Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.
- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...
Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.
- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνθρωπος αστείρευτης δημιουργικότητας στον λόγο του, που παράγει δικές του σλανγκιές αυθόρμητα ή χρησιμοποιεί γόνιμα αυτές των άλλων. Το πρόσωπο που εκφράζει, κατ' αρχήν σίγουρα το γλωσσοπλαστικό του ταλέντο, επίσης όμως και το υποκείμενο κοφτερό του πνεύμα και το χιούμορ του για να εκφραστεί, λέγοντας ατάκες που δεν θα συναντήσεις σε βιβλία ή λεξικά, χτυπούν ωστόσο διάνα το στόχο τους.
Παρά το δεύτερο συνθετικό, πρόκειται για μία από τις χαρακτηριστικότερες ανώτερες ανθρώπινες ιδιότητες, την κατανόηση και τη χρήση της γλώσσας για την κύρια λειτουργία της, την επικοινωνία. Πρόκειται, αν θέλετε, για ένα μηχάνημα με προσωπικότητα, όσο πιο κυριολεκτικά μπορεί αυτό να λεχθεί.
Ένας γλωσσολόγος ίσως θα μπορούσε να πει πιο χειροπιαστά πράγματα, θα αρκεστώ όμως να πω το εξής: δεν είναι υπερβολή να αποδοθεί ποιητική διάσταση σε έναν τέτοιο άνθρωπο, με την έννοια ότι καταφέρνει να συνδέσει, συχνά με απρόσμενο τιραμισουρεαλισμό, προηγουμένως ξένους μεταξύ τους κόσμους και, από το βάθος και τις αντίρροπες πιέσεις των εννοιών, να βγάλει διαμάντια.
Αν και παντού υπάρχουν σλανγκομηχανές, προσωπική μου εμπειρία είναι ότι το είδος ανθίζει σε επαγγελματικά περιβάλλοντα της πιάτσας που αποστρέφονται την τυπικότητα και τον κοινωνικό φορμαλισμό, ιδίως χειρονακτικές business-to-business επιχειρήσεις: συνεργεία φορτηγών, μάστορες οικοδομής, λαχαναγορές και, δευτερευόντως σε μικρόκοσμους (στρατός, νύχτα, οπαδικά περιβάλλοντα).
- Κάθε φορά που ανεβαίνω στα μέρη μου, κατεβαίνω με το πρόχειρο διπλό από λήμματα.
- Σου έρχεται η έμπνευση;
- Όχι ρε συ, βρίσκω κάτι φιλαράκια σλανγκομηχανές και δεν προλαβαίνω να καταγράφω. Δεν πα να μιλάμε για τα πιο άσχετα και σοβαρά θέματα, θα μου πούνε κάτι και θα μου γυρίσουν το μυαλό. Αφού πολλές φορές δεν μπορώ να γελάσω, κάθομαι και τους κοιτάω με ύφος «τι είπες τώρα ρε μεγάλε»...
Got a better definition? Add it!
Κωδική ονομασία για το αγριογούρουνο, χρησιμοποιείται είτε από παράνομους κυνηγούς σε τόνο αστείου, είτε, με γενικότερη σημασία, για όλα τα κόκκινα κρέατα σε περιόδους νηστείας.
- Καλά τώρα, λες και στο Άγιο Όρος δεν υπάρχουν κάποιοι που βαφτίζουν το αγριογούρουνο πουρναρόψαρο...
- Νταξ μωρέ, χορταράκια και ρίζες δεν τρώει κι αυτό;... Φρούτο είναι...
Got a better definition? Add it!
Κατά το «Ελλαδιστάν», χρησιμοποιείται για να περιγράψει την Ελλάδα ως τριτοκοσμική χώρα που κυβερνιέται από τη μαφία του επιχειρηματία (και προέδρου του Ολυμπιακού) Σωκράτη Κόκκαλη. Και δεν έχουν και άδικο δηλαδή, αφού ο Σωκράτης διαθέτοντας επιχειρήσεις κάθε είδους (τηλεπικοινωνίες, τυχερά παιχνίδια, Μ.Μ.Ε., ποδοσφαιρική ομάδα και δεν συμμαζεύεται) έχει καταφέρει να γίνει αμύθητα πλούσιος με διάφορες μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η μίζα και η κομπίνα φιγουράρουν στην πρώτη θέση.
Η λέξη Κοκκαλιστάν χρησιμοποιείται κατεξοχήν στον χώρο του ποδοσφαίρου από τους μη γαύρους οπαδούς. Βέβαια το παράπονό τους περιορίζεται στο ότι η ομάδα τους δεν παίρνει πρωτάθλημα εξαιτίας της μαφίας του Κόκκαλη, κατά τ' άλλα όμως το ότι αυτός κατακλέβει το δημόσιο ταμείο κάνοντάς τα πλακάκια με τους πολιτικούς, λίγο τους ενδιαφέρει. Άλλωστε η πλειοψηφία του κόσμου τελικά όταν λέει «αγοράζω εφημερίδα» εννοεί «αγοράζω αθλητική εφημερίδα». Τι να περιμένει κανείς...
Σχετικά: Λαμπρακιστάν, Βαρδινογιαννιστάν, Αγγελοπουλιστάν.
(Από εδώ)
«Πού εργάζονται τώρα οι δύο καλοί δημοσιογράφοι; Η αποπομπή τους επιβεβαιώνει ότι στο Λαμπρακιστάν-Κοκκαλιστάν οι αντιφρονούντες “εξοντώνονται” ποικιλοτρόπως.»
(Από σχόλιο για την κατασκευή του γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό)
«Η χώρα προοδεύει και εισέρχεται σε νέα περίοδο: από το Κ (Κοσκωτιστάν & Κοκκαλιστάν) ανεβαίνουμε στο επίπεδο Β (Βγεναυνανιστάν & Βωβολαντ).
Και εις ανώτερα!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρσενικό ισοδύναμο και το alter ego του ψωλοδιώχτη. Ο που τον έχει, θέλει και δεν μπορεί. Έχει κάτι που διώχνει από παστάκι μέχρι γριέντζω.
Βρε δεν πα να πέσει σε μουνοθύελλα ή και σε μουνόλακκο ακόμα, τα αντίστοιχα πουτσορανταροκύτταρα στον εγκέφαλο των θηλυκών βαράνε κόκκινο συναγερμό άμα τη εμφανίσει του.
Εντάξει, αν είσαι μπίχλας ή μπιχλάντεν τον έχεις απ' τα αποδυτήρια. Αν πάλι βγάλεις τη φήμη του φαρμακόπουτσου, τότε σίγουρα βάζεις μουνοδιώχτη στον πούτσο σου.
Αλλά εδώ λέμε ότι μπορεί και να έχεις στήσει όλες τις γκομενοπαγίδες, και να μην πέφτει καμιά μέσα, ούτε καν μια πατσούρα, λόγω αυτού του κάτι, του αόρατου μουνοδιώχτη.
«Τι 'ν' αυτό που το λεν μουνοδιώχτη, τι 'ν' αυτό;»
-Ε ρεεεε... πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Τι στον πούτσο; Τον μουνοδιώχτη έχουμε;
- Μπιρμπίλη μου, για αγάμητο σε κόβω τελευταία!
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα Ντερβίση μου. Πρέπει να απέκτησα μουνοδιώχτη και δεν ξέρω πως.
- Βρε μαλάκα μπιχλάντεν, άντε κάνε κάνα μπάνιο να φύγουν τα δέκα κιλά μουνοδιώχτη που έχουν πετσιάσει πάνω σου.
Συνώνυμο: γκομενοδιώχτης.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη γνωστή λέξη τουμπεκί, προσθέτοντας την πρόθεση για να παρομοιάσουμε τη λέξη με την Ανατολή και τη σιωπή που υπάρχει από το γυναικείο φύλο.
- Έλα μωρέ, ένα γκολ έβαλες και χάρηκες.....
- Εσύ γατάκι, τουμπεκιστάν, και πολλά μη λες!
Got a better definition? Add it!
Χώρα γειτονική του Τσιμπουκιστάν.
Ο Πιερ είναι μεν από την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά έχει ρίζες και από το Τσιμπουκτού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Πανγαμάτωρ είναι ο άνδρας ο οποίοις συνουσιάζεται ή ευβρίσκεται εις συνουσιαστικήν διάθεσην καθόλην την διάρκεια της ημερός!
Θέλγεται από όλα τα θηλυκά και η ερωτική του ζωή είναι... γαργαλιστική έως πικάντικη! Εύχρηστη δε η λέξη εις την φράση: «Ο Πανγαμάτωρ Χρόνης», εις την περίπτωση κατά την οποία γιγνώσκετε κάποιον ονόματι Χρόνη ή απλά ως λογοπαίγνιο!
Φιλήμον: «Α κοίταξον, ο Άδωνις!»
Σαρπηδόνας: «Αχ ναι, ο Άδωνις! Γνωστός και ως: ο Παναγαμάτωρ Χρόνης!»
Φιλήμον: «Αχχ και πότε θα έχομεν την ευφροσύνη να... περάσει και από μας! Αχχχ...!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:
Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.
Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.
Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.
Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!
Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!
Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!
Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!
Got a better definition? Add it!
Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.
Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.
Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).
Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).
- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.
βλ. και ξεροχύνω
Got a better definition? Add it!