Το μπερτάκι ξυλίκι, είναι αδιανόητο στη σύγχρονη παιδαγωγική τέχνη. Οι παλαιοί λέγανε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, τώρα έχουνε αλλάξει πολύ τα πράγματα, ίσως να λέγεται και τώρα για τους ανυπάκουους μπόμπιρες, αλλά δεν εφαρμόζεται.
Το μπερτάκι ξυλίκι, είναι αδιανόητο στη σύγχρονη παιδαγωγική τέχνη. Οι παλαιοί λέγανε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, τώρα έχουνε αλλάξει πολύ τα πράγματα, ίσως να λέγεται και τώρα για τους ανυπάκουους μπόμπιρες, αλλά δεν εφαρμόζεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μια κατάσταση που είναι τόσο απελπιστική, ώστε δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι. Ιδίως αν δίνεις λεφτά. Λέγεται πολύ από τα ΜΜΕ για καταστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης.
Γερμανική Ακροδεξιά: Ρίχνουμε χρήματα σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Βαρέλι χωρίς πάτο ο ΕΟΠΥΥ.
Βαρέλι χωρίς πάτο τα νέα μέτρα.
Βαρέλι χωρίς πάτο η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βαρέλι χωρίς πάτο η ύφεση.
Got a better definition? Add it!
Published
«Της έριξα μανίκια» σημαίνει την πήδηξα Χ φορές. Κάθε μανίκι ισούται και με ένα γαμήσι... Έκφραση η οποία ανέβηκε στην κορυφή της δημοτικότητάς της, την δεκαετία του 80. Η αρχική της προέλευση αγνοείται. Είναι καταγεγραμμένη σε Ελληνικές cult τσόντες, όπως στο «Ηδονές στο Αιγαίο» με τον Τέλη Σταλόνε.
Μια ανάλογη έκφραση με πιο σαφές νόημα, είναι η λατρεμένη: «Της πέταξα 3 καβλιά».
- Φίλε, η Τζένη είναι μια λεβεντομούνα... το κάτι άλλο! Άσε που το μουνί της βράζει...
- Και συ που το ξέρεις;
- Εγώ;;.. Της είχα ρίξει τρία μανίκια σε ένα βράδυ!...
Got a better definition? Add it!
Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.
Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).
- Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
- Τελικά σού έριξε άκυρο;
- Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
- Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...
ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
(Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)
Got a better definition? Add it!
Μπαμπαδοπαπουδιά, όπου κάποιος επαινετικά (σπανιότερα ειρωνικά) αναφέρει κάποιο κράτος ως παράδειγμα οργάνωσης, πειθαρχίας, παροχών, συνέπειας κλπ, σε αντιδιαστολή με το ελληνικό μπουρδέλο.
Μπορεί να αποτελεί περίπτωση ξενολαγνείας, άγνοιας του τι πραγματικά συμβαίνει εκεί όπου αναφέρεται, οτιδήποτε αρκεί να του κολλάει εκείνη τη στιγμή στην ελληνομιζέρια του.
Παράβαλλε δεν υπάρχει κράτος κλπ κλπ.
- Στη Γερμανία θα είχαν βάλει 500 πινακίδες. Για την επικίνδυνη στροφή, για τη λακκούβα, για το «ολισθηρό οδόστρωμα», την ομίχλη. Εδώ βάλαμε ένα θαυμαστικό και καθαρίσαμε...
- Εμ, ο Γερμανός έχει κράτος...
- Στην Ελλάδα οι διεφθαρμένοι υπουργοί τα παίρνουν φόρα παρτίδα και τους ξανακάνουν υπουργούς ξανά και ξανά. Στην Κίνα τους εκτελούνε. Αλλά ο Κινέζος έχει κράτος, γι' αυτό βαστιούνται ενάμιση δις κόσμος...
- Ά ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται...
Got a better definition? Add it!
Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.
Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.
Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.
- Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
- Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.
Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.
Got a better definition? Add it!
Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.
- Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
- Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
- Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...
Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...
Got a better definition? Add it!
Παρεμφερή φραστικά σχήματα: τι να πω; τι να πεις; τι να κάνω; τι να κάνεις;
Γενικα όταν κάποιος/α απαντά σε μια ρητορική ερώτηση απαντώντας την ταυτολογικά, είναι πάντα ένα ρητορικό σχήμα άνευ κυριολεκτικού περιεχομένου. Το σημαινόμενο σε κάθε περίπτωση συνίσταται στο να νοιώσει ο πρώτος συνομιλητής μαλάκας και ο δεύτερος έξυπνος.
- Τι να πω;
- Τι να πεις χιχι.
- Μάλιστα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.
Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.
Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.
Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!
Got a better definition? Add it!
Ενόψει και του χαρακτήρα του χρήματος ως ρευστού, νοείται το φρέσκο χρήμα, μόλις που το βγάλαμε από το βραστήρα ένα πράμα και το προσφέρουμε. Νοούνται βέβαια τραπεζογραμμάτια και όχι ομόλογα ή επιταγές... Αρκετές φορές τα ζεστά λεφτά θα είναι κατά τι λιγότερα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, πράγμα που αντισταθμίζει η ανεβασμένη θερμοκρασία τους. Η μεταφορά δεν είναι αμέτοχη και μιας υποσυνείδητης αναφοράς στο ζεστό σπέρμα.
Στα αζήτητα ζεστά λεφτά του ΕΣΠΑ εδώ
Στόχος όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα γίνονται στο εξής φύλλο και φτερό προκειμένου να διαπιστωθούν πάση θυσία παραβάσεις στην προσπάθεια να εισπράξει ζεστό χρήμα το πεινασμένο κράτος Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) εδώ
Ζεστά λεφτά από Αγγλία για Παναθηναϊκό εδώ
Got a better definition? Add it!