Μέρος όπου συχνάζουν πολλά βάζα (για γυναίκες).
Βγαίνει από το μπαζοφωλιά αλλά περιγράφει ακόμα χειρότερη κατάσταση.
Μέρος όπου συχνάζουν πολλά βάζα (για γυναίκες).
Βγαίνει από το μπαζοφωλιά αλλά περιγράφει ακόμα χειρότερη κατάσταση.
Βλ. και μπάζο.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς καραλόλ, το πολύ lol, το πολύ αστείο-ειρωνικό.
(lol=Laugh Out Loud)
- Καρα-lol! Πολύ καλό το ανέκδοτο!
Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς / η τύπισσα που είναι πάρα πολύ άσχημος / άσχημη και ντύνεται με ρούχα τα οποία δεν του ταιριάζουν.
-Πώς είναι έτσι αυτός ρε; Κοίτα φάτσα και πώς ντύνεται έτσι; Δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν βγει απ' το σπίτι;
-Μην την ψάχνεις, είναι μπαζόμπαζο ο τυπάς.
Βλ. και μπάζο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).
-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!
Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός της λέξης φλώρος και μπάζο. Κάποιος που συνδυάζει και τα δύο χαρακτηριστικά.
-Είναι φλώμπα ο τυπάς.
-Ναι κοίτα ντύσιμο και συμπεριφορά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.
- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.
- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.
Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».
(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)
-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.
- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...
Βλ. και λαχαναγορίτης, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified