εκτός τάσης (χωρίς να έχουμε ρεύμα στο προς έλεγχο κύκλωμα, δηλαδή).

Να ένα παράδειγμα:

Έχεις ένα μάτσο από μπλεγμένα καλώδια και θες να βρεις ένα μονοκόμματο. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να βρεις όλες τις άκρες των καλωδίων, να τις καθαρίσεις από τη μόνωση ώστε να φανεί το εσωτερικό του, να κρατήσεις ενωμένο το ένα άκρο του τζιτζικιού με ένα τυχαίο άκρο από το μάτσο και, με το άλλο άκρο του τζιτζικιού, να αρχίσεις να ακουμπάς τις υπόλοιπες άκρες των καλωδίων. Όπου ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, σταματάς. Τα κατάφερες! Οι δύο άκρες που έχεις στα χέρια σου τώρα, αντιστοιχούν σε ένα μονοκόμματο καλώδιο.

Άλλο παράδειγμα, πιο κοινό. Έχεις μια λάμπα πυρακτώσεως λευκή και δεν ανάβει, παρόλο που έχεις ρεύμα παντού και όλες οι ασφάλειες στον πίνακα είναι ανοιγμένες (σε θέση on) ενώ δεν έχεις πουθενά άλλη λάμπα να την αλλάξεις και να την δοκιμάσεις. Παίρνεις λοιπόν το τζιτζίκι σου (που πιθανόν να βρίσκεται στο κάτω συρτάρι της κουζίνας), ξεβιδώνεις τη λάμπα και ακουμπάς το ένα άκρο του τζιτζικιού στο κάτω μέρος της λάμπας και το άλλο άκρο στο σπείρωμά της. Αν ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, πα να πει ότι υπάρχει συνέχεια στο κύκλωμα και η λάμπα είναι Ok, οπότε θες ντουί ή διακόπτη ή δεν ξέρω και 'γω τι. Αν δεν ακούσεις τίποτα, απλά άλλαξε λάμπα.

Με την ίδια διαδικασία μπορούν να ανιχνευτούν ελαττωματικά καλώδια, λάθη επαφής, βραχυκυκλώματα, λάθη συνδεσμολογίας και μερικά άλλα παρόμοια.

Η ονομασία έχει κατοχυρωθεί λόγω τις σχετικής ομοιότητας με τον ήχο γνωστού καλοκαιρινού εντόμου, αλλά κυρίως γιατί έχει προτιμηθεί από την κανονική ονομασία του που είναι «ελεγκτής συνέχειας».

Επίσης έχει κατοχυρωθεί και το παράγωγο ρήμα «τζιτζικάω», δηλ. ελέγχω ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα με το τζιτζίκι και διαπιστώνω ότι δεν είναι πουθενά κομμένο.

  1. - Όλα Ok;
    - Τσου,
    - Τι τσου; Το τσέκαρες με το τζιτζίκι;
    - Το τζιτζικάω και δε τζιτζικάει.

  2. Στην παλιά μου δουλειά δοκιμάζαμε καλώδια και κονέκτορες πριν την τοποθέτηση και βρίσκαμε αμέσως κομμένες ή βραχυκυκλωμένες επαφές με το βομβητή που κάποιοι συνάδελφοι αποκαλούσαν και «τζιτζίκι». Ένας παλιός συνάδελφος μου είχε πει: Τα καλώδια πριν τα συνδέσουμε, τα «τζιτζικάμε»!
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε φόρουμ στο νέτι, κάποιοι που συζητούν και εκφράζουν τις απόψεις τους, χρησιμοποιούν μια περίεργη φρασεολογία, εξ ου και ο «ξυσαρχίδογλου», το οποίο δεν είναι δόκιμο, αλλά σλανγκ.

Αυτό το έλλειμμα πως θα το καλύψει το κράτος; μέσω της φορολογίας, άρα το κράτος θα φορολογήσει τον ιδιώτη, την επιχείρηση κτλ για να καλύψει τα σπασμένα από τον κάθε ενα που παίρνει 1600 για να παράγει 100. Άρα ο ιδιώτης, η μικρή, η μεγάλη επιχείρηση κτλ θα πληρώσει παραπάνω φόρο για τον κύριο «Ξυσαρχίδογλου». Για να τον πληρώσει αυτό το φόρο η επιχείρηση, τι θα κάνει; Θα χρειαστεί να κόψει έξοδα. Δηλαδή λιγότεροι εργαζόμενοι. Σε γενικές γραμμές όλα αυτά...

Δες και: -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, ο κώλος, ο πάτος.

Mου 'φυγε το κλασφίγκι να τον νικήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί στα τούρκικα.

«Δε βρήκε χαΐρι και προκοπή»: δεν παντρεύτηκε (έμεινε χωρίς μουνί, χωρίς γυναίκα) και δεν πρόκοψε κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διφορούμενη απειλή, θα μπορούσε να αναφέρεται σε:

Ή και σε συνδυασμό των δύο, βεβαίως βεβαίως.

- Θα σού ρίξω ένα.
- Θα μου κλάσεις δύο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω πολύ καλά, καραγουστάρω.

Έκφραση γνωστού αγνώστου τουλάχιστον της δεκαετίας Ογδόντα, που σήμερα εκλείπει –αν και ακούγεται πότε-πότε ελλειπτικά ως (περνάω) ψώνιο.

  1. Μπουρνάζι, Τέσσερις Εποχές, ταβέρνα με πρόγραμμα, την κάναμε ψώνιο μια Πέμπτη, τα σπάσαμε, φτηνά και απίθανα, κι ένας τραγουδιστής ονόματι Αντώνης Καλατζής, ταπεινός και γλύκας, όλα τα λεφτά... μα όλα... (απο Άθενς Βόις)

  2. Δεν θα ξεχάσω την πρωτοχρονιά του 1977 που μαζεμένοι στο ρεβεγιόν που έκανα σπίτι, όλοι οι φίλοι γούσταραν απεριόριστα και μάλιστα ο καλός φίλος Nίκος έφερε και το «The Time is Now» του 1974 και την κάναμε ψώνιο. Εποχές τότε... (απο κριτική στο Μίκ)

  3. Δέν είχαμε κάνει οτοστόπ, ο οδηγός ηταν γνωστός της Μιμής και μας άφησε στην Άσσο, στη μέση ενός γιαπωνέζικου τοπίου με ανθισμένες αμυγδαλιές. Απέναντι, ο όρμος έκλεινε μ' ένα άψογο τριγωνικό λοφάκι, φυτεμένο στη μέση της θάλασσας. [...] Ήπιαμε καφέ δίπλα σ' ένα κανόνι που δυστυχώς δέν έριχνε [...]. Έγινε κι' ένα τσιγάρο, στα γρήγορα. Το μεσημέρι έπαιρνε την κάτω βόλτα, σκέφτηκα οτι η Μιμή με είχε καμακώσει κανονικά κι' αυτό δέν μου άρεσε πολύ, την έκανα ψώνιο όμως με την Άσσο, με το απόγευμα που έμπαινε ορμητικό και κεφάτο. [...] Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο πέλαγος. Το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού, ήταν αλήθεια όλα αυτά που συνέβαιναν σε μερικά βιβλία. [...] Έβγαινε μια αίσθηση χαμένης οικειότητας, αυτό ηταν το κόλπο οταν άγγιζες τη Μιμή. «Την έκανα ψώνιο». «Κι' εγώ, αλλα αργήσαμε». (Χ. Βακαλόπουλος, «Οι πτυχιούχοι», 1984)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified