Πεζοναυτική –και ορειβατική– σλανγκ. Πέφτω στα τέσσερα για να προχωρήσω, διότι η πορεία γίνεται πολύ δύσκολη και το μονοπάτι πολύ επικίνδυνο και δεν μπορώ να συνεχίσω περπατώντας όρθιος.

Φίλε μου αυτά τα κατακόρυφα περάσματα είναι μανίκια. Εμείς είχαμε και Ανηφόρες της Αναβολής. Αυτή η Ανηφόρα στο Βόλο ήταν άλλο πράγμα... Υπήρχαν φορές που έβαζα 4χ4 για να ανέβω (περπάτημα στα 4 δηλαδή). Αφού δε σπαστήκαμε στα βράχια κοντά στα Γλαφυρά τότε εντάξει. Ψυχή θέλει! (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα μεταξύ αρσενικών που συνδυάζει το μύθο του βασιλιά Μίδα με το άκρον άωτον του ερωτικού ξενερώματος. Όπως ο βάτραχος που μ' ένα φιλί γίνεται ακαριαία πρίγκηπας (αλλά με την αντίστροφη έννοια), έτσι, όταν το χαμούρεμα προχωρά γλυκά γλυκά, το χέρι εγκαταλείπει τα βυζάκια και γλιστράει προς τα κάτω και ο πούτσος μεγαλώνει και σκληραίνει, τη στιγμή λοιπόν που το χέρι έχει συρθεί μέσα από το γκαζόν και τα δάχτυλα αγγίζουν τα μουνόχειλα και ετοιμάζονται ν' ανοίξουν τις πύλες του παραδείσου, τσακ! το μουνί μετατρέπεται σε πούτσα και η γκόμενα σε Μήτσο, δασύτριχο και μάλιστα γκαβλωμένο. Το αιφνίδιον και απεχθές της μεταμορφώσεως παραπέμπουν σε ταινία του Στήβεν Κινγκ.

Κατάρα κατάλληλη και για λεσβίες.

-Κοίτα ρε το φλώρο με τι μουνάρες που κυκλοφορεί, θα τρελαθώ ρε πούστη μου, μα τι του βρίσκουν του μαλάκα που μουνί να πιάνει πούτσα να γίνεται;

Κάπως έτσι δλδ... (από joe909, 01/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αυτός που δε μασάει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Το σκληρό καρύδι. Το αγύριστο κεφάλι, και όχι υποχρεωτικά ακραίος, αλλά πάντως μοναχικός, ως άτομο ή ομάδα. Που έχει την άποψη και τις ιδέες του και τις υπερασπίζεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

- Να πιάσουμε τον δασάρχη ν’ αποχαρακτηρίσει την έκταση και μετά βγάζουμε και την άδεια. - Εδώ έχεις μπλέξει φίλε, ο δασάρχης δεν πιάνεται, είναι ταλιμπάν.

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις μεταξύ ανδρών. Σημαίνει ότι το κατηγορούμενο της προσφώνησης στερείται όλων εκείνων των συναισθηματικών, ηθικών και ψυχικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν αποκλειστικά και μόνο στους άνδρες, ενώ, κατά την υβρεολογική αξιολογική κλίμακα, απουσιάζουν πλήρως από τις γυναίκες. Ενδεικτικά: ανδρεία, ευθύτητα, ειλικρίνεια, μαγκιά, τσαμπουκάς, νταηλίκι, εξήγα, αξιοπιστία, θάρρος, τόλμη, γενναιότη και πλείστες όσες άλλες, που η απαρίθμησή τους θα υπερέβαινε τον αριθμό λημμάτων του slang.gr. Άσε που μπορεί να μην του σηκώνεται καν.

Ήρθαν τα παιδάκια
με τα ροπαλάκια. Χωρίς τα ροπαλάκια
θα ήτανε μουνάκια. (Ωδή της Θύρας 4 προς τα ΜΑΤ, στη μουσική του «ένα λεφτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο«).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει όμως και το ξηρό ποτηράτο, το οποίον: 1. Περνάμε μια καρφίτσα μέσα από ένα χαρτονάκι τετράγωνο ή ορθογώνιο, στη μέση του, ούτως ώστε το χαρτονάκι να χρησιμεύει ως βάση (πες ότι κρατώντας την καρφίτσα από την άκρη της μοιάζει με ομπρέλα). 2. Τοποθετούμε το χαρτονάκι-βάση στο τραπέζι ή σε ένα βιβλίο ή σε οποιαδήποτε επίπεδη και λεία επιφάνεια. 3. Καρφώνουμε στη μύτη της καρφίτσας ένα μικρούλι κομματάκι μαύρο.
4. Σκεπάζουμε τη μαυροφορεμένη καρφίτσα με ένα ποτήρι αναποδογυρισμένο. 5. Παίρνουμε ένα καλαμάκι (σπαστό οπωσδήποτε). 6. Ανάβουμε το μαύρο, το ξανακλείνουμε με το ποτήρι. Το κοντό τμήμα από το καλαμάκι βρίσκεται κάτω από το ποτήρι.
7. Ρουφάμε από την άκρη του επιμήκους τμήματος. Η μέθοδος συνίσταται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, για τους φίλους του μαύρου, αλλά εχθρούς του καπνού.

- Ρε συ, τελειώσαν τα χαρτάκια. - Καλαμάκι και καρφίτσα έχεις; - Ναι. - Ε, τότε μη στενοχωριέσαι, θα το πιούμε ποτηράτο.

(από joe909, 26/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοκρίνω (προέρχεται από κυριολεκτική χρήση, αφού επί αναλογικού κινηματογράφου η λογοκρισία γινότανε με το ψαλίδι), απαγορεύω τη δημοσίευση, εκτοπίζω από τα ΜΜΕ.

  1. Για πρώτη φορά το αποκαλυπτικό dvd της Λόλας Τραβιόλας με όλες τις κομμένες σκηνές.

  2. Το ντοκιμαντέρ κόπηκε από τη ΝΕΤ και μπορείτε να το δείτε στο ίντερνετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαθμολογώ κάτω από τη βάση σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.ο.κ., απορρίπτω.

Φοιτητής κομμένος, καθηγητής σφαγμένος (αγωνιστικό φοιτητικό σύνθημα των 80ζ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΣ, ακολουθούν τα μητσοτακωνύμια (κατά το πρότυπο των Θεωνυμίων του Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρι).

Κανένας άλλος Έλληνας δεν αξιώθηκε, νομίζω, τόσα προσωνύμια. Όλοι οι υπόλοιποι βολεύονται με ένα, άντε δύο το πολύ. Ο επίτιμος όμως παραμένει αστείρευτη πηγή έμπνευσης για φίλους (λέμε τώρα) και εχθρούς, τουλάχιστον από το 1965 και μετά. Έτσι παραθέτω κατάλογο ενδεικτικό και σίγουρα όχι εξαντλητικό. Πολλά οφείλει σίγουρα –αλλά όχι όλα– στο «ΠΟΝΤΙΚΙ».

  • Ακατονόμαστος
  • Ανώτατος Κυβερνήτης των υποχθονίων δυνάμεων
  • Αρχαιοκάπηλος
  • Αρτέμης Μάτσας
  • Αρχιαποστάτης
  • Αρχιερέας της διαπλοκής (αυτό το διεκδικεί και ο Σημίτης, αλλά δεν το δικαιούται νομίζω. Στο κάτω-κάτω ο Μητσ. επινόησε τον όρο. Ακόμη κι αν ο Σημίτης ξεπέρασε το δάσκαλο, να μην ξεχνάμε ότι είχε και κοτζάμ Ολυμπιακούς στα χέρια του)
  • Αρχιτέκτονας της αποστασίας
  • Άρχοντας των 7 καμπινέδων
  • Βαμπίρ
  • Βρικόλακας
  • Δράκουλας
  • Δράκουλας των Χανίων
  • Δρακουμέλ
  • Εθνικός γκαντέμης
  • Επίτιμος
  • Εφιάλτης
  • Μητσοτάκαρος
  • Μητσοτάκουλας
  • Μούμια εποχής
  • Νεφέλωμα Μ
  • Πατριάρχης της πολιτικής ίντριγκας
  • Πλάσμα Μ
  • Προδότης
  • Ροφός
  • Τοπάρχης των Χανίων
  • Τσουνάμι
  • Ψηλός

- Σύμφωνα με το Βήμα της Κυριακής, ο Μητσοτάκης δεν φοβάται τον θάνατο. Το ρεπορτάζ (και καταγγέλλω το Βήμα) είναι ελλιπές. Αν ρωτούσανε και τον Χάρο θα τους απαντούσε ότι αυτός είναι που φοβάται τον Μητσοτάκη.
- Ο Χάρος μπροστά στον Μητσοτάκη μοιάζει με σχολιαρόπαιδο. Μάλιστα ο επίτιμος έχει ετοιμάσει και τον τάφο. Του Χάρου.
- Ο επίτιμος εξάλλου δεν αφήνει δουλειές στην μέση. Οπότε αν δεν τελειώσει αυτή η ιστορία, να δει παιδί του, πρωθυπουργό, δεν θα φύγει.
εδώ.

(από Vrastaman, 26/07/11)(από GATZMAN, 26/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified