Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.

(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)

-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.

Ωραίο μπανεράκι του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Πλάκα μας κάνετε ρε παιδιά... (από patsis, 18/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόμπαρο της αισχίστης υποστάθμης.

Εκεί που το ποτό είναι φωτιστικό πετρέλαιο απ' την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Ιράκ.

Εκεί που όταν μπεις είσαι μάλλον ο μοναδικός μή μόνιμος πελάτης, και πρέπει να χαιρετήσεις με ένα αδιόρατο κούνημα του φρυδιού τον Μπάμπη το σουγιά και το Χρηστάρα τον ξίδια που τα ακουμπάνε στην τσατσά για την καψούρα της Σουζάνας, βαφτισμένης Μαρίτσας, που κατέχει όλα τα κόλπα του έρωτα (ο χριστός κι η μάνα του...).

Εκεί που οι πουτάνες έχουν πατημένα τα -ήντα στα χρόνια ή/και τα κατονείκοσι στα κιλά, ενδέχεται να έχουν ζωγραφιστή ελιά στο μάγουλο, μιλάνε ελληνικά με άθλια επαρχιώτικη προφορά ή είναι η τρίτη διαλογή της εισαγωγής από πρώην ανατολικό μπλοκ, και υπό κανονικές συνθήκες θα σε πλήρωναν για να σου τραβήξουν μαλακία, αλλά μιας και πήγες εκεί σ' την πέφτουν με ατάκες (τις οποίες θεωρούν ακραία υπονοούμενα) του τύπου «πώς την έχεις σήμερα...τη διάθεση» και μετά ξεσπάνε σ' ένα γέλιο που έρχεται κατευθείαν από την καλύβα του δρακουμέλ, ή «τέλεις ποτό» αντίστοιχα. Όλαφ τά εν μέσω εις βάθος συζητήσεων περί του ό,τι νά 'ναι ή περί της πουτάνας κοινωνίας που από ακτινολόγους στην πρώην (πουτ)σοβιετική λαϊκή δημοκρατία της πουθανίας τις έριξε στο βούρκο και κυρίως πριν καταλάβουν ότι δέν πρόκειται να τις κεράσεις ποτό και ξινίσουν τα μούτρα τους και ενώ εσύ κοιτάς να τελειώσεις (;) το ποτό (;) σου και να πας στο επόμενο αντίστοιχο, για να χτίσεις την ανδρική φιλία σου με τον κολλητό σου που βγήκατε μαζί για ένα ποτό.

Ο γορίλλας έξω απ' το μαγαζί είναι αυστηρά όπσιοναλ και η ύπαρξή του εξαρτάται από τον τζίρο του μαγαζιού.

Θα τα βρείτε σε παρατημένες συνοικίες επαρχιακών πόλεων, στας εθνικάς οδούς, σε παρηκμασμένα λιμάνια.

Συγγενείς έννοιες: τελειωμένος, κατεστραμμένος. Απαντά και ως κατεστραμμενάδικο και ως μαςπηρανειδησόμπαρο.

Αφιερωμένο στο Σταύρο.

Ασσίστ: ΡΤΠ, τζήζας (...).

Μαλάκα πήγαμε στο Μπιγκ Μπεν τις προάλλες, έχασες. Το επικό τελειωμενάδικο. Η κόρη να κάνει κονσομασιόν και η μαμά με κόκκινη δερμάτινη ολόσωμη φόρμα να τσακίζει μοσχαροκεφαλή πάνω στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμική αναφορά στο πρόσωπο του γνωστού λαϊκού βάρδου, υπό την ιδιότητά του, ως κλαψομούνη εις πλείστους όσους στίχους του ρεπερτορίου του.

Για το λόγο αυτό, οι ακροαταί του Στελάρα, φύσει ή θέσει ντετερμινισταί, αδυνατούσι να αποδώσωσιν εις την ζωήν των την αληθήν επαγωγικήν σχέσιν αιτίου-αιτιατού στις παραδόξως αυξανόμενες με γεωμετρικήν πρόοδον συφορές τους. Μόνος τους σύμμαχος, (η έρμη) η μανούλα τους.

Για όλα φταίνε (κατά σειράν ιεραρχίας):

  • Η θέσις των ουρανίων σωμάτων (βλ. άκου θλιμμένε ουρανέ κτλ.)
  • Η σκρόφα η μοίρα (ποίο απ' όλα να πρωτοπιάσεις;)
  • Ο ψεύτικος ο ντουνιάς (βλ. μη ζητάς να δείς καλό, μπέσα μη ζητάς κτλ.)
  • Ο άδικος ο ξεριζωμός (βλ. πήγα στον Ερυθρό Σταυρό και στις αναζητήσεις κτλ.)
  • Η κακούργα η μετανάστευση (κακούργα ξενιτειά, που πήρες απ' τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά κτλ.)
  • Η καταραμένη η φυματίωση (βλ. στα πεύκα και στα έλατα κτλ.)
  • Το υπερβολικό το κιμπαριλίκι (βλ. απο την καλοσύνη του σ' ετούτο τον πλανήτη, τού πήραν όλα τα λεφτά του πήραν και το σπίτι κτλ.)
  • Η πλανεύτρα η γυναίκα (βλ. τώρα ο σκύλος έφυγε, από ντροπή και πόνο, πού 'βλεπε εμένα-στα προδομένα, τα χάδια σου να λιώνω κτλ.)
  • Το ξερό του το κεφάλι (βλ. Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου κτλ. - σ.ς. η μόνη ορθολογική εξήγησις).

    Ο Καρτέσιος ωχριά μπροστά στη δύναμη του στίχου και ο Τζων Λοκ αναγκάζεται ν' αναθεωρήσει τας απόψεις του, προϊούσης της φωνάρας του πολύπαθου Στέλιου.

Διότι, ο Στελάρας μας, αν και γκαντέμης, έκανε (εδώ που τα λέμε) θείες τσαλκάντζες με το λαρύγγι του, αλλά τί τα θες ; Τόνε πολεμάγανε οι Οβραίοι. Μπορείς να δεις προκοπή;

Βέβαια, ειρήσθω εν παρόδω, για τα ανωτέρω υπάρχει λογική εξήγηση: Ο Στελάρας τραγουδούσε όντως για πολύπαθους ανθρώπους με ελαχίστη εγκύκλιο παιδεία και ιδίως σε χρόνους ταραγμένους (50'ς, 60'ς κ.λπ.), που δε σηκώνανε ορθολογιστικές και άρα αναγκαστικώς πο-λι-τι-κές εξηγήσεις της ταλαιπώριας που τράβαγε ο κοσμάκης. Το 'ριξε λοιπόν κι αυτός σε, ερήμην, μουσικές μηνύσεις κατ' αγνώστων (π.χ. η μοίρα, η αδικία κ.λπ.) και μείνανε όλοι ευχαριστημένοι...

Ούτω πώς, ο τύπου «καζαντζίδη» (διότι Στέλιος είναι μόνον ένας!), παρά το γεγονός ότι παρήλθαν επιτέλους, τα δύσκολα και πονηρά εκείνα χρόνια κι ότι ο άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι, συνεχώς μεμψιμοιρεί, καταριέται τα στοιχεία της φύσεως και αποζητά τη μανούλα του, κάθε φορά που τυχαίνει σε αναποδιά.

Συνώνυμα: Στέλιος, Στελάρας, κλαψομούνης, ποιοτικός κτλ.

-Τώρα θα φέρω διπλές και θα ξεπλακώσεις !
-Ασσόδυο... Αφήνεις παραμαμά!
-Φτούουου! Πανάθεμα την τύχη μου τη ρημάδα! Dεν τα ξέρω εγώ; Τί τα θέλω και παίζω αφού δε με θέλει;
-Άσε την κλάψα ρε καζαντζίδη και παίζε κεί πέρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το battery = συστoιχία όπλων (κανονιών) που είναι τοποθετημένα σε ένα πλοίο (παλαιό - ξύλινο). Την ώρα που η συστοιχία βάλλει κατά του εχθρού από την μια πλευρά, λόγο αντιδράσεως η άλλη πλευρά γέρνει (μπατάρει) ελληνιστί.
Μπαταρισμένος είναι ο γερμένος (φυσικά ή πνευματικά)
Φυσικά = κάποιο ελάττωμα, μεθυσμένος, μαστουρωμένος, συγκαμένος, ελεφαντίαση στους όρχεις και περπατώ και γέρνω λες να τον παίρνω και ό,τι άρρωστο κατεβάσει ο νους σας.
Πνευματικά = ο έχων πνευματικό κώλυμα (στο τι ;;;;; το αφήνω στην φαντασία του κάθε ενός από εσάς).

Μπατάρουν και τα αυτοκίνητα.

- Ρε για κοίτα τον Μιχαλάκη... πώς περπατάει έτσι, ρε σα μπαταρισμένος πάει!
- Δεν είναι τίποτα, θα του πέρασει, χθες ήταν με την Μαρία την κουτσή και έκαναν κουτσό γαμήσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ταπεινό «την ευλογία σου παπά μου», έγινε το «Ευλόγησον Δέσποτα» της νεορθοδοξίας, που το πήραν εξυπνακιστές διάφοροι και χρησιμοποιώντας δήθεν βυζαντινή γραμματοσειρά,

το αποτύπωσαν ως το πομπώδες ΕΥΛΟΓΗCON, το πομποδέστερο +ΕΥΛΟΓΗCON+, το παιγνιώδες +ΑΝΑΡΙΓΗCON+ και +ΕΥΛΟΓΗCON+, ακόμα και το ψεκασμένο ΕΥΛΟΓΗCON VENCEREMOS!

Μετά άρχισε ατελείωτο τζέρτζελο κάθε είδους: πολιτικό, γηπεδικό, καφρικό εν γένει.

«Ψήνομαι να την εξομολογήσω...: +ΕΥΛΟΓΗCON+»

Η πρωτοκαθεδρία όμως είναι πάντα στα θρησκευτικά θέματα, κι έτσι, επειδή η νέα κυβέρνηση τΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επιδεικνύει αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον τομέα, το κράξιμο έχει πληθύνει με άφθονο ΕΥΛΟΓΗCON.

  1. Κάνει δηλωσεις ο Τίγρης κ πετάγεται ο αιώνιος μαλάκας φίλαθλος και φωνάζει «2εκ. Ταλιμπάν θα σε κάνουμε πρόεδρο της Δημοκρατίας» ΕΥΛΟΓΗCON

  2. Α ρε Παόκια, σας βλέπω στις εκκλησιές από αύριο να κρατάτε τα εικονίσματα και τα εξαπτέρυγα... ΕΥΛΟΓΗCON...

  3. Παίρνει δανεικά για να πληρώσει το Ίντερνετ κ μετα τουιταρει για να πανηγυρίσει που ο μεγαλύτερος εμπορικός στόλος ειναι ελληνικός. ΕΥΛΟΓΗCON

  4. Η Κανέλλη τα χώνει για τη διάσπαση (του 68) ΚΚΕ στους Συριζαίους. Τότε που ήταν στα γόνατα του Κοκού. ΕΥΛΟΓΗCON

  5. Στο Σαμαρικο antinews τα έχουν παιξει τελείως. Βέβαια έτσι ήταν πάντα... ΕΥΛΟΓΗCON 'Στο βλέμμα του ο Άγιος Πορφύριος είχε μία βεβαιότητα όταν μιλούσε για τον Αντώνη Σαμαρά...«αυτός, κάποτε, θα σώσει την Ελλάδα», τους είπε'

6. Οι νέοι δεν πρέπει να έχουν ρούχα με λογότυπα «Metallica» & οι νέες ξυραφάκια και είδη αποτρίχωσης. ΕΥΛΟΓΗCON!

7. +ΑΝΑΡΙΓΗCON+ και + ΕΥΛΟΓΗCON+ Κιτς επιδρομή στην ορκωμοσία της κυβέρνησης

8. δε θα το πιστεψεις....αλλα ετσι ειναι, το λενε οι Αγιοι Πατερες... +ΕΥΛΟΓΗCON+

9. Τεμπελιά, Αναρχία, Κουτσομπολιό, Συμβουλές κακές...δεν περιγράφω άλλο.. έφυγα ΚΟΛΑΣΗ +ΕΥΛΟΓΗCON+

10. ΕΥΛΟΓΗCON, BΡΗΚΑ Τ ΠΡΟΣΤΑΤΗ Τ ΣΥΡΙΖΑΙΩΝ - Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, διορατικός k θαυματουργός

11. ΜΚΟ για την «διάδοση του Χριστιανισμού στη Βόρεια Κορέα» +ΕΥΛΟΓΗCON+

12. «Παπάδες στην Πάτρα μαδάνε τα στεφάνια από τις κηδείες και στέλνουν τα λουλούδια στις πίστες» ΕΥΛΟΓΗCON γαμώ τα τσιφτετέλια μου!

13. Δηλαδή το ΕΥΛΟΓΗCON μπαίνει και σε mode ΕΥΛΟΓΗCOFF

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεξουαλικά ψυχρός. Ίσως με έναν ελαφρύ υπαινιγμό ότι πρόκειται και για τόφαλο. Κατά τον Αυτοχτονημένο, στην κατηγορία παγόβουνο ανήκει το 80- 90 % των γυναικών.

Αντώνυμα: ηφαίστειο, σλανγκομούνα.

Από το sxeseis.gr:

Πόσο θερμοί είστε με τον/την σύντροφο σας; Μήπως το σεξ σας αφήνει παγερά αδιάφορους; Εξερευνήστε την σεξουαλική σας συμπεριφορά με αυτό το τεστ! Hφαίστειο....ή παγόβουνο λοιπόν;

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ πρώτης όψεως, τα εν λόγω λήμματα μοιάζουν με ονόματα Ακριτών ή χωριά ξεχασμένα στα όρη τ’ άγρια βουνά. Κι όμως, πρόκειται για εντέχνως καμουφλαρισμένες ξένες φράσεις και μάλιστα γνωστές Παγκοσμίως.

Το καμουφλάρισμα φυσικά έγινε εις την ημεδαπήν, το μεν πρώτο από άγνωστο γλωσσοπλάστη, το δε δεύτερο από γνωστή και νυν ατυχήσασα καλλιτέχνιδα.

Η Κουτσουμπήλω

Γνωστή και ως κουτζουμπίλα, πρόκειται για την τοπική απόδοση του γνωστού άσματος «Could you be loved» του Master Rastafarian Bob Marley. Ο μύθος λέει πως ο γλωσσοπλάστης, ζήτησε από local επαρχιακό δισκοαναβάτη να βάλει «την Κουτσουμπήλω», σε στιγμή ύψιστου ντερτιού και μετά την κατανάλωση γενναίας ποσότητας ganja.

Του Γκουντουμπήτρου

Παρομοίως με την Κουτσουμπήλω, η εν λόγω φράση αποτελεί στίχο της γνωστής επιτυχίας «Can’t take my eyes off you» του Frankie Valli, την οποία κατέστησε ύμνο των 80s η disco μπάντα Boys Town Gang.

Του Γκουντουμπήτρου ή αλλιώς «(You’re just) too good to be true» είναι φυσικά η απόδοση της Βασίλισσας του Πανηγυριού, Έφης Θώδη στην δική της εκτέλεση του γνωστού χιτ.

Λιγότερο διαδεδομένο είναι επίσης το Αγκατσούμπε. Παρόλο που παραπέμπει σε Νιγηριανό ποδοσφαιριστή του Κεραυνού Άνω Μουσουνίτσας, είναι ο τίτλος και το ρεφρέν του γνωστού «I got you Babe» του (μακαρίτη και πρώην συζύγου της Cher), Sonny Bono στην εκτέλεση της Chrissie Hynde ντουέτο με τον εκνευριστικό Alistair Campbell των βαρετών UB40.

Self explanatory

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified