Selected tags

Further tags

H φράση αναφέρεται στην καταπόνηση κάποιου που ξεκωλώνεται στη δουλειά, είτε για πάρτη του είτε όντας στην υπηρεσία κάποιου εργοδότη.

Ας σημειωθεί ότι η λέξη «υπηρέτης» προέρχεται από το υπό + ερέτης = κωπηλάτης. Πρβλ τα σχετικά «κατεργάρης», «πάγκος» κλπ. Ως γνωστόν, οι σκλάβοι στις γαλέρες τραβούσαν κουπί μέχρι θανάτου.

Τούτου δοθέντος, και παραβάλλοντας το γαλλ. travailler / ισπαν. trabajar, η σωστή απάντηση στο πασίγνωστο ελληνικό «τι τραβάω ρε πούστη μου για ένα ξεροκόμματο» είναι «κουπί».

Τέλος, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί, η σχετική με την κωπηλασία ορολογία έβρισκε, τουλάχιστον παλαιότερα, εφαρμογή και σε καταστάσεις που αφορούσαν περισσότερο το χλαπάκιασμα παρά την παραγωγή έργου.

  1. Εννοείται πως, τη φασουλάδα την κατεβρόχθιζαν με το κουπί (χουλιάρι). Στην φυλακή, όταν κάποιος τρώει με λαιμαργία, του λένε : βλέπω τραβάς άγριο κουπί !
    (Ηλ. Πετρόπουλου «η Εθνική Φασουλάδα»).

  2. - Τι γίνεται ρε φίλε, πως πάει η δουλειά ;
    - Άσε μεγάλε, το μαγαζί μπαίνει μέσα και τ' αφεντικό μας έχει να τραβάμε μέρα-νύχτα κουπί μπας και τα φέρει βόλτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλέον βλακώδης, η πιο ανούσια, η βλακιστάτη ευχή στα όρια της ευκοίλιας, της τσίρλας και του εμετού μετά από κατάποση πατσά ανάμικτου χοντροκομμένου με ταμπάσκο και σκορδοστούμπι. Εκστομίζεται πρωτίστως στο facebook από άτομα στερούμενα εγκεφάλου που ξύνουν τη μύτη τους με το δαχτυλάκι του «like» και αν τους υποχρέωναν να γράψουν αφιέρωση στο εμπροσθόφυλλο βιβλίου θα έψαχναν για wall. Κατά ριπάς εκτελούμενη βρωμίζει κατ εμέ τον εορτάζοντα και τον προσβάλλει. Τί έχει να χαρεί ο εν εορτή ων ρε μαλακισμένο βούρλο απ' το όνομά του; Να χαρείς με λίγο καλό μπακλαβά δεκτόν. Αλλά να χαρείς το όνομά σου... πώς ακριβώς; Δώσε καμιά οδηγία, έστω σε pdf ρε γαμώτο! Εκεί που νομίζεις πως η βλακεία έπιασε peak εκεί και ξεπροβάλλει σε νέα δυσθεώρητα ύψη.

Σκηνικό: Ντουβάρι φρεσκοσοβατισμένο, που στην μια γωνιά κατούρησε κόπρος.
Ανίδεος βλαξ παίρνει μπογιά και αναρτά κοτσάνα:
«Χρόνια πολλά Μαριέττα-Λωξάντρα-Μελπομένη μου, να χαίρεσαι το ονοματάκι σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνώνυμη με το ''τα κάναμε σκατά''. Τη λέμε όταν κάναμε κάτι που μας βγήκε πολύ μπέρδεμα, που άλλο θέλαμε και άλλο κάναμε, που τέλος πάντων δεν μας πέτυχε.

Εναλλακτικά: κουρουβάχταλα.

- Πως ανοίγει αυτό τέλος πάντων;
- Άστο, άστο! Τα έκανες κουλουβάχατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιόρρυθμος, ο τρελαμένος, ο παθιασμένος ή κολλημένος με κάτι, ο μονομανής, ο κάργα παραξενιές και ιδιοτροπίες. Ο με άποψη που καρατσεκαρισμένα δεν του την αλλάζεις με την καμία.

Για να συνυπάρξεις χρειάζεται ειδικούς χειρισμούς, γερά νεύρα κι διαθέσιμα αρχίδια για πρήξιμο. Γιατί να το πάθεις;

Επειδή, είτε δεν μπορείς να τον αποφύγεις αφού είναι αφεντικό, συνάδελφος, συνεργάτης, γείτονας, ο λοξός πλησίον ντε που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι αμαρτίες πληρώνεις, είτε γιατί είναι αυτός που μπορεί αυτό που εσύ θέλεις, αλλά δεν μπορείς και τον ανέχεσαι εν είδει χαρατσιού τιμής στο ταλέντο, την πείρα, το μονοπωλιακό του πόστο, τη μοναδικότητά του.

Τα ψώνια που δεν διαθέτουν τίποτε από αυτά ενώ πολύ θα γούσταραν, μιμούνται, για να ξεχωρίσουν από το σύνολο, την τόσο κλισαρισμένη παρενέργεια του ιδιαίτερου που κάνει τη διαφορά. Στην τελική, είναι βίδες με τους ..βίδες.

  1. Μια φορά πάλι πέρασε από δω ένας βλαμμένος να γυρίσει μια ταινία για το χαζοκούτι. Ήθελε έναν γάιδαρο για το πλάνο. Πόσα θες, μου λέει για μια μέρα; Ξέρω 'γώ του λέω, να τον ρωτήσω, γιατί είναι και λίγο βίδας -κατάλοιπα της συνδικαλιστικής Σοσιαλθολούρας του παρελθόντος!. Πάω που λες, του το λέω στ' αυτί. Θέλει, μου είπε, 100 Ευρώ και συμβόλαιο.

  2. Το μόνο ψεγάδι που έβρισκα στη τότε ταινία της Ντίσνεϋ ήταν ότι είχαν «κακοζωγραφισμένη» την Ποκαχόντας όμως αυτό ήταν επειδή είμαι βίδας με τη ζωγραφική.

  3. Ετούτος είναι βίδας!!! Κι αυτό δεν ξέρουμε αν θα μας βγει σε καλό ή κακό. Προσωπικά θα έλεγα πως είναι καλός προπονητής όταν έχει να κάνει με «αγνό» υλικό. Οι δικοί μας είναι «βεντέτες». Η ρήξη μεταξύ τους είναι θέμα ημερών.

(αναφέρεται στον Πολωνό Γκουαρντιόλα - ιδιόρρυθμο Μιχάλ Πρόμπιερζ του Άρη)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του παιδικού ομαδικού παιχνιδιού «κρυφτό». Η φτούκα είναι το μέρος όπου «τα φυλάει» (δηλαδή μετράει, με κλειστά τα μάτια, μέχρι ξέρω γω το πενήντα, ώστε να έχουν χρόνο να κρυφτούν οι συμπαίκτες) αυτός που θα ψάξει τους κρυμμένους. Μπορεί να είναι ένα δέντρο, μια γωνία, μια κολώνα, ό,τι. Μόλις αυτός που ψάχνει απομακρυνθεί από την φτούκα για να ψάξει τους κρυμμένους, οι κρυμμένοι έχουν σαν στόχο να προλάβουν να τρέξουν στην φτούκα πριν τους βρει. Ο πρώτος που θα φτάσει στη φτούκα, θα την φτύσει και θα πει «φτού ξελευτερία!». Μ' αυτό τελειώνει το παιχνίδι και ελευθερώνονται οι κρυμμένοι.

Από κει μάλλον προκύπτει και η έκφραση (που έχει γίνει και αυτόνομο παιχνίδι) «κάνω φτούκα πρω» (δηλ. «φτούκα πρώτος /-η») που σημαίνει προλαβαίνω πρώτος. Λέγεται δηλαδή από αυτόν που θα προλάβει να παρουσιαστεί ή να μιλήσει πρώτος σε μια δεδομένη περίσταση, άρα θα έχει και προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους που ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι (και οι οποίοι λένε «φτούκα δε-», «φτούκα τρι-», κλπ). Είναι δηλαδή σαν μια έκφραση θριάμβου, ας πούμε.

Προφάνουσλυ η λέξη προέρχεται από το ρ. φτύνω.

  1. Κάθε απόγευμα έπαιζα αμπάριζα, κρυφτό.
    Η φτούκα ήταν μια μουριά με ασβέστη ασπρισμένη.
    Μετράγα ως το είκοσι έλεγα “φτου και βγαίνω”.
    Ξελευθερία φώναξες κι εγώ ξαναμετρώ.
    από το ποίημα «Το κρυφτό», Κώστας Βελιάδης (εδώ)

  2. ...δεν θα είμαι ο νονός γιατί έκανε «φτούκα πρώ» η Ελένη.

  3. Ο πολιτικός μας βίος λειτουργεί ως ένας τεράστιος «Καραγκιόζ μπερντέ». όπου ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης παίζουν το παιδικό παιγνίδι «φτούκα πρω» για το ποιος είπε πρώτος αυτό ή το άλλο, ποιος είναι ο «καλός» που υποχωρεί για να σωθεί ο τόπος και ποιος ο «κακός» που προβοκάρει με διαρροές το σχέδιο «κυβέρνηση σωτηρίας»...

(όλα ιντερνετικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... ή όπου γης και πατρίς.

  1. Η κλασική αυτή φράση, όταν επέχει θέση κατηγορουμένου, χρησιμοποιείται για να δηλώσει οπορτουνισμό και / ή τυχοδιωκτισμό. ανάλογα με το άτομο, τον χρόνο και την περίσταση.
    Τουτέστιν, όταν κάποιος είναι όπου γης και πατρίς, δεν έχει σταθερές απόψεις και πεποιθήσεις, πέραν ίσως του εγώ και η πάρτη μου, αλλά συμπορεύεται με το κυρίαρχο ρεύμα, την τρέχουσα μόδα και αντίληψη, κι απλά εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς ίδιον όφελος. Αν έτσι επιτάσσει η ανάγκη, την μία μέρα Αναΐς, την άλλη Παναής κι άμα αλλάξει το κλίμα πάνω απ' όλα η σωτηρία της πατρίδος ή η πάλη για τον σοσιαλισμό.
    Εναλλακτικά, ο όπου γης και πατρίς ενδέχεται να είναι ένας άνθρωπος του πλήθους με την κατά Πόε έννοια, που απλά αισθάνεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει κάπου, να μην είναι ξεκρέμαστος γιατί ο κόσμος είναι κακός και ψιθυρίζει, αλλά που κουράγιο και χρόνος τώρα να κάνει κάτι μόνος του, δύσκολα τα πράγματα και τι να κάνεις, οπότε πας με τα νερά της γκόμενας / του γκόμενου / της παρέας / του συνδέσμου κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο...

  2. Η ίδια φράση, με την ίδια γραμματική χρήση, χρησιμοποιείται επίσης προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος / κάποια είναι άστατη στις προσωπικές της σχέσεις. Η χρήση αυτή, ωστόσο, αφορά περισσότερο ελεύθερους, -ες, παρά ξενοπηδίκουλες. Συνώνυμο: Όπου φυσάει ο άνεμος.

  1. Οι απόψεις του ΛΑ.Ο.Σ είναι «όπου γης και πατρίς».Δηλαδή όπου υπάρχουν ψήφοι. (Από εδώ)

  2. Κι εγώ δεν χωνεύω ούτε χώνεψα κανέναν από την αρχή γκαστρούλα μου, γιατί εκεί είναι όλοι 45-50άρηδες που βαριόυνται την ζωή τους και πήγαμε 2 κοπέλες οπου η μία(η κοντή που λέω...σόρυ, αλλά το παιζει τόσο και είναι σαν ξόανο...και λίγα την λέω) είναι όπου γης και πατρις(και της ψάχνουν γαμπρό(μη χσ!!!) και από την άλλη εγώ, σχεδόν νιόπαντρη, πιο σοβαρή, πιο bitch(κατα την γνωμη τους...που ματαξαναλέω χέστηκ@) και μετά από 4 χρόνια κάνω και τον μπέμπη μου...εμ είχα μια πρόοδο στην ζωή μου ΧΙ και τους πείραξε.... (από εκεί)

  3. «Είμαι όπου γης και πατρίς. Ανάλογα με τη σύνθεση της παρέας προσαρμόζομαι, αλλά αποφεύγω τα ντάπα- ντούπα, τα έχω βαρεθεί πια», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. (Από επαέ)

  4. Τα παράνομα ραντεβού κλείνονταν σε γνωστό ξενοδοχείο. Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό το «παράνομα» δεν ισχύει στην κυριολεξία. Ουδείς από τους δυο ήταν παντρεμένος. Εκείνη είχε βέβαια κάποια σχέση, αλλά δεν ήταν δεσμευμένη και έτσι αμαρτίαν σοβαρή ουκ είχε. Εκείνος από την άλλη ήταν όπου γης και πατρίς. Αλλαζε, δηλαδή, τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. (Από πιο' κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι τα οικονομικά μας δεν πάνε καθόλου καλά.

Σλανγκ σύνθημα της παιδικής, προσχολικής ακόμη ηλικίας, που όμως παραμένει κοινός παρονομαστής και στην ενήλικη ζωή, ως τα βαθιά γεράματα και που έχει γίνει εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες που διανύουμε.

- Ήρθε η καινούρια ΔΕΗ με το χαράτσι φτού κι΄απ' την αρχή...
- Ακόμη δεν πληρώσαμε το προηγούμενο! Το ταμείον είναι μείον.

Στην αρχή (από Khan, 02/02/12)Παλιός καλός Μηλιώκας! Κάπου στην αρχή. (από Khan, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.

- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμαλιάζω, ραχατεύω, λουφάρω, φυγοπονώ (αλλά όχι έτσι), ξύνω τα αρχίδια μου συνεχώς και χωρίς ενοχές· γιατί μπορώ.

Αυτός είναι καφές!

- Δεν κοπροσκυλιάζω. ΑΠΕΡΓΩ! | ΤΡΟΛΕΑΤΖΗΣ ΗΛΠΑΠ®
(εδώ)

- Οι μόνοι που είναι στην κοσμάρα τους είναι οι αντιεξουσιαστές,που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα πανεπιστήμια και όταν βαρεθούν πετάγονται έξω,βαράνε 2-3 αστυνομικούς [...] και όταν έρθει η αστυνομία για να δει τι έγινε,ξαναγυρνάνε μέσα στο άσυλο και συνεχίζουν απερίσπαστοι την φραπεδιά και το σέρφινγκ στο διαδίκτυο
(εκεί)

- Ποιοί τραπεζίτες και ποιοί βουλευτάδες, ωρέ αμόρφωτοι! Αυτοί σας φταίνε; Τους φαρμακοτρίφτες δεν τους βλέπετε; Τα γερόντια που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα ΚΑΠΗ, ξεκοκκαλίζοντας συντάξεις και επιδόματα δεν τα βλέπετε; (παραπέρα - βλ. και πρώτο μύδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified