Selected tags

Further tags

Ο πατέρας μου το είπε αυτό όταν τον ρώτησα: «Μπαμπά, ξέρεις τάβλι;» και ο πατέρας μου μου απαντάει με ύφος: «Εγώ Ηλία μου έχω βγάλει το Ιστανμπούλ ταβλασίν γιουνιβερσιτάλ!!!!» Και σημαίνει ότι το πρόσωπο ξέρει, γνωρίζει ή μάλλον έχει κάνει εντριβή (είναι το τοπ) στο τάβλι.

- Έλα ρε να σε παίξω μια τάβλι.
- Τι να κλάσεις ρε; Εγώ έχω βγάλει το Ιστανμπούλ ταβλασίν γιουνιβερσιτάλ ρε! Κάτσε να σε ξεσκίσω μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδοπαπουδιά, όπου κάποιος επαινετικά (σπανιότερα ειρωνικά) αναφέρει κάποιο κράτος ως παράδειγμα οργάνωσης, πειθαρχίας, παροχών, συνέπειας κλπ, σε αντιδιαστολή με το ελληνικό μπουρδέλο.

Μπορεί να αποτελεί περίπτωση ξενολαγνείας, άγνοιας του τι πραγματικά συμβαίνει εκεί όπου αναφέρεται, οτιδήποτε αρκεί να του κολλάει εκείνη τη στιγμή στην ελληνομιζέρια του.

Παράβαλλε δεν υπάρχει κράτος κλπ κλπ.

  1. - Στη Γερμανία θα είχαν βάλει 500 πινακίδες. Για την επικίνδυνη στροφή, για τη λακκούβα, για το «ολισθηρό οδόστρωμα», την ομίχλη. Εδώ βάλαμε ένα θαυμαστικό και καθαρίσαμε...
    - Εμ, ο Γερμανός έχει κράτος...

  2. - Στην Ελλάδα οι διεφθαρμένοι υπουργοί τα παίρνουν φόρα παρτίδα και τους ξανακάνουν υπουργούς ξανά και ξανά. Στην Κίνα τους εκτελούνε. Αλλά ο Κινέζος έχει κράτος, γι' αυτό βαστιούνται ενάμιση δις κόσμος...
    - Ά ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωροφυλακίστικα αποκαλούνται οι προσεγγίσεις, συμπεριφορές και εξουσιασμοί που χαρακτηρίζονται από, αυθαιρεσία, ετσιθελισμό, πατερναλισμό, αμβλύτητα πνεύματος, κουτοπονηριά και αλαζονεία τ. «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»

Συχνά εκφέρεται με τσι μορφές:

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο κυρίως ως πολιτικό μπινελίκι, δεδομένου ότι η αλήστου μνήμης Βασιλική Χωροφυλακή ήταν χρεωμένη με την καταστολή της αριστεράς.

  1. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

2.
Φιλαρακο τα χωροφυλακιστικα του τυπου «δεν ξερεις σε ποιον μιλας» αστα

3.
Είναι τόσο επιδερμικά και χωροφυλακίστικα τα μέτρα της κυβέρνησης που, παρά το γεγονός ότι έχουν τη ρητή συναίνεση μεγάλου κομματιού του ΠΑΣΟΚ, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουν την ανοχή της κοινωνίας.

4.
Ομως η ηγεσία του υπουργείου δεν λέει να προχωρήσει λίγο πέρα από τη χωροφυλακίστικη τεχνολογία του χτυπήματος της κάρτας. Αν οι υπάλληλοι έλυναν σταυρόλεξα δεν την πειράζει. Αρκεί να ήσαν παρόντες. Αν έπαιζαν πασιέντζες στον υπολογιστή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Θα έπαιρναν και το ελληνικής εμπνεύσεως «επίδομα υπολογιστή»

5.
Ο θάνατος του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου (6-12-2008) πέρα από τη θλίψη, τον πόνο, και την οργή που είχε γεμίσει την Ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε το τέλος μιας κακής περιόδου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί πλήρως η «Χωροφυλακίστικη μέθοδος συγκάλυψης» (η κουτοπονηριά) που εφάρμοζε απερίσκεπτα επί χρόνια σε παρόμοιες περιπτώσεις, η εκάστοτε φυσική και πολιτική της ηγεσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.

  1. Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
    Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.

  2. - Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
    - Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.

  3. Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified