Further tags

Μέρος όπου συχνάζουν πολλά βάζα (για γυναίκες).

Βγαίνει από το μπαζοφωλιά αλλά περιγράφει ακόμα χειρότερη κατάσταση.

Ρε Κώστα, πάμε σήμερα Mall;
– Τι λες ρε, πάλι στη βαζοφωλιά θα πάμε; Εκεί ούτε γαρίδες δεν έχει.

Βλ. και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς καραλόλ, το πολύ lol, το πολύ αστείο-ειρωνικό.

(lol=Laugh Out Loud)

- Καρα-lol! Πολύ καλό το ανέκδοτο!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς / η τύπισσα που είναι πάρα πολύ άσχημος / άσχημη και ντύνεται με ρούχα τα οποία δεν του ταιριάζουν.

-Πώς είναι έτσι αυτός ρε; Κοίτα φάτσα και πώς ντύνεται έτσι; Δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν βγει απ' το σπίτι;
-Μην την ψάχνεις, είναι μπαζόμπαζο ο τυπάς.

Βλ. και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).

-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!

Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός της λέξης φλώρος και μπάζο. Κάποιος που συνδυάζει και τα δύο χαρακτηριστικά.

-Είναι φλώμπα ο τυπάς.
-Ναι κοίτα ντύσιμο και συμπεριφορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.

Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.

"Είναι ξεπαρεού ο Βαλεντίνος;" Ερωτήματα στο 1.00. (από Khan, 14/02/14)"Ξεπαρεού", που λένε κι οι Ζουλού. (από Khan, 10/07/14)

Βλ. και σπάω, αμολάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.

Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified