Οι μερακλήδες βορειοελλαδίτες κοτσάρουν το «αφού» στο τέλος της φράσης τους.

Ως αποτέλεσμα πετυχαίνουνε να αποκτήσει ο λόγος τους κιμπαριλίκι και έμφαση.

Ο Τριανταφυλλίδης ον λάϊν το έχει και μπράβο του !!!!, το χαρακτηρίζει όμως ως σπανιότατη σύνταξη, ενώ δεν είναι. Το είδα σε ιστοσελίδα συγκεκριμένης κομματικής νεολαίας, σε στυλ «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, να μάθουμε να μιλάμε σωστά τη γλώσσα μας» και τρίχες κατσαρές, να υποδεικνύεται ως δήθεν «βαρβαρικό» και εκτρωματικό λάθος, οπότε είπα ότι πρέπει να καταγραφεί σωποδήποτε. Κατά τα λοιπά στην κρίση σου, αναγνώστη, υποκριτή, αδερφέ μου !!, αν είναι σλανγκ ή αν δεν είναι.

Εδώ κάνουμε πρώτα απ΄ όλα επιστήμη, αφού.

(Βρίσκω αναλογίες με την φράση «η αλήθεια είναι», όταν χρησιμοποιείται και αυτή στο τέλος της φράσης).

  1. - Μαμά, πάω βόλτα με τον Τάκη.
    - Διάβασε τα μαθήματά σου, αλλιώς δεν πας πουθενά.
    - Διάβασα, αφού.

  2. - Καλά αυτός ο Θανάσης είναι μεγάλος ρεμπεσκές. - Έχει να δουλέψει τρία χρόνια και τα τρώει από τις γκόμενες, η αλήθεια είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό ευαγές ίδρυμα, ενώ στην σλανγκ εκδοχή χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ίδιο το άτομο που είναι τόσο τρελό, ώστε να χαρακτηρίζεται το ίδιο τρελοκομείο. Ακούγεται πολύ και στις φυλακές, από κρατούμενους για άλλους τρελάκηδες κρατούμενους.

Συνώνυμα : ψυχάκιας, του έστριψε, μουρλοκομείο, μουρλοκούκου, τρελός με τρία λάμδα, ξεφεύγα, για τα σίδερα, ζουρλός, ζουρλοπαντιέρα.

Τελευταίως, έχει αυξηθεί ο αριθμός των εν λόγω ατόμων, όπως διαπιστώνει οιασδήποτε περπατά στους δρόμους ή κυκλοφορεί με μέσα μαζικής μεταφοράς.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα : Σχεδόν πάντα κρατάνε μία πλαστική σακούλα με αυτά που θεωρούν απαραίτητα και μιλάνε μόνοι τους ή σε κατά φαντασίαν συνομιλητή.

Παρουσιάζω δύο χαρακτηριστικές φιγούρες του αθηναϊκού άστεως:

  • Ο καρατέκα: Ψιλόλιγνη μορφή, που περπατάει πολύ γρήγορα φέροντας απαραίτητη πλαστική σακούλα Κάθε λίγο σταματάει και επιδίδεται σε άψογες φιγούρες τζουντοκαράτε μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς, εξαπολύοντας κλοτσιές και γροθιές που περνούν ξυστά από τον ξαφνιασμένο διαβάτη, χωρίς να τον χτυπούν. Αν τον συναντήσετε, μην αντιδράσετε, τελειώνει το νούμερο και αποχωρεί. Μία γνωστή μου που αντέδρασε, έφαγε ξώφαλτση.
  • Η κυρία Κατερίνα: Συχνάζει στα Εξάρχεια, μια εντυπωσιακή και τιτάνια σε όγκο και δύναμη μορφή, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η σπηλαιώδης αγριοφωνάρα που ακούγεται από τουλάχιστον τέσσερα τετράγωνα μακριά, να καταφέρεται κατά δικαίων και αδίκων. Εκδηλώνει άφοβα ειδική αντιπάθεια στα κατοικοεδρεύοντα όργανα της τάξεως. Κορυφαία της ατάκα, τότε που ο Αβραμό είχε ξεσκιστεί να γεμίζει την πόλη με συντριβάνια : «Αβραμόπουλε, τα μουνιά της γιαγιάς σου, φέρε νερά στην πλατεία Εξαρχείων». Θεωρείται εύπορη γυναίκα, που οι συγγενείς της την πέταξαν στο δρόμο και της έφαγαν την περιουσία.

Η ύπαρξη τέτοιων ατόμων οφείλεται σε εκρηκτικό κοκτέιλ αδιαφορίας και κοινωνικής εγκατάλειψης, ανέχειας και οικονομικών προβλημάτων, αύξησης των λεγόμενων ψυχικών παθήσεων, αλλά και στην ιδιοτέλεια και παλιανθρωπιά των κουφάλων συγγενών. Πολλά εύπορα άτομα τα οποία κάποια στιγμή αντιμετώπισαν συνηθισμένα και αντιμετωπίσιμα ιατρικά κομπλαρίσματα κατέληξαν στον δρόμο λόγω δολοπλοκιών όσων συγγενών εποφθαλμιούν την περιουσία τους και την ξεκοκαλίζουν άνετα και με το νόμο, έχοντας φροντίσει να τον κηρύξουν ανίκανο.

Και ο δρόμος είναι η καλή περίπτωση, διαφορετικά υπάρχει το ίδρυμα ή χρησιμοποιούνται αμιγώς κωσταλεξικές μέθοδοι, (βλέπε ορολογία Χαλικούτη, σε σχόλιο στο λήμμα θείτσα).

Ο όχι ιατρικά απαραίτητος εγκλεισμός σε ίδρυμα θεωρείται εύκολη λύση για να ξεμπερδεύουμε γρήγορα, να κρύψουμε τη λέρα κάτω από το χαλί και να συνεχίσουμε την ζωή μας. Ο εγκλεισμός συχνά επιφέρει τον περαιτέρω στιγματισμό, ακόμα και εάν δεν υπάρχει κανένας λόγος, ακόμα και αν τα καταφέρει κάποτε να βγει.

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες θρησκείες θεωρούν τους τρελούς ιερά πρόσωπα (σαμάνοι, μάγοι της φυλής κλπ.) Αλλά και στην Ελλάδα παλαιότερα, μέσω της μορφής του τρελού του χωριού, υπήρχε αποδοχή της τρέλας ως αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη, η οποία κάποια στιγμή απλώς ξεσπάει πάνω στον πιο άτυχο για λόγους κοινωνικών παθογενειών ή/και γονιδιακής προδιάθεσης. Ο τρελός του χωριού ζούσε ελεύθερος, και πάντοτε έβρισκε ένα πιάτο φαί, φαινόμενο που έχω καιρό να δω στην ελληνική επαρχία.

Ο Φουκώ περιγράφει στην «Ιστορία της Τρέλας» πως κάποια στιγμή, στην πεφωτισμένη Δύση, περάσαμε από την ιερότητα και τον σεβασμό προς την τρέλα και την καθημερινή συνομιλία μαζί της, στην τρέλα ως μίασμα που πρέπει να εγκλειστεί και να καταπολεμηθεί.

Αρχικά με βάρβαρες μεθόδους (βλ. στον Δράκουλα του Κόπολα, τον τιτανοτεράστιο Θωμά Περιμένη να ερμηνεύει τον τρελό υπηρέτη του Δράκουλα και να περνάει των παθών του στα χέρια του Διευθυντή του ιδρύματος που τον βασάνιζε), αργότερα με περισσότερο εκλεπτυσμένες, μοντέρνες ψυχιατρικές μεθόδους (βλ. τον μνημειώδη Τζακ Νίκολσον στην «Φωλιά του Κούκου» και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν, όπως τον Ινδιάνο ηθοποιό Will Sampson, που στο τέλος και αυτός τα σπάει).

Παίζει και η αντιμετώπιση του θέματος να έγκειται στο γεγονός ότι ο μουρλός είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικό άτομο, συνεπώς άχρηστο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως αποκατάσταση του ατόμου η κοινή γνώμη θεωρεί μόνον την δουλειάς που απαλλάσσει την οικογένεια από κάθε οικονομική υποχρέωση.

Ας σημειωθούν, εν κατακλείδι, η απεικόνιση του ψυχιάτρου στον ελληνικό κινηματογράφο ως μουρλότερου του ασθενούς (βλ.. Γιάννης Βογιατζής στο «Η Γυναίκα μου τρελάθηκε») και τραγούδια όπως «Για το καλό μου» του Μηλιώκα του και «Ας τον τρελό στην τρέλα του» του Άκη Πάνου.

- Ο Ξιφίας ήταν σκέτο τρελοκομείο, είχε γυρίσει όλα τα ψυχιατρεία των φυλακών, Κορυδαλός, Κέρκυρα, Λάρισα, έκανε συνεχώς τσαμπουκάδες στα χέρια του και πλακωνότανε με χάπια.
(Διασκευή από το «Καταζητείται» του Κώστα Σαμαρά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπερντάχι. Το βρωμόξυλο, η κλωτσοπατινάδα, το άγριο ξύλο. Παραπλήσια έννοια, με λιγότερο βίαιη σημασία, το σοπάκι. Συντάσσεται με τα ρήματα δίνω, ρίχνω ένα, κερνάω.

Παμπάλαια λέξη, η οποία όμως επιζεί μέχρι σήμερα. Την έχω σταμπάρει μόνο σε επαρχία, από Κρήτη μεριά, σε διαλόγους σβούρων, πέτσακων και κούργιαλων, βλ. παράδειγμα 1, ενώ βρίσκεται και σε ένα γλωσσάρι της Μεσσηνίας εδώ. Όμως ήταν συνηθισμένη έκφραση και της κλασσικής ρεμπέτικης αργκό, η οποία είναι γέννημα θρέμμα του άστεως (βλ. παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους χωροφύλακες και λοιπά σώματα ασφαλείας της νεώτερης Ελλάδος. Διασώζεται η έκφραση «τάγιο χταποδάτο», πιθανή ερμηνεία: πολλοί μαζί βαράγανε έναν κάτω σα χταπόδι, μέχρι να μαλακώσει, βλ. παράδειγμα 3. Υπήρχε και η έκφραση «ρίξτε του ένα χωροφυλακίστικο και το πρωί στην αρχή». Δηλαδή λιανίστε τον όλη τη νύχτα και το πρωί τον περνάτε εισαγγελέα.

Δυσάρεστη έκπληξη δοκίμασαν αρκετοί αστοί πολιτικοί, όταν τους μπουζούριασε η Εθνοσωτήριος, αφού διαπίστωσαν έντρομοι και στο πετσί τους ότι τόσα χρόνια η χωροφυλακή είχε το ελεύθερο να βασανίζει και να χτυπάει κρατούμενους, διαθέτοντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία προς τούτο. Φυσικά τα φαινόμενα αυτά σήμερα έχουν εκλείψει παντελώς, ως αποδεικνύουν εκατοντάδες πραγματοποιηθείσες αξιόπιστες Ε.Δ.Ε..

Η λέξη «τάγιο» προέρχεται από το ιταλικό taglio που σημαίνει μαχαίρωμα, κόψιμο, κομμάτι, βλ. παράδειγμα 4. Σύμφωνα με ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια, στη χαρτοπαιξία, τάγιοείναι η διάρκεια ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο κοψίματα, μέχρις ότου τελειώσουν τα τραπουλόχαρτα ή μέχρι να σταματήσει οριστικά το παιχνίδι. Οπότε πιθανή δική μου ερμηνεία της έκφρασης είναι ότι σημαίνει δίνω μία καλή παρτίδα ξύλο, αυτό που λέμε ένα γερό χέρι ξύλο.

  1. - Εκιοσές ο παράουρος ο Παναής ρίχτηκε στο Μαριώ την κοπελιά του Μανώλη μας και την εξεγιβέντισε οψάργας στην πλατεία. - Ε και τι καθόμαστε, πάμε να τονε ζυγώσουμε να τονε κεράσουμε ένα τάγιο να βάλει και στις τσέπες του.

  2. «Τού 'χω δώσει ένα γερό τάγιο πριν χάσω τα μάτια μου», λέει ο τυφλός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας σε συνέντευξή του εδώ, αναφερόμενος σε βρωμόξυλο μεταξύ του ιδίου και έτερου γνωστού βαρύμαγκα (βλ. στο κεφάλαιο Αφηγήσεις του ίδιου του Μπαγιαντέρα).

  3. «Ουρλιάζει ο Χεμαγγιόρος στο παραδίπλα δωμάτιο και τρίτο τάγιο χταποδάτο, καθώς τ' ορίζει ο κανονισμός στο Σώμα για να μαλακώνουνε οι εθνοπροδότες, να γίνεται το γινάτι τους νιανιά που να μαρτυρήσουνε στην Εξουσία τα μυστικά του εχθρού».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, από το μυθιστόρημα Αντιποίησις Αρχής, 1979, όλο το βιβλίο είναι μονόλογος ενός ασφαλίτη επί χούντας.

  1. Ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν πλιὰ ἀποτελειωμένος. Σὲ λίγες μέρες λαβαίνω ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ οὔλτιμο τάγιο, τὴν τελειωτικὴ μαχαιριά. Μοῦ ἔγραφε:
    Ἀνηψιέ μου, ἤσουν πάντα κατεργάρης καὶ παραλυμένος. Σοὖρθε ἡ τύχη σὰν στραβὴ καὶ τὴν κλώτσησες. Πολὺ γρήγορα θὰ χτυπᾷς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, μὰ θἆναι ἀργά. Τώρα κάτσε ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι. Εἶναι περιττὸ νὰ ξεκουμπιστῇς ἐδῶ. Οὔτε θέσι θαὕρῃς, οὔτε προῖκα. Ἄειντε χάσου, τενεκέ!
    Ὁ θεῖος σου Ἀλέξης
    (1912)

Κ. Σκόκος, Τα Παράξενα της ζωής (Σελίδες ημερολογίου), Αθήνα, Κολλάρος, 1921, σσ. 9−13. Από εδώ.

  1. Με την σημασία «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση», η λέξη εμφανίζεται και στον «Κρητικό Πόλεμο» του Ρεθεμνιώτη (ενετικής καταγωγής) Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, χρόνος συγγραφής 1669 - 1677, πρώτη έκδοση 1869.

«Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους,
εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια».

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Σύμφωνα με το γλωσσάρι της έκδοσης ετυμολογείται από το βενετσιάνικο tagio, ενώ παρατίθεται και το ιταλικό taglio.

Αδυνάτισα ο καημένος, απ\' το ξύλο το πολύ - πού\' φαγα στο δεκαδυο απ\' τη χωροφυλακή (Α. Κωστής 1931) (από HODJAS, 21/07/10)Μην τον βαράτε ρε παιδιά, για ένα παλιοσακάκι... (από HODJAS, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

…το Χριστό (μου, σου, του, σας, τους) ή/και την Παναγία (μου, σου, του, σας, τους):

Προσοχή, ακολουθεί σεντονάρα, διαβάζετε υπ΄ ευθύνη σας:

Με αρετή και τόλμη, (που θέλει η ελευθερία), χωρίς φόβο και πάθος, έφτασε η ώρα για τον γενναίο λημματογράφο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, να αναμετρηθεί με την ποιητικότατη, (ίσως την ποιητικότερη όλων), φράση αυτή και τα τεράστια υπαρξιακά - ανθρωπολογικά ερωτήματα που γεννά, σε φάση Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους ανεμόμυλους.

Απαραίτητες προκαταρκτικές παρατηρήσεις :

1) Πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του μυστηρίου είναι η συντακτική ανάλυση της πρότασης, που έχει ως εξής :

α) Ένα γνωστό μεταβατικό ρήμα : γαμάω.

β) Αντικείμενο του ρήματος: ο Χριστός ή/και η Παναγία

γ) Μία προσωπική κτητική αντωνυμία (-μου, -σου, -του, -σας, -τους, ποτέ -μας, αφού, όπως θα δούμε, βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας και δεν χωρούν εδώ συλλογικότητες παντός είδους). Η αντωνυμία ορίζει σε ποιόν ανήκει το αντικείμενο, δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία. Η χρήση της αντωνυμίας είναι προαιρετική, αφού η φράση συναντάται και χωρίς αυτήν.

2) Δεύτερο κλειδί για την κατανόηση της φράσης είναι η μορφή που λαμβάνει η εξύβριση των θείων σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και μόνον :

Αγγλικά : Υπάρχει το Holy shit, αγαπημένη έκφραση του Μπουκόβσκι, που ο Τέος Ρόμβος μεταφράζει ως “θεία σκατά”.

Ιταλικά : porco Dio, porco Cristo, Dio maiale, και το χειρότερο όλων, porca la Donna, δηλαδή παραλληλισμός των θείων προσώπων με γουρούνι και χοίρο.

Ισπανικά : me cago en Dios, me cago en Cristo, me cago en copon (δισκοπότηρο), me cago en la ostia (η όστια), και το χειρότερο όλων, me cago en la Virgen, δηλαδή οι φίλοι μας οι Ισπανοί, για λόγους που αυτοί ξέρουν, δεν γαμούν, αλλά χέζουν τα θεία.

Εισαγωγικό συμπέρασμα : Η εξύβριση των θείων με την άνω συντακτική μορφή που απαντάται στην ελληνική, δηλαδή το συγκεκριμένο ρήμα, το συγκεκριμένο αντικείμενο/α + (προαιρετική) προσωπική αντωνυμία, δεν απαντάται, τουλάχιστον στις άνω γλώσσες.

3) Η φράση αυτή λέγεται από κάποιον υβριστή σε κάποιον υβριζόμενο και θεωρείται από τις χειρότερες βρισιές που μπορούν να ειπωθούν στα ελληνικά. Η ένταση της στιγμής είναι μεγάλη, η ατμόσφαιρα βαριά και ασήκωτη. Δεν είναι από τις βρισιές που λέγονται για πλάκα. Κυριαρχεί και ξεχειλίζει το μέγα πάθος. Τόσο βαριά είναι η βρισιά, ώστε θεωρείται μεγάλη ύβρις (βλασφημία, αμαρτία) ακόμα και από τον ίδιο τον υβριστή, και για αυτό το λόγο έχουν εφευρεθεί και οι γνωστές παραλλαγές που βοηθούν τον υβριστή να παρακάμψει την αμαρτία που διαπράττει με το να σκεφθεί και μόνον την φράση. Βλ. γαμώ την Παναχαϊκή μου, γαμώ την πανακόλα, το χριστόφορο κολόμβο, κ.λπ. Οι ανώδυνες αυτές παραλλαγές δεν μας αφορούν εδώ. Μας αφορά μόνον η φράση όπως ακούγεται στην πληρότητά της, (ρήμα + αντικείμενο + αντωνυμία).

Όποτε λοιπόν ακούμε την φράση πλήρη, ένα καμπανάκι συναγερμού χτυπάει, ο Ρουβίκωνας είναι πια πίσω μας, τα σύνορα έχουν παραβιαστεί, γνωρίζουμε ότι μπαίνουμε στην περιοχή του αληθινού πάθους, του αληθινού θυμού, της αληθινής απόγνωσης, της αληθινής άσκησης εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, (η λεκτική βία όταν είναι πηγαία και αληθινή είναι από τις πιο έντονες και σπαρακτικές μορφές άσκησης εξουσίας, δείτε π.χ. τις ταινίες του Οικονομίδη), των αληθινών ανθρώπινων συναισθημάτων.

Είναι αδιάφορο εάν τα συναισθήματα είναι θετικά ή αρνητικά, μικροπρεπή και ταπεινά ή μεγαλόπνοα, σημασία έχει ότι είναι αφενός αληθινά, αφεδύο ανθρώπινα. Άλλωστε «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο υβριστής είναι άνθρωπος με πάθη και παθήματα, και την στιγμή που εκστομίζει την φράση, τον πνίγει το υποκειμενικό του δίκαιο, (εννοείται ότι αντικειμενικά μπορεί να έχει, και συνήθως έχει, άδικο), τα πάθη του ξεπερνούν τα όρια, δεν γνωρίζει αυτός από φτιασίδια, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς, γκρεμίζει τις συμβάσεις και επικεντρώνεται στην ουσία, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσβολή του υβριζόμενου, μέχρι εκμηδενισμού του, αν είναι δυνατόν. Μυρίζει ανθρωπίλα ένα γύρω, δεν είναι ευχάριστο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν, ο υβριστής και υβριζόμενος ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Εδώ ο υβριστής θυμωμένος αυτοοικτίρεται και αυτοεκμηδενίζεται, κυριαρχημένος από το συναίσθημα της ιερής αγανάκτησης και συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία του, (βλ. 2ο παράδειγμα), χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο ενικό πρόσωπο, – μου.

Μπαίνουμε λοιπόν στην περιοχή της απόλυτα επικίνδυνης πραγματικότητας. Στην αληθινή αλήθεια της αλήθειας που έλεγε και ο Σκαρίμπας. Από εδώ και πέρα, enter at your own risk. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλήρης φράση ακούγεται συχνά από ανθρώπους της δουλειάς, κυρίως χειρώνακτες, π.χ. από μάστορες προς νέους μαθητευόμενους για ένα λάθος τους, ή πάνω σε μία δύσκολη και έντονη στιγμή της εργασίας, όπου η αμείλικτη πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Οι σπουδαγμένοι, οι πολιτισμένοι και οι καθωσπρέπει, θα την αποφύγουν πάση θυσία, έστω και με τις άνω παραλλαγές. Θέλει πρωτογονισμό για να το πεις αυτό το πράγμα, πόσο μάλλον να το λες και να το πιστεύεις. Δεν θα το ακούσεις από χείλη φλώρου, και αν το ακούσεις, δεν θα σε πείσει.

Και ας μπούμε επιτέλους στο ζουμί. Τι εννοεί ο ποιητής, συγγνώμη, ο υβριστής;;;

α) Ο υβριστής (λέει ότι) γαμεί.

Ναι, αλλά τι είναι το γαμήσι, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Το γαμήσι είναι η επικοινωνία με τα βαθύτερα ένστικτά μας, η κραυγή του ζώου, η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα υπέροχο και συνάμα ρυπαρό ζωώδες πλάσμα, (ρυπαρό γι΄αυτό υπέροχο), η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας μας, η οποία βέβαια πάει πακέτο με την θνητότητά μας, (όλοι θα πεθάνουμε αδέρφια, γι΄ αυτό γαμάτε, γιατί χανόμαστε). Να γιατί κατά τη διάρκεια, αλλά και για λίγο μετά από κάθε γαμήσι, για λίγο πιο ανάλαφροι, για λίγο πιο χαρούμενοι, ιδρωμένοι, πασαλειμμένοι, λερωμένοι από τα σωματικά μας υγρά και τις εκκρίσεις, αισθανόμαστε λίγο πιο άνθρωποι, ή αλλιώς, το ίδιο κάνει, αισθανόμαστε έστω για λίγο θεοί, πάει να πει έστω και για λίγο αθάνατοι !!!.

β) Τι (λέει ότι) γαμεί ο υβριστής ;;;;

Ο υβριστής γαμεί και αναπόφευκτα λερώνει αυτό που η ανθρώπινη σύμβαση που λέγεται θρησκεία (εδώ χριστιανισμός, ορθοδοξία), καθορίζει ως το πιο αμόλυντο, το πιο άχραντο, το πιο σεπτό, το πιο ιερό, το πιο σεβαστό, το πιο ανέγγιχτο, το άμωμο, το πιο πνευματικό, πνευματώδες και άυλο, εν τέλει το πιο μη ανθρώπινο ον που μπορεί ποτέ να υπάρξει, δηλαδή το Χριστό ή/και την Παναγία.

Άρα ο υβριστής μέσα από το πάθος και την ένταση της στιγμής, φέρνει το θείο στα ανθρώπινα δικά του μέτρα, ο υβριστής άνθρωπος θεώνεται, ενώ το θεϊκό υπέρτατο και άυλο αντικείμενο, (ο Χριστός ή/και η Παναγία) εξανθρωπίζεται. Όλα αυτά με τρεις λέξεις. Αν δεν είναι ποίηση αυτό, τι είναι;;

Εδώ μπαίνουμε στην ουσία της ελληνικής σλανγκικής ιδιαιτερότητας. Το γεγονός ότι η εξύβριση των θείων έχει αυτή την μορφή στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να με οδηγήσει συνειρμικά σε μία μακρινή εποχή, όπου η θρησκεία, (όχι θεϊκό, αλλά πάντα ανθρώπινο δημιούργημα, μην το ξεχνάμε), μιλούσε για τσαχπίνηδες θεούς και θεές, που λιάζονταν τεμπέλικα, κόβοντας από ψηλά την κίνηση (σημαντικός ο ήλιος για να φτιαχτεί η όλη κατάσταση).

Εάν λοιπόν κόζαραν κανένα θνητό κομμάτι τούμπανο, δεν δίσταζαν να κατέβουν στα χαμηλά και να ζήσουν από κοντά την περιπέτεια του έρωτος, να μοιραστούν έστω και για λίγο την χαρούμενη αλλά και αναπόφευκτη μοίρα της θνητότητας και να εξανθρωπιστούν γαμώντας ή/και γαμούμενοι/ες.

γ) Και ποιο το νόημα της προσωπικής κτητικής αντωνυμίας;

Η αντωνυμία επιβεβαιώνει και κλειδώνει όλα τα παραπάνω. Η χρήση της σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ατομικό θεό (Χριστό, Παναγία, γουατέβερ), το δικό του προσωπικό υπέρτατο και άχραντο πνευματικό άυλο ον. Η διαφορά είναι ότι εδώ το υπέρτατο ον ανήκει αποκλειστικά και ad hoc στον υβριζόμενο.

Δηλαδή πάει να πει ότι δεν πρόκειται γενικά για τον θεό όλων των ανθρώπων, είναι συγκεκριμένα ο συγκεκριμένος αποκλειστικός θεός του υβριζομένου. Και εδώ λοιπόν έχουμε μία σημαντική ιδιαιτερότητα, δηλαδή έναν ολόκληρο αθάνατο θεό μόνον για την δική μας την θνητή πάρτη, για ατομική χρήση. Για αυτό είπα παραπάνω ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας.

Μην ξεχνάμε, ξαναλέμε, την πολύ συχνή ταύτιση υβριστή και υβριζόμενου στο ίδιο πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας - μου, όπου είναι πλέον φανερή η ύπαρξη του ατομικού θεού, μόνο για πάρτη μας, για ατομική χρήση, έναν θεό που δεν διστάζουμε να (λέμε ότι) τον γαμάμε, πάνω στα νεύρα μας.

Ο υβριστής λοιπόν, πάνω στην ένταση της στιγμής, δεν κωλώνει να κατεβάσει κάτω το αποκλειστικό υπέρτατο θεϊκό ον του υβριζόμενου, (ή και του εαυτού του), από τα ψηλά που βρίσκεται και να το εξανθρωπίσει, κατά την έννοια που πιο πάνω αναλύσαμε. Ένα είδος βίαιης αποκαθήλωσης που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του θείου. Η σχεδόν βάρβαρη και βίαιη λεκτική αντίθεση που δημιουργείται από την άμεση αντιπαράθεση μέσα στην ίδια φράση των εννοιών: α) του ιερότατου, πάνσεπτου και άυλου όντος, και β) της αδυσώπητης εξανθρώπισης του όντος αυτού, δια του γαμησιού, οδηγεί στην επίτευξη του αρχικού στόχου, δηλαδή την λεκτική εκμηδένιση του υβριζόμενου και στην δημιουργία μεγάλης έντασης και υπερβολής, ή αλλιώς ποίησης.

Υπενθυμίζεται ότι η εξύβριση των θείων τιμωρείται από τα άρθρα 198 και 199 του ελληνικού ποινικού κώδικα, με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

  1. «Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν τάχατες για μένα κλαίνε δε μ΄ απαρατάν !

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ΄ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ΄ τον γκρεμό.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη).

  1. Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό.

(Τζίμης Πανούσης, Ερωτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λικβιντάρω: λέξη της ναρκοσλάνγκ. Περιγράφει την κατάσταση του χρήστη που έχει μείνει χαρμάνης λόγω ελλείψεως χρημάτων και πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να βρει ρευστό για την δόση του. Εκ του αγγλικού liquid = υγρό, ρευστό.

Ασίστ : Khan, jesus.

Την φωτογραφική μηχανή την πήρε από την Σόφη που είχε πέσει στην αρρώστια και τα λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο (Τέος Ρόμβος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος, ενώ έχει στρώσει μία κατάσταση όμορφη και περιποιημένη για τον ίδιο, π.χ. με μία γκόμενα (πολύ συχνή η χρήση της λέξης στις ανθρώπινες σχέσεις), με μία καλή δουλειά, με πολλά λεφτά κλπ., ξαφνικά τα γκρεμίζει όλα και καταστρέφει ό,τι έχει πετύχει μέχρι τότε, ευρισκόμενος εκουσίως από την αρχή, στο μηδέν. Σχετική η έκφραση «χύνει την καρδάρα με το γάλα».

Προσοχή: να μην συγχέεται με τις περιπτώσεις εκείνες που καίνε το καλύβι τους για να μεταπηδήσουν αμέσως σε άλλο που έχουν ήδη ετοιμάσει από πριν.

Πιθανές ερμηνείες του φαινομένου, υπενθυμίζοντας ότι κάθε είδους γενίκευση είναι εξ αρχής λανθασμένη (ειδικά στα χαοτικά θέματα των ανθρωπίνων σχέσεων) και χωρίς να βάζω κανένα αρνητικό ή θετικό πρόσημο στο λήμμα μου και σε ανάλογες συμπεριφορές:

α) Πρόκειται για κοινή αυτοκαταστροφή. Είναι εκείνος που δεν μπορεί να διατηρήσει μία όμορφη κατάσταση, τρώγεται με τα ρούχα του, ψάχνει να βρει πάντοτε κάτι το αρνητικό για να μανουριάσει και να χαλαστεί, τον τρώει το σαράκι μέσα του.

β) Η ίδια η κατάσταση που έχει στρώσει, όσο όμορφη και καλή να είναι, αρχίζει κάποια στιγμή να τον βαραίνει, να τον περιορίζει και θέλει να πάει για άλλα. Στην περίπτωση αυτή η μομφή καψοκαλύβας, αποδίδεται από το περιβάλλον, ο ίδιος όμως γνωρίζει το πώς και γιατί καίει την καλύβα του, ή τουλάχιστον έτσι νομίζει.

γ) Συνδυασμός των παραπάνω.

Πάντως θέλει κοχόνες για να το κάψεις το ρημάδι.

- Τα ΄μαθες ;;; Ο Χρήστος παραιτήθηκε από στέλεχος της εταιρείας, παράτησε την γυναίκα του με τρία παιδιά και έφυγε στις Ινδίες να γνωρίσει λέει την ανατολική φιλοσοφία.
- Αυτός τελικά αποδείχθηκε μεγάλος καψοκαλύβας.

Δώσε βάση στο νόημα! (από Khan, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι ρομαντική λέξη! «Ήτανε εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης», που λέει κι ο ποιητής. Αυτά είναι!

Καμία σχέση όμως.

Νυχτιά, στην επαγγελματική διάλεκτο των (ελληνίδων) πορνών, είναι το να φορτωθείς ένα πελάτη για όλο το βράδυ. Δεν σημαίνει και ότι θα του κάνεις όλα τα γούστα, αυτό είναι πάντα θέμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, κατά τους αιωνίους νόμους της αγοράς.

Παρόλο που πληρώνεται καλά, οι πουτάνες το αποφεύγουν γιατί το θεωρούν πιο κουραστικό από το να ξεπετάξουν δέκα – είκοσι πελάτες τη βραδιά, ανά πεντάλεπτο. Βλ. και λήμμα περιποίηση, για τις κοπέλες που και καλά «δεν βιάζονται».

Συντάσσεται με το ρήμα παίρνω, «παίρνω κάποιον νυχτιά» ή «με παίρνουν νυχτιά».

«Δε μου αρέσει να με παίρνουν νυχτιά. Προτιμώ να πάω με δέκα πελάτες σε ένα βράδυ παρά να πάω μα μείνω με έναν άνθρωπο για μια ολόκληρη νύχτα συνέχεια στο ίδιο δωμάτιο, να τον έχω πάνω απ΄ το κεφάλι μου, να πρέπει να τον υποστώ, να πρέπει να βγω μαζί του και να πρέπει να φερθώ σωστά επειδή αυτός έτσι νομίζει».

Καταγραμμένη μαρτυρία της πόρνης Βανέσας, στο βιβλίο «Πουτάνα» της Τασίας Χατζή, εκδόσεις Οδυσσέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχιατρική αργκό.

Ορισμός από ΛΚΝ: «ρυθμίζω (-ομαι): κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο, π.χ. ρυθμίζω τη μηχανή.

Είναι φορές που κάποιος χάνει το ρυθμό του, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τους αναγκαίους χρόνους της κανονικότητας που όλοι οι άλλοι γύρω του αναγνωρίζουν σαν σωστούς. Είτε καθυστερεί ανεπίτρεπτα, όταν χάνεται και περιπλανιέται σε δικές του διαδρομές, είτε τρέχει ιλιγγιωδώς, όταν προλαβαίνει να ανακαλύψει πράγματα και σχέσεις, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν απολύτως τίποτα.

Με άλλα λόγια, είναι φορές που οποιοσδήποτε μπορεί να τα παίξει, που δεν την παλεύει, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κουβαλήσει άλλο το φορτίο της καθημερινότητάς του σαν καλό παιδάκι, μαζί με τα άλλα παιδάκια.

Τότε, αν υπάρχουν στην εικόνα εκείνοι που νοιάζονται γι' αυτόν, θα τον πάνε για ρύθμιση. Θα τον πάνε κάπου που θα τον φροντίσουν, θα του παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες, θα του δώσουν τα κατάλληλα φάρμακα, ώστε να ξαναπάρει μπροστά, να συμβαδίσει πάλι με τους υπόλοιπους, να πάψει να δημιουργεί προβλήματα και να ξαναρχίσει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς απρόβλεπτες καθυστερήσεις ή επιταχύνσεις που δημιουργούν δυσλειτουργίες και όσο να ΄ναι δυσάρεστη ατμόσφαιρα στον ίδιο και τους γύρω του.

  1. - Πάλι τα' παιξε ο γείτονας. Κυλιότανε κάτω και φώναζε τη μάνα του την πεθαμένη να τόνε σώσει γιατί λέει έρχονται οι κακοί να τον πάρουν. - Μη μασάς, συνηθισμένο φαινόμενο. Θα' ρθει ο αδερφός του να τον πάει στην κλινική να τον ρυθμίσουνε και φτου κι απ΄ την αρχή.

  2. Οι κοινωνικοί λειτουργοί της οργάνωσης έψαξαν και βρήκαν όσα μπόρεσαν. Ότι έχει ψυχωσική συνδρομή. Ότι έχασε τον πατέρα της νωρίς. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, επίσης με ψυχωσικό σύνδρομο, κι έναν αδελφό με χρόνιο πρόβλημα εξάρτησης. Δουλειά πουθενά. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, στην πιο λούμπεν εκδοχή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γέννησε τρία παιδιά και τα άφησε σε ιδρύματα. Πέρσι, με τη βοήθεια μιας θείας της, του μόνου συγγενή χωρίς σοβαρά προβλήματα, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο. Έμεινε ένα μήνα, βγήκε. Τον Σεπτέμβριο ξαναμπήκε για άλλους τέσσερις. «Ρυθμίστηκε», όπως λένε οι γιατροί. Άκουσε συμβουλές, πήρε φάρμακα, έλεγξε την ασθένεια. Όταν βγήκε, σταμάτησε τα φάρμακα και απορρυθμίστηκε. Γνώρισε στον δρόμο κάποιον και ζουν μαζί, με τα χρήματα που βγάζει αυτή από το πεζοδρόμιο, έγκυος γυναίκα. Του έχει εμπιστοσύνη, δεν της φέρεται άσχημα. Αλλά φτάνει; (από εφημερίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified