Selected tags

Further tags

Όρος των ομαδικών αθλημάτων και βασικά του ποδοσφαίρου. Είναι ο αγώνας που γίνεται μεταξύ των παικτών της ίδιας ομάδας για λόγους προπόνησης. Συμμετέχουν όλοι οι παίκτες, βασικοί και αναπληρωματικοί και παίζουν με δύο τέρματα, όπως θα έπαιζαν σε ένα κανονικό παιχνίδι εναντίον μιας άλλης ομάδας.

Είναι μια πρόβα τζενεράλε και πεδίο δοκιμών για τον προπονητή - επίσης «δένει» την ομάδα. Είναι βέβαια πιο επικίνδυνο από τις ελεγχόμενες ασκήσεις στο να τραυματιστεί κάποιος παίκτης από ατυχία ή υπερβάλλοντα ζήλο και να βγει οφ. Όταν μιλάμε για ομάδες που προσελκύουν ενδιαφέρον, στις κερκίδες υπάρχουν δημοσιογράφοι, οπαδοί, ακόμα και κυνηγοί ταλέντων. Αντί για οικογενειακό διπλό μπορεί να κανονιστεί και φιλικό με άλλη ομάδα (και εισιτήρια).

Δεν είναι και πολύ σλανγκ αλλά ας μην το κάνουμε και θέμα.

  1. Από εδώ:
    Οικογενειακό διπλό και τακτική επεφύλασσε η χθεσινή προπόνηση για τους «κυανέρυθρους». Μετά το ζέσταμα, ο Δημήτρης Νόλης δούλεψε κυρίως με τα χαφ και το πώς θα μπορούν να αξιοποιηθούν καλύτερα οι φορ αφού οι ακραίοι προσπαθούσαν να βρούνε με σέντρες τους επιθετικούς. Στη συνέχεια ακολούθησε το οικογενειακό διπλό. Μόνο ο Καραΐσκος ακολούθησε ατομικό πρόγραμμα ενώ η υπόλοιποι ποδοσφαιριστές προπονήθηκαν κανονικά.

  2. Από εδώ:
    Όσον αφορά στην προπόνηση, οι «πράσινοι» ύστερα από το ζέσταμα, ακολούθησαν παιχνίδι κατοχής της μπάλας «5-2» και στη συνέχεια εκτέλεσαν ασκήσεις με πάσες. Εν συνεχεία… μοιράστηκαν σε δύο ομάδες, όπου έκαναν τελειώματα φάσεων με σέντρες και σουτ, για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα με οικογενειακό διπλό. Απόντες από το κανονικό πρόγραμμα της προετοιμασίας ήταν οι Αντέ Ρουκάβινα και Γκάμπριελ που προπονήθηκαν ατομικά.

  3. Από εδώ:
    Ακόμα τα non call; Εσείς είστε ικανοί να παίξετε οικογενειακό διπλό και οι χαμένοι να φωνάζουν για διαιτησία. Έλα, πες μου για τα Ευρωπαϊκά που μας χάρισε ο Βασιλακόπουλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα έχει την απαρχή του στην αναχρονιστική υποχρέωση που έχει ένας νέος πτυχιούχος ιατρικής να προσφέρει τις υπηρεσίες του άμα το πέρας των σπουδών του σε ένα χωριό της υπαίθρου, εναντίον τoυ ντόπιου πληθυσμού, εν είδει εξάσκησης στου κασίδη το κεφάλι.

Το λήμμα έχει ταυτιστεί με την έννοια του επαγγελματικού «ψησίματος» και της απόκτησης εμπειρίας/προϋπηρεσίας ενός νιούφη, πριν κληθεί να αναλάβει τα πλήρη καθήκοντα του.

Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον αθλητικό συντάκτη Χρήστο Σωτηρακόπουλο.

- Ο Μπελέκος του Πανθρακικού, που πριν φορέσει τα χρώματα της ομάδας της Κομοτηνής έκανε το αγροτικό του στον Εθνικό Σουφλίου, πασάρει για τον συμπαίκτη του Μπαδεαμέα, που έκανε το αγροτικό του στον Βισαλτιακό Νιγρίτας, ενώ καιροφυλακτεί ο Σντρέμπνιακ του Πανσερραϊκού, που πριν φορέσει τη φανέλα με το λιοντάρι της Αμφίπολης, έκανε το αγροτικό του στην Vstupenky Trnva...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.

Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.

Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.

Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.

Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)

Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)

Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).

Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).

  1. Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)

  2. Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ

  3. Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)

  4. Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).

  5. Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)

  6. Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).

  7. Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)

Μια σπάνια εμφάνιση του Μάκη του Μανάβη on camera (από poniroskylo, 10/02/10)Ο Μάκης ο Μανάβης στα κάγκελα (από poniroskylo, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεωργίου ράιτινγκ. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει ακουστεί ποτέ on air αλλά έχει γραφεί παμπόλλως στην πάλαι ποτέ κραταιά στήλη του Καφενείου των Φιλάθλων (στον πάλαι ποτέ κραταιό Φίλαθλο).

Η στήλη είχε ως αντικείμενο τα σχόλια αναγνωστών που μιλούσαν στο τηλέφωνο με τον αναλυτή (ξάδερφο της Κάκιας - όπως ισχυρίζεται ο ίδιος) ποδοσφαίρου Γιώργο Γεωργίου.

Το λήμμα έρχεται ως επιδοκιμαστική απάντηση σε εξυπνακίστικη ατάκα αναγνώστη.

- Ρε Γεωργίου, τώρα που ο Μπαζίνας άφησε μουστάκι, δεν αφήνεις και συ δόντια για αλλαγή;
- Τα νεφρά μου παλιόπουστα...

Η Νεφρετρίτη (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική αργκό του ποδοσφαίρου ('80ς), παραφθορά του Πελέ. Απαντάται κατ' εξοχήν στη φράση «Ποιός είσαι; Ο Πελτέ;»

Σχετικά: ατομιστία (σημειωτέον οτι ως επίθετο επιβιώνει μόνο στον υπερθετικό «ατομιστ-αράς»!), ο περναμπουκάνο είσαι;, Μερεντόνας κλπ.

Λέγεται ειρωνικά ή/και εκνευρισμένα προς συμπαίκτη που προσπαθεί να περάσει «όλον τον κόσμο» (όπως μαϊμουδίζουν στερεότυπα οι σπορτκάστερς τις ατάκες του Διακογιάννη απο το ’70), αποφεύγοντας να δώσει πάσα – βγάλει σέντρα, διότι τους θεωρεί ανάξιους της κατοχής της μπάλας και πιστεύει οτι μόνον εκείνος είναι ο περιούσιος, εντεταλμένος του Θεού, παίκτης να βάλει το γκόλ. Όλοι οι άλλοι είναι παλτά...

Φυσικά, οι θέσεις του αμυντικού, του τερματοφίτσουλα και του διαιτητή (;;;) είναι αποδιοπομπαίες ως υποτιμητικές και, ούτω πως, στις αλάνες της Ελλάδας έχουμε ισάριθμους των παικτών επίδοξους πελτέδες (χώρια ο τερματζής στο μπακό).

Ο par excellence πελτές, ενώ διεκδικεί ηγετική θέση στην ομάδα (π.χ. διαλέγει την σύνθεση, δίνει φωναχτά εντολές στους συμπαίκτες του, απαιτεί άμεσα τη μπάλα κλπ), parole αυτά συνήθως παρουσιάζεται ως ευαίσθητος κράσις (π.χ. όλο τσακώνεται ζητώντας ανύπαρκτα φάουλ ή πέναλτι, κυλιέται κάνα μισάωρο στο χώμα σφαδάζοντας μετά απο τράβηγμα της μπλούζας κλπ) ιδίως αμέσως μόλις χάσει το γκόλ.

Διατηρώντας δε νοοτροπία κάτι μεταξύ ήρωος του ’21 («είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν» και τέτοια) και Χατζηπαναγή, μόνον όταν κάνει καταφανή μαλακία (χάσει γκόλ μόνος σε κενή εστία), θα αναλάβει λεβέντικα την ευθύνη, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά ότι «ντάξει παιδιά, mea culpa» (μωρ’ τί μας λές;)

[i][Παρενθετικά: Κάποιος μακρινός συγγενής που ζεί μόνιμα την Αυστραλία, έπαιζε μια φορά κι έναν καιρό στο εξωτερικό σε ημιεπίσημα τουρνουά σε θέση κυνηγού, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αλλοδαπή εθνική ομάδα (που τον καλοδέχθηκε).

Μέχρι να συνηθίσει να λαμβάνει αναπάντεχα δίκαιες πάσες, τον μπινελίκωναν επειδή δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία, αντίστροφα απ’ ό,τι είχε μάθει ως τότε (η μπάλα κάνει τζιζ, άστηνε).

Παρατήρησε επίσης (στα διαλείμματα της ομάδας του), οτι καίτοι η ελληνική ομάδα ήταν φαβορί, εν τούτοις μάζευε σε κάθε αγώνα τα μπαλάκια τάληρο-τάληρο απ’ το πλεχτό και εν τέλει αποκλείστηκε, αφού το τήμ το’ παιζε κονκασέ-ζαναέ...

Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση τραυματίστηκε ελαφρά (βασικά κουράστηκε να τρέχει πέρα-δώθε), είπε να κάτσει λίγο άμυνα και προσέφερε γενναιόδωρα (όπως νόμιζε) την θέση του στον γλαυκώπι αμυντικό συμπαίκτη του, που τον κοίταξε παραξενεμένα κι έπειτα του είπε, προκρίνοντας την ευδοκίμηση της ομάδας παρά την προσωπική του προβολή: «Εμένα η θέση μου είναι εδώ και τη δική σου την ξέρεις. Άσε τις μαλακίες και άντε τσακίδια μπροστά!»][/i]

Η ψυχοσύνθεση των νεοελλήνων δέον να αναζητηθεί ΚΑΙ στην παρατήρηση των παιδιών που παίζουν ομαδικά σπόρ. Δεν είναι τυχαίο, οτι ο Γκάλης αποθεώθηκε απο το πανελλήνιο, αφού έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του...

- Ρε μαλάκα, μην κάνεις ατομιστίες λέμε! Αφού ήμουνα ξεμαρκάριστος, γιατί δε δίνεις μια πάσα; - Καλά σου λέει ρε χασογκόλη! Πού πας να τους περάσεις όλους μόνος σου, ο Πελτέ είσαι;
- Αφού δεν τον είδα ρε (ναι, καλά)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αγγλικού linesman = στο ποδόσφαιρο, ο επόπτης γραμμών ή, με την τρέχουσα ορολογία, ο βοηθός διαιτητής.

Εξ ορισμού, η δουλειά του λάιτσμαν είναι δουλειά βοηθητική. Σε πολλές φάσεις δεν έχει λόγο, σ' αυτές που έχει πολλές είναι επουσιώδεις, π.χ. τα πλάγια άουτ, κάποιες είναι σημαντικές, π.χ. τα οφσάιντ, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διαιτητής έχει πάντα τον πρώτο λόγο και, σε περίπτωση διαφωνίας, ο λάιτσμαν σχεδόν πάντα το βουλώνει.

Ωσεκτουτού, εκτός γηπέδων η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ως ήπια ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμός, και αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρόλο περιθωριακό, που μονίμως έρχεται δεύτερος. Συμμετέχει στα δρώμενα σαφώς περισσότερο από τον εξωφυλαρούχα και το κοντάρι και είναι και κάτι παραπάνω από απλός κομπάρσος αλλά θεωρείται δεδομένο ότι σε πείρα ή/και ικανότητες ή/και επιδόσεις υστερεί και, συνεπώς, η γνώμη του και η παρουσία του μετράνε λιγότερο.

Λέξη παρώ πλέον, μάλλον μπαμπαδισμός.

  1. - Ο Θέμης είπε ότι μπορεί να φταίει το τροφοδοτικό...
    - Άσε ρε, τι να μας πει κι ο λάιτσμαν... είχανε και στο χωριό του τέτοια εργαλεία...

  2. - Καλά ρε, τι ήπιατε πάλι χτες; Ντίρλα ήρθε ο άλλος...
    - Νταξ, πώς κάνεις έτσι, ούτε ένα τελωνείο δεν ήπιε...
    - Εσύ;
    - Ε, εγώ τι; Δυο πέρδικες ήπια. Αφού με ξέρεις εμένα, μια ζωή λάιτσμαν...

Τις εποπτεύει τις γραμμές (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για την εσχάτη ποδοσφαιρική ποινή, από φιλάθλους συνήθως άνω των 60 ετών.

Εκ του «penalty» της αλλοδαπής.

- Ρε πουλημένε... δεν είδες που του τράβηξε τη φανέλα; (προς διαιτητή)
- Μπέναλτι ρεεεεεεε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επόπτης ποδοσφαιρικού αγώνος.

- Σφύρα το ρε κοράκι!!
- Ρε πουλημένε λάισμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified