Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.
Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.
Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά
- Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;
Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.
Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.
Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τηλεφωνώ σε call girl (c.g., προφ. σι τζι) με στόχο το ξεφόρτωμα (ή την ειλικρινή σχέση, αν είμαι πολύ-πολύ μαλάκας).
Παράγωγα: σιτζάρισμα, σι τζι μαν (= αυτός που σιτζάρει), σιτζάτος (= αυτός που μόλις σιτζάρησε).
- Πάλι σιτζάρισες ρε αυνανιστή;
- Τι να κάνω, Αλαριχάκο μου, αφού δεν μου κάθεται ούτε θηλυκιά κατσίκα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αφρικανός πωλητής CD.
Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.
Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.
Συνώνυμο: γλυκομούνα.
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλ. απαλομούνα.
Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».
- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοπέλα της οποίας τα έσω χείλη του αιδοίου είναι κατσαρά, με άφθονες πτυχώσεις, και συνήθως αισθητά πιο προτεταμένα από τα έξω χείλη του αιδοίου. Όταν επιχειρείς αιδοιολειχία, μπορείς να τα ρουφήξεις ώστε να ξετυλιχτούν μέσα στο στόμα σου.
- Σιχαίνομαι το γλειφομούνι, δεν το κάνω ποτέ.
- Κι εγώ, αλλά άμα είναι σγουρομούνα η γυναίκα...
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:
Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
να σε δω να σε χαρώ
τσιφτετέλι τούρκικο
σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.
Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.
Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.
Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.
Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.
Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.
- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified