(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την σχετικά κυριολεκτική σημασία, δηλαδή παύω να τελώ εν καύληι, για τους άντρες εν στύσει, είτε μετά την ευτυχή εκπλήρωση της καύλας μου, είτε απλώς λόγω ξενερώματος και υπερβολικής αναμουνής πρβλ. στο ξεκαύλωτο, έχει και μια λίγο πιο ιδιαίτερη σημασία: επιδίδομαι σε μία από τις ποικίλες μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας, με συμπεριφορά παρορμητική, λιγούρικη, κουτουρατζίδικη, εφηβική.

Όταν λέμε μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας εννοούμε τα γνωστά, μηχανάκια, αυτοκίνητα, κυνήγι, όπλα, πολεμικές τέχνες, ακροδεξιές οργανώσεις ή αντίθετα ακτιβιστικές διαδηλώσεις με έφεση στο μπάχαλο, λήμματα στο σλανγκρ, το να γράφεις με bold αντί για italics Η ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, υπογεγραμμένα ή παραγεγραμμένα ιώτα μπαγαποντοδοτικά κουλούρια, γράψιμο ποίησης, ζωγραφική, μουσική, γλύψιμο και ταλιμπάν.

Συνήθως λέγεται με συγκατάβαση προς τον ξεκαυλούμενο, στο στυλ «άστον να ξεκαυλώσει λίγο με το τάδε», και εννοούμε ότι θα μπορούσε να κάνει και κάτι πιο επικίνδυνο, ή να τον βαρέσει η μαλακία στο κεφάλι. Όχι ότι δεν είναι επικίνδυνο και το να ξεκαυλώνεις με τα παραπάνω. Μέχρι και να καταστρέψεις την ελληνική γλώσσα μπορείς...

Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ως υποτιμητική γείωση για αυτόν στον οποίο αναφέρεται. Ενώ δηλαδή ο δράστης μιας από τις παραπάνω δραστηριότητες μπορεί να είναι υπερήφανος γι' αυτήν, χρησιμοποιώντας την έκφραση «ξεκαυλώνω» την θεωρούμε ως υποκατάστατο σεξουαλικής στέρησης, εν ολίγοις ως ισοδύναμη με εκτονωτικό αυνανισμό.

  1. Και ακούστε και αυτό: φίλος, 34 ετών, είναι κάτοχος F430, Μ5, Ζ8, Ζ1, Μ3, 996 turbo και όταν θέλει να ξεκαυλώσει πάει Μέγαρα ή Σέρρες (εδώ)

  2. Απο το να ξεκαβλώσε με ένα παπί ή με το αμάξι του μπαμπά καλύτερα να ξεκαβλώσει με ώρες προπόνησης kick boxing που είναι πολύ πιο ασφαλείς (κάπου εδώ)

  3. Εγω παλι θεωρω οτι οποιος λεει οτι ξερει παπου προς παπου το αίμα του και την καθαρότητα του ειναι μαλλον ψευτης ή ρατσιστης εθνικαρος και ελληναρας που να παει να οργανωθει στην Χρυση Αυγη το συντομοτερον δυνατον μπας και ξεκαυλωσει...
    (εδώ)

  4. 1η κιθάρα θέλει να πάρει το παλικάρι να ξεκαυλώσει και του λες να παίξει jazz;
    (εδώ)

  5. Καμιά φορά περιπρισμένος αριθμός αντιεξουσιαστών την πέφτει στα ΜΑΤ για να ξεκαυλώσει. Η υπόλοιπη πορεία διαδηλώνει ειρηνικα (εδώ)

serious delirium (από jesus, 22/11/10)(από Khan, 12/02/15)

βλ. και ξεχαρμανιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τί να λέμε τώρα; Η έκφραση αποτελεί ακανθωδέστατη μεσογειακή δοξασία, που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, σηκώνει όχι σεντόνι, αλλά πάπλωμα...

Τέλος πάντων, απηχεί αταβιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποίαν η γυναικεία παρθενία (όχι μόνον η σωματική) δεν έγκειται στην διάτρηση του υμένα, (δύναται πλέον να απολεσθεί και με ταμπόν). Κυρίως οι βυζαντινοί κι οι Οθωμανοί δεν έπαψαν στιγμή να επιδίδονται στο σοδομισμό. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα απάντων των μεσογειακών λαών για τον ορθό, έχει και κάποιες πρακτικές εκφάνσεις.


Παρθενία

Τα αυστηρότατα ήθη των Ελλήνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Ιταλιωτών, των Ιβήρων κλπ, ουδέποτε επέτρεψαν στη γυναίκα το παραμικρό κοινωνικό ατόπημα. Η γυναικεία παρθενία υπήρξε το πρώτιστο μέλημα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο (με μικρούς επίμονους θύλακες π.χ. Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη κλπ) και εξακολουθεί να υφίσταται στο νότιο και ανατολικό όριό της μέχρι και σήμερα.

Εν Ελλάδι, επεδείκνυαν (σε διάφορα χωριά) το αιματοβαμμένο σεντόνι δημοσία, εν είδει ius primae noctis, μέχρι και πριν καμιά 30αριά χρόνια (βλ. «Στον Αστερισμό της Παρθένου»). Η «φιλημένη» κορασίδα, που ήταν αυτόχρημα και ατιμασμένη, ελάχιστες ελπίδες διατηρούσε να στεφανωθεί (εκτός βέβαια κι αν είχε γενναία προίκα)...

Η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών ελληνικών ταινιών (μιλάμε για το 90%), υπήγαγε υποχρεωτικά το (απαραίτητο για να δέσει η σάλτσα του σεναρίου) ειδύλλιο στο κατώφλι κάποιας εκκλησίας, πριν να πέσει η μακέτα «Τέλος». Ούτω πως, οι επίδοξοι γαμιάδες άνδρες, αλληλοταλαιπωρούνταν από τους περιορισμούς, που είχαν θέσει άλλοι άνδρες στις θυγατέρες και στις αδερφές τους, το οποίο ισχύει με διάφορους τρόπους και σήμερα ακόμη και εν Αθήναις, όπως ορθότατα (!) το έθεσαν τα Ημισκούμπρια στον «Κύρη του Σπιτιού». Έτσι, δεν απέμενε στα ζευγαράκια, παρά η ερζάτς προγαμιαία συνεύρεση (μπαλαμούτι / χαμούρεμα, αλληλομαλακία, μπαντανάς / πινέλο, σπάτουλα κ.λπ. άπαντα τα οποία καλούνταν «εργολαβίες», ή μποστικά «γουργουλαβίδες» κατά το Μπαρμπα-Γιώργο), ή η «παρά φύσιν» συνουσία (από τους τολμηρότερους), προκειμένου να διαφυλαχθεί «ό,τι πολυτιμότερο» διέθετε το κορίτσι.

Εδώ, έχουν τη θέση τους δυο ανέκδοτα. Ένα ελληνικό κι ένα εγγλέζικο:

  1. (Διάλογος συμμαθητών):
    - Τελικά, τί έγινε με τη Σούλα;
    - Τί να γίνει; Πήγαμε και καλά βόλτα με τα ποδήλατα στο πάρκο.
    - Και μετά-και μετά; - Ε, κάτσαμε κάτω από’ να δέντρο, αρχίσαμε τα σορόπια, οπότε μου λέει αυτή «αγόρι μου, πάρε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω!»
    - Και τί έκανες;
    - Πήρα κι εγώ το ρολόι της κι έφυγα...

  2. - Είναι σωστό να κάνεις σεξ πριν το γάμο;
    - Ναι, αρκεί να μην αφήσεις πολλή ώρα τον παπά να περιμένει!

Οι Ιταλίδες, οι Ισπανίδες και οι Ανατολίτισσες, ανέπτυξαν (όλως επικουρικώς!) και την τεχνική της πίπας, προς ανακούφιση των φουσκωτών καβάλων (βλ. Ζ. Μπρέλ «Στο λιμάνι του Αμστερντάμ» απόδοση στα ελληνικά Γ. Αραπάκης), ιδίως δε οι πρώτες ανεδείχθησαν σε πρωθιέρειες του κλαρίνου. Στη μίζερη Ψωροκώσταινα, εισήχθη νεωστί η πεολειχία από τους κακομαθημένους στα ξένα μπουρδέλα ναυτικούς μας και καθιερώθηκε η Ελλάς σε ζηλευτό βάθρο έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε. μόλις πρόσφατα, μετά από την πλύση εγκεφάλου που πραγματοποίησε με τις φυλλάδες του ο Κωστόπουλος. Τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα στα πάρκα και στα αλσύλλια (π.χ. βλέπε τις τσαϊράδες στο Σεϊχ-Σου), όπου όμως ελλόχευαν οι μπανιστηριτζήδες, οι οποίοι μπορεί να ήσαν ακίνδυνοι, μπορεί και όχι (βλ. την ιστορία του αδικοεκτελεσμένου «Δράκου» Αριστείδη Παγκρατίδη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχουν στέκια για τα κακόμοιρα τα «άστεγα» (βλ. έκφραση Αυλωνίτη στο ρόλο του θρυλικού Γύλου στη «Σωφερίνα»), που εξυπηρετούνται εντός του αυτοκινήτου π.χ. στο Λυκαβηττό της Αθήνας, στην πλαζ της Πάτρας κ.λπ. Στους απόμερους αυτοσχέδιους γαμιστρώνες της Νάπολης, βρίσκει κανείς ένα πάκο εφημερίδες, που χρησιμεύουν στην απόκρυψη του εσωτερικού του αυτοκινήτου. Μόλις τελειώσει η παράσταση, οι ναπολετάνοι, (όλως οικολογικώς) αφήνουν τις εφημερίδες στη θέση τους, για να τις χρησιμοποιήσει και κάνας άλλος...

Συνεπώς, ήταν (και είναι ακόμα σε πολλά μέρη, βλ. ανωτέρω) σύνηθες, η από-ληψις του απαγορευμένου καρπού να προηγείται χρονικώς της βεριτάμπλ συνουσίας, εν είδει προκαταβολής, αφού άλλωστε ο γάμος από νομική άποψη αποτελεί σύμβαση (!)

Οικογενειακός προγραμματισμός

Ωραία. Άντε και παντρεύτηκε το ζεύγος και κάνει όσες εισαγωγές-εξαγωγές θέλει. Τί θα γίνει τώρα; Γαμήσι και κουδουνίστρα θα το πάμε; Σαφώς και η αταβιστική πνευματική ένδεια, που μας κληροδότησαν οι μεσαιωνικοί πάτρονές μας, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, απηγόρευσε επί μακρόν την λήψη τεχνητών μέτρων αντισύλληψης και προφυλάξεως (και δεν εννοώ το κλείσιμο της πόρτας βλ. Monty Python «The Meaning of Life»). Εξ άλλου, πάντοτε συνέφερε το Κράτος (δια των Εκκλησιών) να αυξάνεται και πληθύνεται το κρέας για τα κανόνια σ’ έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο μουνί (=αναπαραγωγή) – κώλος (ευχαρίστηση) υποδηλώνεται ήδη από το ίδιο το σωματικό πρότυπο κι έτσι οι παπαρδέλες των εκκλησιών περί μη διαχωρισμού των δυο εναυσμάτων, περιττεύουν.

Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύσις, ώστε και η πίτα να φαγωθεί κι ο σκύλος να χορτάσει και ευρέθη (εκτός κι αν νομίζετε ότι οι παππούδες μας έκαναν σεξ τόσες φορές όσα παιδιά είχαν). Εξ άλλου, υπήρχαν και τα μπουρδέλα. Βέβαια, η μακρά χρήσις του απευθυσμένου, υπερκερνά βαθμηδόν το πρακτικιστικό (δήθεν) έρεισμά της και αρχίζει να αποτελεί έξιν, οπότε περνάμε στην:

Μύηση

Όπως έχει ειπωθεί, ορισμένα γούστα προκύπτουν σε πολλούς αφ’ εαυτού, λόγω παν-ανθρωπίνως παραδεδεγμένων ιδιοτήτων τους (π.χ. η ζάχαρη είναι παγκοσμίως γλυκιά, το παστίτσιο είναι ανεκτό ακόμα και απ’ τους εχθρούς του, το χοσάφ -νύν παγωτό- πάντοτε δροσίζει, ένα καλό χέσιμο υπό κατάλληλες συνθήκες αποτελεί ευωχία κ.λπ.) και άλλα επιδέχονται και προϋποθέτουν μαθητεία, αφού είναι prima facie δυσάρεστα. Έτσι, δεν τρώγονται παντού τα έντομα ως επιδόρπιο, ούτε το ουίσκι αραρίσκει σ’ ένα πεντάχρονο (οι νεοέλληνες που το δοκίμασαν ευρέως μετά τον 2ο Παγκόσμιο έλεγαν χαρακτηριστικά «βρωμάει σαν κοριός!»), αλλ’ ούτε και το πρώτο τσιγάρο αφήνει καμιά ηδεία επίγευση (μάλλον το αντίθετο). Ομοίως, το χώσιμο ενός επιμήκους αντικειμένου στον κώλο σου, δεν είναι κι ο,τι καλύτερο (εν πρώτοις).

Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανάγκη με το γούστο και η μεταλαμπάδευση με το καπρίτσιο. Ο λόγος λοιπόν για το λεγόμενο acquired taste (επίκτητο γούστο), το οποίον έχει κοινωνικές και άλλες ρίζες (βλ. habitus σε Pierre Bourdieu «La Distinction»). Στην πρώτη περίπτωση η ανάπτυξη οικειότητας με το αντικείμενο, αποκτάται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, εφ’ όσον είναι άμεσα ευχάριστη και κοινωνικώς αποδεκτή εμπειρία για το άτομο. Στην δεύτερη, η προσέγγιση του αντικειμένου είναι έμμεση, αφού πρέπει αναγκαστικώς να επιτευχθεί κάμψη των αντιστάσεων του ατόμου/να ρίξει τα μούτρα/σφίξει τα δόντια, να υπερπηδήσει κοινωνικά εσκαμμένα (το οποίον όμως επουδενί στοιχειοθετεί κόπο παρά την εσωτερική πάλη κι έτσι την πατάνε οι βαυκαλιζόμενοι πρεζάκηδες), διά μέσω μαθητείας κοντά σε κάποιον εμπειρότερο-πρότυπο, σαν φιλομαθής κάλφας που έχει την υποψία-συνεπίγνωση ότι θα ανακαλύψει (;) μια καινούρια γλύκα στη ζωή του και θα την καταχωρήσει-εντάξει στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητάς του με file name = Τα αγαπημένα μου.

Έτσι, η διαλεκτική σχέση μύστη-μαθητευομένου (αλλά και θύτη-θύματος), έχει ως εξής: Παρουσιάζεται ψυχική μεταστροφή του νεοφώτιστου και ενδεχόμενη πεοσήλωση στο αντικείμενο του πόθου (βλ. κόλλημα στον πρώτο γαμιά), ενώ αντίστροφα ο μύστης του «κόβει το βήχα»/«παίρνει τον αέρα», όπως λέμε. Ο νέος πρέπει να πήξει μέχρι να μάθει, χωρίς όμως ποτέ να δύναται να αμφισβητήσει ή να προσπαθήσει να ανατρέψει τον πάτρονά του, καθ’ όσον διάστημα ο τελευταίος βρίσκεται εν ενεργεία (δηλαδή καβάλα), μιας και ο Δαίδαλος καθάρισε το καλφούδι του, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τα προβιομηχανικά βυζαντινοσμανλίδικα ισνάφια έπονται.

Ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι την θύραν ανοιχθήσεται, όταν πρόκειται για ενεργητική κι εξελικτική διεύρυνση των αισθήσεων που συντελείται προοδευτικά (όχι που πλακωθήκαμε πρόσφατα με το άστε ντούα στα λασπωμένα σούσα), χωρίς όμως να συνοδεύεται απο επανάπαυση στην ηδονή (βλ. τοξικές ουσίες), αφού το άτομο έχει κατασταλλάξει στο ποιός είναι και τί ακριβώς ψάχνει. Ο συνετός περιηγείται – ο βλάξ περιπλανάται.
Ποιός παραδέχεται ότι έχει άδικο όμως; Οι βετεράνοι των λεωφορείων έχουν αλλόκοτα σουσούμια (π.χ. Άλλος ξέρει οτι δεν είναι ωραίος, άλλος έχει επίγνωση ότι δεν είναι και κάνας πλούσιος, άλλος εκλογικεύει κάνοντας μπαϊράκι την αμορφωσιά του κλπ), τα οποία συγκλίνουν σ’ ένα μόνο: Κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι μαλάκας(!)

Μια παροιμία λέει «απ’ τα γλυκά πνίγεσαι κι όχι απ’ τα ξινά». Λάθος. Τελικά υπάρχουν και (τ)όξινα γούστα που αν τα συνηθίσει ο κοινωνός, μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό, π.χ. η έξη στα ναρκωτικά επιτυγχάνει τον συνδυασμό των δυο ανωτέρω περιπτώσεων, με μια ψευτο-εσάνς συνειδητής αυτοκαταστροφής.

Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, το κωλομπαριλίκι μετά μυήσεως έδινε κι έπαιρνε, αλλά ο Διογένης κορόιδευε έναν θηλυπρεπή νεαρό, που του’ χε χαρίσει ένα μαχαίρι ο γαμιάς του, λέγοντάς του ότι «η κόψη είναι καλή-αλλά η λαβή αισχρά».

Παρ’ όλα αυτά, το κωλογαμήσι, δεν αποτελεί απαραίτητα αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειά δεν είχε ο Δουρής, γαμούσε τα παιδιά του, συνεχίζοντας αποκομμένος από την κοινωνία, μια παλιοκαιρίσια αρβανίτικη αιμομικτική παράδοση. Οι δημοσιογράφοι τηλε-έφριτταν, αλλά είχαν σίγουρα ακούσει την έκφραση «φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό να με λες θείο», όπως και τα αμέτρητα κωλομπαρίστικα σχολικά πειράγματα (που δεν υπάρχουν στην Ισπανία-Ιταλία, αλλά απαντώνται στην «γείτονα» και νυν «φίλη» Τουρκία).

Στο «120 μέρες στα Σόδομα», απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας ήταν η έλλειψη ευχαρίστησης εκ μέρους του υποβαλλομένου σε δοκιμασίες θύματος.
Σε όλες τις ανδρικές φυλακές του κόσμου, ο αναγκαστικός σοδομισμός ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού και διενεργείται προς ξεκάβλωμα, τιμωρία ή αποκαθήλωση.

Οι πουτάνες κι οι μουρλοί ταυτίζουν το ξύλο με την αγάπη (και στις δυο περιπτώσεις η φυσική εξουσίαση σφραγίζεται πανηγυρικά με την υποβολή σε σωματικό πόνο, ενώ στην πρώτη ενυπάρχει και η επιθυμία εξιλέωσης-κάθαρσης του θύματος βλ. «Ευδοκία»).
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις.

Κατά μια έννοια, τα γυναικεία στήθη αποπνέουν πεπερασμένη ηδονή σε σχέση με τους παρομοίως σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πύλη, που να οδηγεί κάπου. Τελικά, ποιός μυεί ποιόν;

Οι W.A.S.P. Αμερικάνες κι οι Βορειοευρωπαίες (και βέβαια δεν εννοώ τις Γαλλίδες!) απεχθάνονται την από έδρας συνέντευξη, θεωρώντας την σικχαμερή και ανώμαλη (!) αμαρτία, διότι άλλα tempora και άλλα mores. Θα’ ρθει κι αυτωνών η ώρα τους.
Άλλωστε οι Germani επί σειρά αιώνων εκτελούσαν τους πούστηδες κι όσους γαμούσαν κώλο, πηγαίνοντας αυτόχρημα στη Βαλχάλλα με λευκό μπαστούνι και σκύλο συνοδείας. Αυτό δεν εμπόδιζε φυσικά τον αρχηγό των ναζιστικών S.A. Ernst Julius Röhm να τον κολατσίζει απ’ τους υφισταμένους του (που τονε φάγανε γι’ άλλο λόγο).
Ο Οιδίπους τυφλώθηκε, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς παίχτηκε με την Ιοκάστη. Είναι ενδεικτικές οι αργκοτικές εκφράσεις του κώλου, που αποδίδουν τιμές και προδίδουν οικειότητα στον σοδομισμό (π.χ. γαλλικά enculé, ιταλικά vaffanculo, ισπανικά que te den por culo, χώρια μερικές ελληνικές, αραβικές και τουρκικές αντίστοιχες που δεν θυμάμαι τώρα)...

Σύμφωνα λοιπόν με την δοξασία αυτή, μόνον ο πρώτος άνδρας που κατέπεισε μέσω μιας μυητικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει και πολύ μπίρι-μπίρι) την γυναίκα να υποστεί τον σοδομισμό, μέχρι να τον συνηθίσει και να τον επιζητεί και η ίδια, μπορεί να θεωρεί ότι την κυρίευσε παίρνοντάς την από το χεράκι, από το έρεβος της αγνότητας στο φώς του συνειδητού.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Η καρκινική ρήση του αρχιερέα της νεοελληνικής αργκό Ζώρζ Πιλαλί «η γυναίκα αναζητεί τον διαφθορέα της», παραπέμπει στην απλή υπόμνηση της μεθόδου της διαφθοράς αυτής από τον χαζο-θύτη, αφού αυτή έχει (πάντα) το πάνω χέρι...

- Τί έγινε με τη Σούλα; Τη γάμησες;
- Ναι αμέ!
- Κώλο σου' δωσε;
- Όχι! Δε γουστάρει λέει και δεν το' χει κάνει ποτέ.
- Καλά αγόρι μου! Σε φουμάρει η γκόμενα. Η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο βρεεε!
- Κι άμα λέει αλήθεια;
- Ακόμα χειρότερα! Ή είναι ξενέρα η γκόμενα ή δε σε πολυγουστάρει και σε βλέπει σαν ξεπέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified