Μετάφραση του ονόματος της γνωστής μάρκας ουίσκι «Johnnie Walker».
Μεθυσμένος στο μπαρ: «Καάστημα, χικ, βάλε έναν αόμα Περπατόγιαννο!»
Μπάρμαν: «Μωρέ, εγώ να βάλω. Εσύ έχεις να με πληρώσεις;»
Μετάφραση του ονόματος της γνωστής μάρκας ουίσκι «Johnnie Walker».
Μεθυσμένος στο μπαρ: «Καάστημα, χικ, βάλε έναν αόμα Περπατόγιαννο!»
Μπάρμαν: «Μωρέ, εγώ να βάλω. Εσύ έχεις να με πληρώσεις;»
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο οίκος ανοχής, το σπίτι. O Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι το σχετικά σπάνιο αυτό λήμμαν προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του διαφθορείου παρά του μπουρδέλου. Και πράγματι, οι ελάχιστες καταγραφές στον γούγλη είναι μεταφορικές.
Αντί να αποτολμήσω εικασίες για το πώς κολλάει η έννοια «ρουφιάνος», σας παραπέμπω σε μια εξαιρετική ανάλυση εδώ προκειμένου να αποφασίσουμε μαζί.
Ασίστ: deinosavros.
- Για τον οίκο ανοχής, και γενικότερα, για την στέγη / στέγαση του αποκαλούμενου παράνομου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνώνυμα: πουτανόσπιτο / ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές ή κερχανάς / πουταναριό / τα δημόσια / τα καλά τα σπίτια ή και απλώς σπίτι. Οι δημοσιογράφοι ελάνσαραν την λέξη διαφθορείον που, για την ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο - και όχι μποντέλο.
(Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σ. 8-9)
- Ρουφιανοσπιτο των λαμόγιων (Βουλη) (εδώ)
- Η καταγγελία της φοροδιαφυγής είναι ρουφιανιά, η φοροδιαφυγή τότε τί είναι; Το γεγονός ότι η οικονομία στενάζει, οι μισθοί κόβονται, και θα κοπούν και άλλο, ότι του ΦΠΑ μένει στο 23%, με τον υδραυλικό να σου κλείνει το μάτι (με απόδειξη 80, χωρίς απόδειξη 60) τί είναι;;; Πάντως αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στη Γερμανία από το ’80 με ουσιαστικά αποτελέσματα. Με τη λογική του «καταγγελία για φοροδιαφυγή είναι ρουφιανιά» τότε και η αποκάλυψη για τα αυθαίρετα των υπουργών είανι ρουφιανιά και τα μπλόγκς που τα αποκαλύπτουν είναι ρουφιανόσπιτα.
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά (βλ. παρ.1): βάζω λεμόνι σε κάποιο έδεσμα, κυρίως στην προπαρασκευή του (απλή επάλειψη ή μαρινάρισμα). Το λεμόνι, εκτός από αρωματικό, είναι και αντισηπτικό.
Μεταφορικά (βλ. υπόλοιπα παραδείγματα): γυροφέρνω ένα θέμα, το φέρνω με τρόπο, το καθυστερώ (όπως λέμε το λιβανίζω), το τραβάω κλπ.
Θα έλεγα κυρίως: το παραποιώ -με την έννοια του «ωραιοποιώ», καθότι το λεμόνι με το άρωμά του διώχνει μυρωδιές και αρώματα που δεν μας είναι ευχάριστα (πχ. την κρεατίλα ή την κοτοπουλίλα).
Υπάρχει και αντίστοιχα το πορτοκαλίζω, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστό πια και το οποίο έχω συναντήσει μόνο στον Αλεξάνδρου, με την ίδια σημασία με το λεμονίζω, βλ. παρ. 4.
Disclaimer: τη λέξη δεν βρήκα σε κανένα από τα λεξικά που διαθέτω, ωσεκτουτού η ερμηνεία (κυρίως η μεταφορική) είναι εντελώς τελείως δική μου.
Πλένετε και καθαρίζετε τα ψάρια (μπορείτε να βάλετε γαύρο ή μπακαλιάρο ή γαλέο κλπ). Τα αλατίζετε και τα λεμονίζετε. Τα τοποθετείτε σε ταψί και από πάνω βάζετε τα κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες, το σκορδο και το μαϊντανό ψιλοκομμένα και καλύπτετε με τα ντοματάκια.
Για να μην λεμονιζω το θεμα ουτε ο Μπαγιεβιτς (που δεν τον γουσταρω μια) ετρωγε 4 στο γηπεδο του.
Με την Κέρκυρα παίζουμε. Λεμονίζεις επικίνδυνα.
(όλα τα παραπάνω από το νέτι).
Got a better definition? Add it!
Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.
Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.
Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D
Με λένε Κώστα.
Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).
(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Μάνα άι'ντ λάικ του φακ + μάνα = πλεονασμός.
Όταν πρόκειται για «μιλφάρα», οι λεκτικές υπερβολές δεν συγχωρούνται, επιβάλλονται.
- Ρε μαν, κοίτα μια ξανθιά μιλφομάνα απέναντι!
- Ποια λες μαν; Την μελαχρινή με τις σακούλες σκλαβενίτη;
- Φεύγω μαν, έχω raid.
- Α τον μλκ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μοντέλα πρωινάδικουπου χρησιμεύει ως γλάστρα και περνά τον τηλεοπτικό της χρόνο επιδεικνύοντας στον αδηφάγο τηλεοπτικό φακό τα μπούτια της (φαίνω + μηρός).
Φαινομηρίδες της αρχαιότητας οι σημερινές … μινιφορούσες; (από το σάη-πακέτο)
Got a better definition? Add it!
Χαλαρά, κουλ, χαλάρωσε, ήρεμα με τις αντιρρήσεις σου, μην επιτίθεσαι κλπ.
Φράση που εκστομίζεται προς τον συνομιλητή μας όταν αυτός αντιδράσει έντονα (οξύθυμα, επιθετικά, ειρωνικά, καυστικά, έξαλλος, μουτρωμένος κλπ) σε μια δική μας κουβέντα, είτε είπαμε μαλακία είτε είχαμε δίκιο.
Η φράση λέγεται και σκέτη, αλλά συχνά συνοδεύεται με τα εξής:
«καλά ντε, ~»
«~ ρε»
«~, δεν είπαμε και τίποτα...»
«~, δε σε είπαμε και καμπούρη» (μπαμπαδισμός)
κά
Πολλές φορές την λέμε προκαταβολικά, όταν ξέρουμε ότι θα μας την πούνε (παρ. 3).
Επίσης λέμε:
- «βάρα τον, τον μαλάκα» με την έννοια του «πάρ' τον από δω μην τον ακούω»
- «μη βαράτε τον Χ», δηλ. μην ξεσπάτε πάνω του (παρ.4)
Καλά μη βαράς ντέ, δεν είπα ότι είναι η θεά,είπα ότι δεν έχει φήμη αλανιάρας,cool.
Α: καλά ντε, μη βαράς μια παρατήρηση κάναμε...
Β: οχι βεβαια :) δεν βαραω! απλα τα εγραψα διπλα με κεφαλαια, για να ξεχωριζουν απο τα δικα σου.
Ο πρώτος, Lost, έχει παίξει 8 επεισόδια από τον 4ο κύκλο, τα έχω όλα, δεν έχω δει κανένα (μη βαράτε ντε, θα ανακάμψω)
Η ανακαίνιση του Μουσείου: Μη βαράτε τους νεκρούς (Αρχαιολογική υπηρεσία) Ο κ. Κ είναι το πρόβλημα !!
Got a better definition? Add it!
Ο ηλεκτρονικός καταδότης: λογισμικό εργαλείο που χρησιμοποιούν μηχανικοί δικτύων, διαχειριστές συστημάτων, χακερόνια, κρακερόνια κ.ά. γκίκουλες για να καταγράφουν και να αποδελτιώνουν δεδόμενα από δικτυακές και διαδικτυακές επικοινωνίες.
- Gia na prolavoume tin anavathmisi tou roufianou pou leei o filos xaniaras KSILONOUME to internet apo to dekti pou mirazei diladi tou ksilonoume to DNS kai to Gateway me apotelesma o sigkekrimenos dektis na min exei internet para na iparxei sto diktio mas mono.
(εδώ)
- Ο «ρουφιάνος» του... Facebook! Η εφαρμογή «Facebook Ρlaces» στο κινητό θα δείχνει πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή, προκαλώντας σκεπτικισμό για τη χρήση της αφού θα μπορεί να σε εντοπίζει ο καθένας...
(εκεί)
- Ο «ρουφιάνος» έχει όνομα… Google (παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Πού πάει η μαλακισμένη μωρέ μ' αυτόν το ροσφλώ!;;; Γιατί δεν έρχεται σε μένα μπας και δει άσπρη μέρα;;;
Got a better definition? Add it!
Έσχ(κ)ατο μπινελίκι, πολιτικό κυρίως, με το οποίο υβρίζεται νεκρός ή και εν ζωή συγγενής του. Κλασσικότερη περίπτωση το «σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη», όπου εννοείται ο Παύλος Μπακογιάννης, σύζυγος της Ντόρας Μπακογιάννη.
Σύμφωνα με τον γούγλη, ορισμένοι από τους δημοφιλέστερους αποδέκτες σκατών στους τάφους τους είναι οι: Κεμάλ Ατατούρκ, Ιωσήφ Στάλιν, Ραούφ Ντενκτάς, Ιωάννης Μεταξάς, Ανδρέας Παπανδρέου, Σωκράτης Γκόλιας, Κωνσταντίνος Ηλιάκης, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος κ.ά.
Το συμπέρασμα, νομίζω, είναι ότι βρέχει σκατά στους τάφους δικαίων και αδίκων από την καφρίλα των Νεοελλήνων, ήτοι όχι μόνο σε τάφους τυράννων, εξουσιαστών, εθνικών εχθρών, αλλά και στους τάφους ανθρώπων των οποίων ο θάνατος υπήρξε εξόχως συμβολικός. Δημοφιλείς ρίμες, πάντως, είναι τα «σκατά, σκατά στον τάφο του Ντενκτά» (σίκ) και «σκατά, σκατά στον τάφο του Ζητά».
Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.
«Σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη». Μάλιστα. Του εκφωνητή της Ντόιτσε Βέλε την περίοδο της δικτατορίας. Του ανθρώπου που δολοφονήθηκε πισώπλατα. Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια... (Εδώ).
Ερχόμαστε! Σκατά στον τάφο του Ευρώ! (Εδώ).
ΚΚΕδες: [...] Αγαπημένη βρισιά τους, ο φασίστας και όλα τα παράγωγά του (φασισταριό, φασιστάκι κλπ). Την απευθύνουν με μένος και η αιτία είναι πάντα η ίδια.
Ξεκίνησες μία φράση με το αντιθετικό «μα» εξ αιτίας των πολλών «όχι» που άκουσες; Είναι αρκετό. Ο ΚΚΕς έχει πάντα δίκιο.
Αν βέβαια τους πεις κάτι ακραίο, όπως «Σκατά στον τάφο του Στάλιν», υπέγραψες την καταδίκη της αξιοπρέπειάς σου.
Ο οχετός που θα κατεβάσουν θα σ’ ακολουθεί για μία ζωή. (Εδώ).
Οταν θα πεθάνω θα πάω στον παράδεισο,γιατί την κόλαση την έζησα εδώ. Σκατά στον τάφο του Τζων Γουέιν... ( Ο Καθιστός ταύρος) (Εδώ).
Got a better definition? Add it!