Λέγεται και (ο) ζαερές. Οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές, η κουμπάνια.

Το ακούμε στην Κρήτη να χρησιμοποιείται από βοσκούς ορεινών περιοχών. Την λέξη δίνουν: (α) ο Ξανθινάκης στο Γλωσσάρι της Δυτικής Κρήτης και (β) ο Τσιριγωτάκης στον Θησαυρό της Κρητικής Διαλέκτου, ως προερχόμενη από το χωριό Ακούμια της επαρχίας Σπηλίου, στο Ρέθυμνο, την χαρακτηρίζει όμως ως φθίνουσα.

Την βρίσκουμε και σε ένα γλωσσάρι της κοζανίτικης διαλέκτου, εδώ.

Στην Μακεδονία υπάρχει και η φράση: Κοίτα το ζ(α)ερέ σου, με την έννοια «κοίτα την δουλειά σου», «ασχολήσου με τις υποθέσεις σου και μην ξανοίγεσαι», κατά το αγγλικό mind your own business. Ακούστηκε να λέγεται από μητέρα προς γιο. Η μητέρα είναι απ' τη Χαλάστρα (επίσης «Πύργος» ή «Κουλιακιά»), κοντά στη Θεσσαλονίκη και η φράση καταγράφηκε πρόσφατα, άρα λέγεται ακόμα.

Την λέξη διασώζει και ένας τύπος που ανεβάζει στιχάκια στο διαδίκτυο, εν έτει 2009, βλ. 3ο παράδειγμα.

Προέρχεται από το τούρκικο zahire (= εφόδια).

Βίκαρ κατέγραψε σε δημόσιο πρόχειρο, Μπετατζής συνέγραψε, Βίκαρ βοήθησε.

  1. Κάμε κουμάντο το ζαϊρέ, γιατί θα 'χομε βαρύ χειμώνα οφέτος.

  2. Δημοτικό τραγούδι, από εδώ :

Σαββάτο βράδυ πέρασα από το Mεσολόγγι
κι ήταν Σαββάτο των Bαγιών, Σαββάτο τ' Aϊ-Λαζάρου
κι άκουσ' αντρίκεια κλάιματα, γυναίκεια μοιρολόγια.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, δεν κλαίνε για το φόνο,
μόν' κλαιν που σώσαν το ψωμί κι η πείνα δε βαστιέται.
Στες εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
ένας στον άλλο έλεγε, ένας στον άλλον λέγει:
«Aδέρφια, τι θα κάμουμε στο χάλι που μας βρήκε;
Δυο μήνες τώρα πέρασαν που ο ζαϊρές εσώθη,
φάγαμε ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια.

  1. Από εδώ

Κάτω στο μεγάλο πέρασμα,
στη μεγάλη την μπασιά,
σε βαστάν' για ένα κέρασμα,
σταματάς για δυο κρασιά...

Κοκκινέλι αγιορείτικο,
παστουρμά για ζαϊρέ,
τσιφτετέλι μερακλίδικο
και παθιάρικο αμανέ.

...............................

Ωχ αμάν κι αμάν αμάν
τα κορμάκια μας πού πάν' ,
-φανταράκια στη σειρά,
διψασμένα, νηστικά;

Zαουάντ Ζαϊρί (από allivegp, 26/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαμπουκάδες λέγονται και τα μικρά χτυπήματα ή γρατζουνιές στο εξωτερικό του αυτοκινήτου, προερχόμενα από επιπόλαια τρακαρίσματα.

Το βάζω στον πληθυντικό γιατί μόνο έτσι το έχω ακούσει, στη φράση: το αμάξι είναι γεμάτο τσαμπουκάδες.

Από εδώ

ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ07-11-09, 00:13
ψιλο γυαλοχαρτο. μην παρεις κανενα 80αρι!


ASCONA-HOLIC07-11-09, 01:25
Πόσο δηλαδή; 200άρι;


ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ07-11-09, 11:37
180-220 αν εχει τσαμπουκαδες που θελεις να φυγουν, και μετα με κανενα 400αρι.
αν δεν εχει χτυπηματα κατευθειαν με 400.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόκληρη η φράση έχει ως εξής : «Στ' αρχίδια μου και τρία μύγδαλα».

Δηλώνει αυξημένο βαθμό αδιαφορίας για το πρόσωπο / ζώο / πράγμα / πόλη, χώρα / γεγονός / ιστορία / υπόθεση κλπ, που γράφουμε στ' αρχίδια μας. Είναι δηλαδή επιτατικό (πιστεύω να το είπα σωστά αυτό το κέρατο).

Το και τρία μύγδαλα ένιωσε πολύ σίγουρο για τον εαυτό του, αποκόπηκε και πλέον μπορεί να κάνει και αυτόνομη σόλο καριέρα, όταν θέλουμε και μάγκες να ακουγόμαστε και κακές λέξεις να μη λέμε. Βλ. παράδειγμα 1.

Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες αναζήτησης της προέλευσης ή της λογικής της φράσης, (γιατί τα μύγδαλα να είναι τρία;;, γιατί να μην είναι καρύδια;; κλπ), ο γράφων την αποδίδει στον παραδοσιακό σουρεαλισμό της ελληνικής γλώσσας. Εκτός αν υπάρχει αδιόρατη εκλεκτική συγγένεια μεταξύ αρχιδιών και αμυγδάλων, αφού όπως πληροφορούμαστε στο λήμμα αρχίδια - μάντολες, οι μάντολες είναι τα αμύγδαλα. Ήδη δηλαδή τα ως άνω ξελιξίδια έχουν ξανασυναντηθεί στο παρελθόν.

Βλ. επίσης και στ' αρχίδια μου κι οχτώ αυγά Τουρκίας κι έξι τούβλα όρθια, καθώς και στ' αρχίδια μου κιόλας.

  1. Πέρα από την πλάκα, κάτι ήξερα εγώ που είπα θα το γράφω.... το δείχνει ο ΑΝΤ-1; το βλέπω την άλλη μέρα με την ησυχία μου. Δεν το δείχνει ο ΑΝΤ-1; ... και τρία μύγδαλα... delete και πάλι delete!

Από εδώ, στα σχόλια

  1. - Τα 'μαθες;; Η διοίκηση θα προχωρήσει σε απολύσεις. - Στ 'αρχίδια μου και τρία μύγδαλα. Αφού έξι μήνες τώρα, αυτοί κάνουνε πως μας πληρώνουνε και γω κάνω πως δουλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι μεγαλοπαράγοντες που είναι μέσα στα πράγματα έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι ζούμε κοσμοϊστορικές εποχές, ότι πολλά πράγματα που ξέραμε έχουν δήθεν ήδη αλλάξει και πρέπει λέει να τα ξεχάσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Έτσι επιμένουν ότι πλέον το να δουλεύεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα πληρώνεσαι, υπάρχει δήθεν και καλά και τάχαμου τάχαμου και η εκδοχή να δουλεύεις στο τζαμπέ και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι, αφού δεν θα θεωρείσαι άνεργος. Και δεν πα να λέει η ρημάδα η απλή λογική ότι χίλιες φορές καλύτερα άνεργος παρά απλήρωτος εργαζόμενος.

Η φράση του λήμματος λοιπόν λέγεται σε αντιδιαστολή με την υπό καθιέρωση ύποπτη έννοια της εργασίας χωρίς μισθό. Αποτελεί ευνοϊκό υποτίθεται ξεκαθάρισμα των εργασιακών όρων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφού ο τελευταίος θα έχει το ειδικό προνόμιο !!!! να πληρώνεται για την εργασία του.

Ακούγεται και ως δουλειά πληρωμένη, σε αντιδιαστολή με την απλήρωτη.

Από όποιον και αν το ακούσετε, η δέουσα αντιμετώπιση είναι αυτή του παραδείγματος.

- Έχω έξι μήνες απλήρωτος. Φεύγω, δεν πάει άλλο. Ξέρεις για καμιά δουλειά;

- Δουλειά με λεφτά; Γιατί χωρίς λεφτά ξέρω πολλές.

- Ναι ρε τρόμπα, με λεφτά, με λεφτά, και σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα στην τελική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξειδικευμένη αλλά υπαρκτή αργκό. Γεννήθηκε και αναπτύσσεται σε σκακιστικά καφενεία, ομίλους και πάρκα (υπάρχουν γεροντάκια που παίζουν καθημερινά στο Πεδίο του Άρεως). Το σκάκι δεν έχει μπει στην κουλτούρα μας όπως το τάβλι, αλλά έχει και αυτό τους φανατικούς θιασώτες του. Η αργκό των σκακιστών έχει ζωντάνια, φαντασία και δύναμη. Ειδικά τα σκακιστικά καφενεία έχουν την δική τους ατμόσφαιρα και κανόνες.

Ποια είναι επιτέλους αυτή η αργκό ;;. Αυτή.

Όσοι έχουν παίξει σκάκι θα το βρουν εξαιρετικό, οι υπόλοιποι τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Ο γράφων είναι κλασσικός μαζέτας ή παπί. Επίσης είναι και τρελός στήτης.

Σκακιστική αργκό στο σλανγκ: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kυνική φράση. Ακούγεται σε περιβάλλοντα ασφαλιστικών εταιρειών. Λέγεται και από ταρίφες.

Μία θείτσα διασχίζει απρόσεχτα δρόμο με διερχόμενα αυτοκίνητα. Ο οδηγός είναι εξ ίσου μαλάκας, την έχει δει και καλά πιλότος κι έτσι. Το άουτο χτυπάει τη γραία. Η καλή γριούλα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα λίγο νωρίτερα από το προβλεπόμενο.

Τώρα αρχίζει το πανηγύρι. Ειδικά άμα η γριά ήτονε κοτσονάτη και είχε πολλά παιδιά, γγόνια και δισέγγονα, κι ας την είχανε όλοι ξεχασμένοι για χρόνια, επανεμφανίζονται τώρα από το πουθενά άπαντες οι πουθενάδες και ζητάνε την αποζημίωση, ψυχικής οδύνης ένεκα.

Ότι δηλαδή πόσο την αγαπούσαμε τη γιαγιά, και τι κακό πάθαμε ώφου ώφου, και έχουμε πάθει ομαδική κατάθλιψη και δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε και αρχίσαμε τα χάπια και πέσαμε στα σκληρά.

Το ύψος της αποζημίωσης ανεβαίνει.

Όταν έρθει η ώρα της καταβολής, ας είναι καλά οι πεθαμενατζήδες - κοράκια - λαμαρινάδες, οι οποίοι αναλαμβάνουν μόνο θανάτους, (άμα είσαι τραυματίας σε διώχνουνε, σε προτιμάνε νεκρό), τότε λοιπόν ο σουμάχερ ή ο ασφαλιστής του ή αμφότεροι, δικαιούνται να εκστομίσουν την φράση του λήμματος.

Δηλαδή πληρώσανε την γριά χρυσάφι, χωρίς ν' αξίζει τα λεφτά της, λόγω ηλικίας, τουλάχιστον να 'τανε νέα κι όμορφη, κάνα τούμπανο, να πεις χαλάλι, όχι όμως και για τη νίντζα μία περιουσία ρε πούστη μου.

Δεν το 'χω ακούσει να λέγεται για αντίστοιχες περιπτώσεις μπάρμπα-Μπρίλιων. Γιατί άραγε ;;

Επιμύθιο: Παιδιά, προσέχουμε με το τιμόνι και τη ρόδα, οι οδηγοί είναι αυτοί που εξουσιάζουν μία πηγή κινδύνου για τους υπόλοιπους και έχουν την ευθύνη της, από τη γιαγιά που διασχίζει το δρόμο ενώ θυμάται το χωριουδάκι της και αναπολεί το ρέμα που διέσχιζε μικρή τι να περιμένεις δηλαδή;;; Μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι και τρία δάχτυλα και ας με συγχωρήσουν όσοι έχουν χάσει ανθρώπους με αυτό τον τρόπο και ειλικρινά τους πένθησαν. Εγώ το άκουσα και το κατέγραψα.

  1. Υπάλληλος ασφαλιστικής: - Πεντακόσια χιλιάρικα επιδίκασε για το τροχαίο του Κακομοίρογλου που πάτησε την γριά, ογδόντα χρονώ, στη Συγγρού. Την πληρώσαμε για νέα, γαμώ το κέρατό μου. - Aφού είχε τέσσερα παιδιά και οχτώ εγγόνια και ζούσε και ο γέρος της, τι περίμενες;;

  2. Πελάτης: - Ε, τη γριά, τη γριά, φρένο ρε πάτα! Ομάρ Ταρίφ: - Παρά γουρουνότριχα, για νέα θα την πληρώναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπερντάχι. Το βρωμόξυλο, η κλωτσοπατινάδα, το άγριο ξύλο. Παραπλήσια έννοια, με λιγότερο βίαιη σημασία, το σοπάκι. Συντάσσεται με τα ρήματα δίνω, ρίχνω ένα, κερνάω.

Παμπάλαια λέξη, η οποία όμως επιζεί μέχρι σήμερα. Την έχω σταμπάρει μόνο σε επαρχία, από Κρήτη μεριά, σε διαλόγους σβούρων, πέτσακων και κούργιαλων, βλ. παράδειγμα 1, ενώ βρίσκεται και σε ένα γλωσσάρι της Μεσσηνίας εδώ. Όμως ήταν συνηθισμένη έκφραση και της κλασσικής ρεμπέτικης αργκό, η οποία είναι γέννημα θρέμμα του άστεως (βλ. παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους χωροφύλακες και λοιπά σώματα ασφαλείας της νεώτερης Ελλάδος. Διασώζεται η έκφραση «τάγιο χταποδάτο», πιθανή ερμηνεία: πολλοί μαζί βαράγανε έναν κάτω σα χταπόδι, μέχρι να μαλακώσει, βλ. παράδειγμα 3. Υπήρχε και η έκφραση «ρίξτε του ένα χωροφυλακίστικο και το πρωί στην αρχή». Δηλαδή λιανίστε τον όλη τη νύχτα και το πρωί τον περνάτε εισαγγελέα.

Δυσάρεστη έκπληξη δοκίμασαν αρκετοί αστοί πολιτικοί, όταν τους μπουζούριασε η Εθνοσωτήριος, αφού διαπίστωσαν έντρομοι και στο πετσί τους ότι τόσα χρόνια η χωροφυλακή είχε το ελεύθερο να βασανίζει και να χτυπάει κρατούμενους, διαθέτοντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία προς τούτο. Φυσικά τα φαινόμενα αυτά σήμερα έχουν εκλείψει παντελώς, ως αποδεικνύουν εκατοντάδες πραγματοποιηθείσες αξιόπιστες Ε.Δ.Ε..

Η λέξη «τάγιο» προέρχεται από το ιταλικό taglio που σημαίνει μαχαίρωμα, κόψιμο, κομμάτι, βλ. παράδειγμα 4. Σύμφωνα με ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια, στη χαρτοπαιξία, τάγιοείναι η διάρκεια ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο κοψίματα, μέχρις ότου τελειώσουν τα τραπουλόχαρτα ή μέχρι να σταματήσει οριστικά το παιχνίδι. Οπότε πιθανή δική μου ερμηνεία της έκφρασης είναι ότι σημαίνει δίνω μία καλή παρτίδα ξύλο, αυτό που λέμε ένα γερό χέρι ξύλο.

  1. - Εκιοσές ο παράουρος ο Παναής ρίχτηκε στο Μαριώ την κοπελιά του Μανώλη μας και την εξεγιβέντισε οψάργας στην πλατεία. - Ε και τι καθόμαστε, πάμε να τονε ζυγώσουμε να τονε κεράσουμε ένα τάγιο να βάλει και στις τσέπες του.

  2. «Τού 'χω δώσει ένα γερό τάγιο πριν χάσω τα μάτια μου», λέει ο τυφλός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας σε συνέντευξή του εδώ, αναφερόμενος σε βρωμόξυλο μεταξύ του ιδίου και έτερου γνωστού βαρύμαγκα (βλ. στο κεφάλαιο Αφηγήσεις του ίδιου του Μπαγιαντέρα).

  3. «Ουρλιάζει ο Χεμαγγιόρος στο παραδίπλα δωμάτιο και τρίτο τάγιο χταποδάτο, καθώς τ' ορίζει ο κανονισμός στο Σώμα για να μαλακώνουνε οι εθνοπροδότες, να γίνεται το γινάτι τους νιανιά που να μαρτυρήσουνε στην Εξουσία τα μυστικά του εχθρού».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, από το μυθιστόρημα Αντιποίησις Αρχής, 1979, όλο το βιβλίο είναι μονόλογος ενός ασφαλίτη επί χούντας.

  1. Ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν πλιὰ ἀποτελειωμένος. Σὲ λίγες μέρες λαβαίνω ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ οὔλτιμο τάγιο, τὴν τελειωτικὴ μαχαιριά. Μοῦ ἔγραφε:
    Ἀνηψιέ μου, ἤσουν πάντα κατεργάρης καὶ παραλυμένος. Σοὖρθε ἡ τύχη σὰν στραβὴ καὶ τὴν κλώτσησες. Πολὺ γρήγορα θὰ χτυπᾷς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, μὰ θἆναι ἀργά. Τώρα κάτσε ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι. Εἶναι περιττὸ νὰ ξεκουμπιστῇς ἐδῶ. Οὔτε θέσι θαὕρῃς, οὔτε προῖκα. Ἄειντε χάσου, τενεκέ!
    Ὁ θεῖος σου Ἀλέξης
    (1912)

Κ. Σκόκος, Τα Παράξενα της ζωής (Σελίδες ημερολογίου), Αθήνα, Κολλάρος, 1921, σσ. 9−13. Από εδώ.

  1. Με την σημασία «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση», η λέξη εμφανίζεται και στον «Κρητικό Πόλεμο» του Ρεθεμνιώτη (ενετικής καταγωγής) Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, χρόνος συγγραφής 1669 - 1677, πρώτη έκδοση 1869.

«Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους,
εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια».

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Σύμφωνα με το γλωσσάρι της έκδοσης ετυμολογείται από το βενετσιάνικο tagio, ενώ παρατίθεται και το ιταλικό taglio.

Αδυνάτισα ο καημένος, απ\' το ξύλο το πολύ - πού\' φαγα στο δεκαδυο απ\' τη χωροφυλακή (Α. Κωστής 1931) (από HODJAS, 21/07/10)Μην τον βαράτε ρε παιδιά, για ένα παλιοσακάκι... (από HODJAS, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified