Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται πως επικοινωνεί με τον υπολογιστή του με τηλεπάθεια και πλασάρεται ως μέγας γνώστης για να εντυπωσιάσει, αλλά επί του πρακτέου είναι για τον πούτσοβιτς και γίνεται ως επί το πλείστον ρεζίλι! Ο ψευτοχάκερ δηλαδή.

- Μου είπε το μωρό να πάω να τη βοηθήσω να κάνει φορμάτ και εγκατάσταση προγραμμάτων...
- Εσένα;
- Της είπα ότι έχω μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ ο μαλάκας. Δεν ξέρει ότι είμαι χάκσερ!
- Σωστόαστ! Πάρε καπότες φράουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός: μπαρτέντες. Απ’ το αγγλικό bartender.
Ειρωνικά μειωτικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται σε μπάρμαν για τον πούτσο.

Άμπντάλης, ζημιάρης, αφηρημένος, άλλα λες - άλλα ακούει - άλλα σερβίρει, καρμίρης στα παρελκόμενα και το κέρασμα, συνήθως γκάβακας στο σπορ, μια κι αντικαθιστά κάποιον αξιότερο. Μπορεί νά ‘χει στυλάκι Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ» και να παραμελεί τους μόνιμους πελάτες για να κερνά γκομενάκια.

- Φωνάξτε ρε γαμώτο, τον μπαρτέντα, και κάνω τον τροχονόμο τόση ώρα.
- Άσ' τονα. Προσεύχεται.
- Και τι; Θα τη βγάλω με αμίτα;

Ο Σαϊντολόγος σερβίρει (από sstteffannoss, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος γαμάω και του αγγλικού ουσιαστικού man, που σημαίνει άντρας, και εν προκειμένω παραπέμπει σε υπερήρωες-μαρβελιές, τύπου Superman, Batman, κ.τ.ο. αλλά κυρίως στον Spiderman, εκ του οποίου μάλλον δανείζεται την κατάληξη της λεξιπλασίας -ντερμαν.

Ο γαμάιντερμαν είναι τύπος συμπεριφοράς άνδρα. Είναι αυτός που προβάλλει μία εικόνα γκραν γαμάω, γαμαωδέρνουλα, γαμιά της γειτονιάς κ.τ.ό. Στη συντριπτική πλειοψηφία της χρήσης του, ο όρος δεν περιγράφει θετικά τον όντως ούμπερ-γαμίκουλα, αλλά αυτόν που την έχει δει έτσι, γι' αυτό και εντάσσεται συνήθως σε φράσεις του τύπου: «Ποιος είσαι ρε φίλε; Ο Γαμάιντερμαν;» ή «Τι έγινε ρε φίλε; Την είδες Γαμάιντερμαν κιέτσ';».

Φαντασιακώς, ο Γαμάιντερμαν αισθητοποιείται ως ένας υπερήρωας με σέξι εσώρουχα τύπου Σούπερμαν, και μια μπέρτα, όπου αναγράφεται το γράμμα κατατεθέν του, το Γάμα. Υπερίπταται της πόλης και τείνει ευήκοον πέοντα σε όποιον/αν ταπεινό και καταφρονεμένο έχει άμεση ανάγκη από πήδουλο. Ασφάλουσλυ, στις αποσοδομητικές μέρες που ζούμε, όπου ο Σούπερμαν πέθανε, ο Σπάιντερμαν είναι γκέι, ο Όπτιμους Πράιμ εγχειρισμένη και ο Μπάτμαν ντράμα κουίν, ο Γαμάιντερμαν είναι είδος προς εξαφάνιση και η τελευταία ευκαιρία των υπερηρώωνε να αποκαταστήσουν τον αμφισβητούμενο ανδρισμό τους.

Το αν, ωστόσο, ο Γαμάιντερμαν αρέσει είναι θέμα υπό αίρεση. Συνήθως γαμάιντερμαν ονομάζεται κάποιος γραφικός, ή κάποιος που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει φυσικά του ελλείματα με μια επιτηδευμένη συμπεριφορά γκραν γαμάω. Λ.χ. γαμάιντερμαν μπορεί να ονομαστεί κάποιος που το παίζει πολύ μάτσο (ίσως από ενδόμυχους φόβους για τον ελλιπή ανδρισμό του), ένας κοντός που θεωρεί ότι το ανύπαρκτο ύψος το έχει πάρει σε πούτσα, ένας πουρέιτζερ που το παίζει μπο μεκ για να την πέσει σε μικρούλες. Επίσης, κάποιος που εκμεταλλεύεται την κοινωνική θέση του για να στρωσκανίσει: Λ.χ. αφεντικό που την πέφτει σε υφισταμένη, γιατρός σε νοσοκόμα, καθηγητής σε φοιτήτρια/μαθήτρια κ.τ.ό. Ακόμη, κάποιος με μάτσο και καθόλου θολές απόψεις, λ.χ. ένας Ελληνάρας ή γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Γενικότερα, ως συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει μόνο εραστή, αλλά και φίλο, συνάδελφο, συμπολίτη, που αισθανόμαστε την ανάγκη να τον ρωτήσουμε «μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;» (η απάντηση του αυθεντικού Γαμάιντερμαν θα είναι καταφατική, οπότε δεν συνιστάται η ερώτηση) ή να τον παραινέσουμε «μη γαμάς πολύ, κατούρα και λίγο». Ωστόσο, από την άλλη, όπως το να παριστάνει κανείς τον τρελό είναι μια πρώτη ένδειξη ότι είναι όντως τρελός, έτσι και το να υποδύεσαι τον γαμιά, είναι η αρχή (=ήμισυ του παντός) του να γίνεις όντως γαμιάς, καθώς η προσποίηση έχει συχνά επιτελεστικό χαρακτήρα. Οπότε μπορεί και ο Γαμάιντερμαν να προτιμάται ως εραστής, αφού από το πολύ θέατρο, εβέντσουαλjυ κάποια στιγμή θα γαμήσει κιόλας. Σε κάθε περίπτωση περισσότερο από έναν μετροσεξουαλικό.

Για περαιτέρω περιπτωσιολογία στο παράδειγμα 1 παραθέτω ορισμένα μεταξύ πολλών πορτραίτων του Γαμάιντερμαν που βρήκα σε σχετικό νήμα στο Ιντερνέτι.

Fact: Ο Γαμάιντερμαν έχασε την παρθενιά του, όταν ο Chuck Norris τον πήγε στις πουτάνες.

  1. Θέμα: Ο Γαμάιντερμαν.
    Σίγουρα κάποια στυλάκια στον άντρα δεν τα γουστάρουν οι κυρίες.
    Είναι ο λεγόμενος γαμάιντερμαν. Ποιά είναι αυτά; Καρφώστε τους.

- Mου τη δίνει η φωνή «Εχω κάνει μαθήματα ορθοφωνίας με τον Μπαντέρας». Δε πάει ρε παιδί μου, τελείωσε!

- Για τον στυλάτο λέω που για κάποιες είναι ωραίος ως τύπος, σε κάποιες άλλες όμως φέρνει εμμετό, γλίτσα και λοιπά καλοπροαίρετα. Που σου 'ρχεται να τον πιάσεις απο το ζελεδιασμένο τσουλούφι και να τον φέρεις δυο βόλτες μπας και σκάσει να μιλάει για το πόσα φράγκα έριξε στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου του, τον κολλημένο με τη μπάλα, που ό,τι δεν γνωρίζει, το χλευάζει, γενικά τον Οστρογότθο

- Για να δω πως θα ζωγραφίσω εγώ τον γαμάϊντερμαν:
Μου τη δίνει ο τύπος και που όχι μόνο έχει άποψη για όλα αλλά είναι αυτός που έχει τη μόνη σωστή άποψη και φυσικά δεν δέχεται ότι κανείς άλλος μπορεί να εκφέρει γνώμη, που ρωτάει για την γνώμη σου απλά για να του επιβεβαιώσεις την δική του υποτιθέμενη σωστή... που έχει «καταφέρει» να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και το χρωστάει για άλλα 5 χρόνια, αλλά κάνει φιγούρα και περνιέται και για έξυπνος που το πήρε πριν τα 30 και όχι στα 50.... που του αρέσει να επιδεικνύεται για το κάθε τι, από τις γιαλαντζί και ξερόλικες απόψεις, μέχρι να επιστρέψει σε ένα μαγαζί για να αποδείξει στον ψυλομύτη πωλητή πως βρήκε αλλού το γκατζετάκι που δεν ήθελε να του πουλήσει ο πρώτος. Αυτός που κοιτάει μόνο την επιφάνεια και τον εαυτούλη του και περνιέται για σούπερ ντούπερ επιτυχημένος και γαμίκουλας (ρε μήπως είσαι gay και δεν το ξέρεις ακόμα;), που πηδάει συνεχώς και ξεχνάει να κατουρήσει λιγάκι... αυτός που το παίζει σπουδαίος και τρανός, αλλά περιμένει από την κοπέλα του να πληρώσει τα μπινελίκια στον κινηματογράφο, γιατί «μωρό μου να μην τρέχω τώρα να βγάλω 10 από την τράπεζα ή να πληρώσω με κάρτα δεν αξίζει».... αυτός που χρωστάει εισόδημα 2 χρόνων στις πιστωτικές αλλά συνεχίζει απτόητος να επιδεικνύεται, εκτός και αν βρει καμιά χαζή και του ξεπληρώσει το χρέος σε αντάλλαγμα στεφάνι... αυτός που είναι και καλά ανεξάρτητος και αυτάρκης σε όλα, εκτός και αν πρόκειται για την μαμά του και που αφήνει την μαμά του ή τον κολλητό του να αποφασίζει για πάρτη του... αυτός που απαιτεί τον σεβασμό όταν ο ίδιος δεν τον έχει δείξει ποτέ σε κανέναν... αυτός που οποιεσδήποτε ευθύνες ή άσχημες καταστάσεις, τις ρίχνει στον δίπλα γιατί δεν έχει τα κότσια να τις αναλάβει ο ίδιος...
Δεν είναι απλά γαμάϊντερμαν, είναι lost case...

- Ο γαμάω και δέρνω ας πούμε Ελληνάρας που τα ξέρει όλα και νευριάζει εύκολα κλπ, μπορεί να ειναι πολύ ερωτικός γιατί δυστυχώς έχει αυτό το έστω ψεύτικο αντριλίκι που καμιά φορά είναι αφροδισιακό, ενώ αντίθετα, ενας καλός και ευγενικός νέος με κατανόηση για τα πράγματα με διάθεση στοργής και προδέρμ μπορεί στη φάση του άλματος να βγάλει μια τόσο θηλυκή και ευαίσθητη πλευρά που θα προτιμήσεις να δεις σε επανάληψη το «ρετιρέ» με τη Κατερίνα Γιουλακη παρά το ευαίσθητο άλμα.

- Γαμάϊντερμαν (ή θεογκόμενα από το άλλο τόπικ...) είναι συνήθως αυτός/η που μας «την έσπασε»...

- Ο γαμαιντερμαν ειναι γαμαιντερμαν σε ολες τις εκφανσεις της ζωης του. Οχι μονο ως συντροφος, αλλα και ως συναδελφος, ως συνεπιβατης, ως συνοικος, συνδαιτημων, συμφορουμιστας, συμπολιτης.

  1. Θα χει και γκομενακια γι αυτο θα ρθω γυμνος η ντυμενος γαμαιντερμαν!!! Θα χω και μπερτα με ενα τεραστιο Γ. (Εδώ).

  2. 1.39% ψηφισαν ξεπετα μιας βραδιας (Καλως τονα τον γαμαιντερμαν...) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοπροσδιορισμός του νεοφανούς κινήματος των «Αγανακτισμένων», που τις τελευταίες μέρες έχουν στρατοπεδεύσει σκηνίτες σε Σύνταγμα και έτερες ανά την χώρα πλατείες, διακηρύσσοντας αρχές όπως «αυτοοργάνωση» και «υπέρβαση κομματικών πλαισίων».

Πηγή έμπνευσης για τους Αγανακτίστας στάθηκαν αντίστοιχες κινητοποιήσεις εν τηι Ιβηρικήι, εξού η ισπανοπρεπής / λατινοπρεπής κατάληξη -istas.

Αρχικά, δόθηκε η εντύπωση πως αφορμή για το κίνημα των Αγανακτίστας εστάθη η τρώση του ελληνικού φιλοτίμου εξαιτίας ισπανικού πειρακτικού συνθήματος: «Σσσσσ... Ησυχία μην ξυπνήσουμε τους έλληνες». Τελικώς απεδείχθη πως επρόκειτο για μισκουοτέισον και πως ισπανικό πανό με τέτοιο σύνθημα ουδέποτε είχε αναρτηθεί. Κάπως έτσι όμως στήνονται οι αστικοί (με όλη τη σημασία της λέξης) μύθοι.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, πολιτικός αντιπαθέστατος πλην οξυδερκέστατος, χαρακτήρισε το κίνημα των Αγανακτίστας ως κίνημα μόδας, τουτέστιν απολιτικό και ανερμάτιστο.

Προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι πως οι «αγανακτισμένοι» απλώς αναπαράγουν στάσεις και νοοτροπίες του παρελθόντος, αυτές ακριβώς που μας έφεραν ως το χείλος του γκρεμού, τρέφοντας την ψευδαίσθηση πως κάνουν ακριβώς το αντίθετο.

Επαίρονται πως η νέα γενιά εγκατέλειψε τη βόλεψη του καναπέ προς χάριν των κοινωνικών αγώνων, πως αφυπνίσθηκε. Εγώ λέω απλώς οτι μετέφεραν τον καναπέ τους σε δημόσιο χώρο. Εξακολουθούν να παραμένουν η γενιά της φραπεδιάς και του χαβαλέ, του αραλικίου και της αεργίας, η γενιά του «για όλους έχει ο θεός, ίσως το δικό μου άστρο νάναι κάπου εκεί στο φως». Αντιλαμβάνομαι ασφαλώς πως παρέχω μια κάπως ισοπεδωτική εικόνα και πως υπάρχουν οπωσδήποτε διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις στην συνολική εικόνα, ωστόσο η γενίκευση και η σχηματοποίηση είναι συχνά αναγκαία κακά προκειμένου να υπάρξει αυτό που αποκαλούμε ερμηνεία.

Αυτό που κτγμ συμβαίνει, όχι μόνο με τους Αγανακτίστας αλλά με την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, είναι μια επίμονη, έως παθολογική, άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας. Άρνηση (denial) είναι, ως γνωστόν, ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός κατά τον οποίο αγνοώ και δεν λαμβάνω υπόψη απειλητικές και δυσάρεστες όψεις της εξωτερικής πραγματικότητας, θεωρώντας τις ως προπέτασμα καπνού. Στα RPG υπήρχε κάτι ανάλογο, το disbelieve («ξε-πιστεύω»): αν λ.χ. θεωρούσες πως ένας Μάγος σου έστησε μια illusion ενός γκρεμού, εσύ μπορούσες να ξε-πιστέψεις τον γκρεμό και να προχωρήσεις κανονικά. Καμιά φορά πετύχαινε, καμιά φορά ο γκρεμός ήταν πραγματικός...

Ο τυπικός έλλην αρνείται να δεχθεί πως οι εποχές των Παχιών Αγελάδων έφτασαν στο τέλος τους. Πως η ευημερία την οποία απόλαυσε τα τελευταία 15-20 χρόνια (ας πούμε από το '95), για να μην πούμε 30 (απο το '81) ήταν ψευδεπίγραφη, είχε πήλινα πόδια. Τα δανειοδάνεια, διακοποδάνεια, χριστουγεννο-πασχαλοδάνεια και άλλοι ωραίοι δανειο-νεολογισμοί, ήταν στην πραγματικότητα τα λεφτά του γερμανού και του γάλλου καταθέτη που τα έδωσε για να τα πάρει πίσω με το παραπάνω. Ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, δίχως να παράγουμε πρωτογενώς τον αντίστοιχο πλούτο. Ήταν ένα όμορφο όνειρο, από το οποίο μας ξύπνησαν απότομα. Και τώρα κάνουμε σαν αγουροξυπνημένα σχολιαρόπαιδα που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθούν να πάνε σχολείο, κι ας γκαρίζει η μάνα αποπάνω τους.

Ο καθείς πρέπει να τεθεί αντιμέτωπος με τις ατομικές του ευθύνες. Όχι να τα φορτώνουμε πάντα στους «Άλλους» σαν κακομαθημένα παιδιά. Αιωνίως φταίνε κάποιοι «Άλλοι»: η πολιτική και οι πολιτικοί, το Σύστημα, το Κράτος, οι Αμερικάνοι, το Δουνουτού, ο Δίας που γαμιέται, ο Hermes που είναι ανάδρομος. Ποτέ ο Λαός, αυτή η εξιδανικευμένη, φασματική και μεταφυσική οντότητα.

Όμως οι Λαοί, εφόσον επιμένουν να λέγονται Λαοί και να αντλούν τα σχετικά πλεονεκτήματα, βαρύνονται με συλλογικές ευθύνες. Η μεταπολεμική Γερμανία πλήρωνε για 50 χρόνια βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις σε Εβραίους και λοιπούς ολοκαυθέντες. Τα βάρη αυτά επιμερίστηκαν σε όλους τους γερμανούς πολίτες, είτε ήταν φανατίλες χιτλερικοί, είτε αδιάφοροι απολιτικοί, είτε δημοκράτες αντιστασιακοί. Πλήρωσαν όλοι ανεξαιρέτως, δεν έγινε κάποια έρευνα να διαπιστωθεί ποιοι είχαν αντιναζιστική δράση προκειμένου να εξαιρεθούν απ' τον τζερεμέ.

Aganaktistas στο Λευκό Πύργο, εδώ.

(Χιλιάδες τα χτυπήματα που δίνει, δεν βάζω άλλα)

Απόδοση του ισπανικού Los Indignados. Βλέπε και ζαπατουρίστας, los και σπανιώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified