Το γκραν γαμάω κομματόσκυλο.

Λολοπαίγνιο πάνω στον κομιτατζή. Βλ. επίσης: παγκαλέων, bluetooth, συριζαίος, πρασινοφρουρός, το Κόμμα, κ.ταλ.

Η πατρότητα μάλλον ανήκει στον Τζιπάκο.

- Είναι ντροπή να ονομάζουμε δημοκρατία το καρτέλ που έχουνε στήσει εκδότες, εργολάβοι και δοσίλογοι κομματατζήδες.
(Τζιπάκος, εδώ)

- Ε λοιπόν δεν θα σας περάσει αυτό που θέλετε να περάσετε. Βολεμένοι ελληναράδες που νομίζουν οτι κάτι κάνουν καθισμένοι στον καναπέ και παπαγαλάκια ή κομματατζήδες που θέλουν να προβοκάρουν το κίνημα αγανακτισμένων.
(εκεί)

- Εγώ έχω να πω ότι ο κ.Παπαδήμος τουλάχιστον είναι κάποιος ικανός αποδεδειγμένα άνθρωπος και όχι καραγκιόζης αμόρφωτος κομματατζής που αρπάει ένα πόστο επειδή είχε κονέ ή επώνυμο.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, απαξιωτικά.

Εκφέρεται με το σκεπτικό (διαδεδομένο κυρίως σε παλαιότερες εποχές) ότι η ιδιωτική εκπαίδευση αφορά πρωτίστως μπούληδες με άι κιου ραδικιού που δεν την παλεύουν σε δημόσια σχολεία ή πανεπιστήμια.

Από το στουρνάρι και το γαμοσλανγκοτέτοιο -άδικο. Βλ. επίσης: κολεγιόπαιδο, μωραϊτόπαιδο, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάου.

  1. άντε καιρός είναι να στείλετε τα παιδιά σας μακριά, εκεί στα στουρναράδικα της Ευρώπης να γίνουν κάτι σαν Σαμαροπαπανδρέοι ή γιάπις...
    (εδώ)

  2. Γιάννης Στουρνάρας... με μεταπτυχιακό από το στουρναράδικο της οξφόρδης στις υπηρεσίες του έθνους...
    (εκεί)

  3. Χτες έγραψε η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ότι έχω στείλει την κόρη μου στο Deree. Οντως, έτσι είναι. Ενα παιδί αν δεν μπορεί ή δε θέλει να πάει στο Πανεπιστήμιο, δεν έχει διέξοδο στην Ελλάδα, τι θα κάνει μετά το Λύκειο. Κάπου πρέπει να πάει.
    (Αλέκα Παπαρήγα για την χρησιμότητα των στουρναράδικων, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για δύο ανθρώπους με τις ίδιες κατά κανόνα αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες, οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή παντρεύονται.

Σαν να λέμε «δείξε μου τον φίλο σου να σε πω ποιος είσαι», «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του», «βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ», «όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα» και «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».

Ήταν δύο φίλοι και πίνανε καφέ... Έξω από την καφετέρια περνάει ένας παλιός τους φίλος μαζί με το κωλόπαιδο της γειτονιάς.
- Ρε φίλε Αλέκο... γιατί ο Νίκος μας παράτησε για αυτόν;... Είναι ο χειρότερος άνθρωπος που ξέρω.
- Ένα έχω να σε πω... Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά στους υπόλοιπους ορισμούς, πιπίλα λέγεται και το τσιγάρο για τους μανιακούς καπνιστές. Καθώς (όπως λέει κι ο Khan) η πιπίλα υποδηλώνει καθήλωση στο στοματικό στάδιο, θεωρείται μεγάλη προσβόλα όταν απευθύνεται σε πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι το τσιγάρο τους προσθέτει 8 κιλά μαγκιά.

Αλλη χρήση, πιο χαρακτηριστική κττμγ, είναι για το ηλεκτρονικό τσιγάρο, που ο χρήστης ξεκινάει το φύσα-ρούφα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα του φύγει το χαρμάνι, αλλά φευ, το μαραφέτι υπερθερμαίνεται, και τότε ο δόλιος μένει να μασάει το επιστόμιο ανάμεσα στα δόντια και να το πιπιλάει μέχρι να κρυώσει και να αρχίσει το φύσα-ρούφα από την αρχή.

  1. Ισα ρε! που ακόμα δεν έβγαλες το δάχτυλο απ' το στόμα άρχισες το τσιγάρο... άντε παράτα την πιπίλα και ξαναβάλε το δάχτυλο. Κι έλα να πιεις το γάλα σου! (μπούλη)

  2. (γκουχ-γκουχ-γκουχ) Αμάν πια! ακόμα δεν ξυπνήσαμε άναψες την πιπίλα; πως μπορείς; ούτε καφέ δεν ήπιες ακόμα!

  3. Με το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχω ελαττώσει πολύ το τσιγάρο. Από τα δύο πακέτα έχω πέσει στο ένα. Στο γραφείο είμαι όλη τη μέρα με την πιπίλα, άντε να καπνίσω 2-3 με τον πρώτο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.

  1. - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
    - Μουνιά θα έχει;
    - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.

  2. Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.

  3. Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.

  4. - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
    - Σεξαιρετικά, νέε μου!

  5. - Πού θα πάτε φέτος;
    - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, αυτός που έχει μισό κούτελο, δηλαδή σαν να λέμε ότι έχει μισό κεφάλι ή μισό μυαλό. Αυτός που τα έχει λίγο χαμένα γενικότερα.

  1. Καλά ο Λιάγκας μας τα 'χει κάνει μπαλόνια ότι κάνει δίαιτα, αλλά όπου βρει σοκολατάκι σε πρωινάδικο το τσακίζει ο μισοκούτελος!

  2. - Παντρεύεται το Λενιώ τον Σεπτέμβριο; Και ποιος είναι ο τυχερός;
    - Ένα καλό παιδί από ό,τι λένε, αλλά φαίνεται κάπως μισοκούτελος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξυπνάκιας, αυτός που νομίζει ότι είναι έξυπνος, ή πολύ προχώ, ή ότι μπορεί να κάνει πουστιές σε βάρος των άλλων, χωρίς αυτοί να αντιδρούν, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι λάθος, κατά το «τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται». Αυτός που χρησιμοποιεί την έκφραση, δηλαδή, σατιρίζει συνήθως το πομπώδες και δήθεν πρωτοποριακό, αλλά κατ' ουσίαν κοινότοπο και ίσως και την λούμπα στην οποία πέφτει το εξυπνοπούλι.

  1. Η πλάκα είναι ότι με ΔΝΤ και ΕΚΤ από πίσω είναι πιο σίγουρες από ποτέ οι καταθέσεις και οι τραπεζικοί οργανισμοί....
    Αλλά τα εξυπνοπουλια έμαθαν το e-banking οπότε τι σημασία έχουν όλα αυτά... (Εδώ).

  2. Ρε δημοσιογραφικά εξυπνοπούλια των καναλιών που μάθατε τα «ισοδύναμα» μέτρα, για πείτε μου το «ισοδύναμο» των αυτοκτονιών. (Εδώ).

  3. εγώ φτιάχνω λίστα με τα εξυπνοπούλια που θα επιλέξουν ΝΔ σε αυτές τις εκλογές για να έχω να γελάω με τις κωλοτούμπες που θα λέτε μετά το καλοκαίρι. Τις ακούω ήδη της ατάκες «μας κορόιδεψαν», «δεν ξέραμε» και πάει λέγοντας. 2η 5ετία Καραμανλή θα ζήσουμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού με ειδικό στόμιο ασφαλείας α λα παγουράκι, ώστε ο πίνων να μπορεί να πιει χωρίς να χρειάζεται (α) να απασχολήσει 2 χέρια και (β) να βγάλει κάποιο πώμα. Δουλεύει διά της πιέσεως στο σώμα του μπουκαλιού ώστε το νερό να εκσφενδονίζεται στο διψασμένο λάρυγγα του διψούντος υπό πίεση, ενισχύεται δε διά του ρουφοπιπιλίσματος (ψευδοτσίμπουκο) του στομίου.

- Νώντα, πιάσε 2 Μάλμπορο, 1 σοκοφρέτα και τα Σπορ του Βορρά. Α, και μία πιπίλα γιατί έχω σκάσει απ' τη ζέστη, το φελέκι μου μέσα...
- Έφτασεεεεϊ!

OK, μάλλον σκεφτόμουν κάτι άλλο, sue me... (από acg, 06/07/12)Δείγμα του περι ου ο λογος (από acg, 06/07/12)Close up της χρησιμοποιουμενης τεχνολογιας λεμετε (από acg, 06/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εκδοχή του τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.

Παράγεται απο το θέμα τσίλι-μπίλι που παραπέμπει σε κάτι αστείο και την κατάληξη -κάκη που θυμίζει έντονα ελληνικό επώνυμο. Η φράση αυτή πέφτει συχνά όταν κάποιος στην οικογένειά μου, κλείνοντας την αφήγηση μιας ιστορίας (που συνήθως αφορά τον ίδιο και κάποιον ακόμα συγγενή), θέλει να προσθέσει μια νότα αυτοσαρκασμού στην όλη υπόθεση.

Θεία: Άντε μάζεψ' τα παιδιά να φάμε.
Θείος: Τα παιδιά θα φάνε στου Αντώνη, δεν σε είπανε;
Θεία: Όχι ρε Κώστα, εμένα τίποτα δεν με είπανε τα παιδιά!
Θείος: Ε καλά μην κάνεις φασαρία, εκείνα (δείχνει το τραπέζι) και αύριο τρώγουνται. Οι ντολμάδες σε λέω, δε χαλάνε. Νοστιμεύουνε.
Θεία: Έ ρε παναγία μ'! Οικογένεια Τσιλιμπιλικάκη γινήκαμε πάλι...

Όταν γυρίσαμε εκείνο το βράδυ στο σπίτι, η θεία μου είχε ακόμα τα νεύρα της. Αλλά (ευτυχώς) μέχρι την επόμενη το περιστατικό είχε ξεχαστεί οπότε απολαύσαμε ένα θεσπέσιο γεύμα με πολίτικους ντολμάδες! Στην κουζίνα δεν παίζεται η θεία μου εμένανε, ντάξ' ;!

(Εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό.)

Δες και οικογένεια γαμιόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified