Further tags

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε ορισμένοι αστειάτορες το τιμής ένεκεν, κάνοντας λολοπαίγνιο με την μπίρα Heineken.

Πάσα: Jonas.

- Μα καλά, γιατί το λες το παιδί θείο;
- Ετς, τιμής Heineken, μου βγάζει ένα κύρος...

(από Khan, 10/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ένδοξο Ε.Σ. όπου όλοι είμαστε μια παρέα, πολλές φορές οι έννοιες πειθαρχία, οργάνωση, σύστημα, εργατικότητα κλπ αποκτούν ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Για να το συλλάβει κανείς θα πρέπει να έχει την τύχη να παρακολουθήσει μια μονάδα του Ε.Σ. σε τακτικούς ή άλλους ελιγμούς, οπότε και γίνεται προφανής η χρήση του όρου «ρεμπέτ ασκέρ» για την περιγραφή της μονάδας, συνήθως πεζικού, η οποία μαγεύει με τον συντονισμό των κινήσεων των μελών της.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι διαθέτουμε ως χώρα τον καλύτερο στρατό, όχι στο ΝΑΤΟ, αλλά στο Κιάτο.

Δίκας: - Λγε Πουλόπουλε, πώς πήγε το ρεμπέτ ασκέρι μου στην άσκηση «Μαδημένο Κοτόπουλο»; Γύρισαν όλα τα παρτάλια από το βουνό;
Λγός: - Μάλιστα κ. Διοικητά. Μόνο που μας έμειναν 2 Λεωνίδας και το Ρεγκόβερ που πήγε να τα μαζέψει χάλασε κι αυτό στο δρόμο. Χάσαμε και μια υδροφόρα και έχω στείλει τον Λ.Δ. και ψάχνει στα χωράφια μπας και τη βρούμε. Νεκρούς πάντως δεν είχαμε.

(από jesus, 11/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μεταφέρεται στα ελληνικά το ουίσκι Johnnie Walker, κατά ακριβή μετάφραση με μια κώφωση (ο αντί ε) στην πρώτη συλλαβή του περπατάει, όπως συνηθίζεται σε περιφερειακά ιδιώματα, λ.χ. στα βλάχικα, αλλά και σε μάγκικα ιδιώματα. Πρόκειται για ατάκα που καθιερώθηκε από την ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη (1968) του Ντίνου Δημόπουλου. Την λέει ο μαγκευόμενος Αθηνόδωρος Προύσαλης, όπως και την έκφραση τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

Βλ. και καραουισκάκι (στο οποίο έχει παραλείψει αδικαιολόγητα να αναφερθεί το πρόσφατο ντοκιμαντέρ για την επανάσταση του '21).

Πάσα: Γκάτσμαν.

  1. Από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»:

ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Ε, καλά, ψέματα λέμε; Με το που μπουκάρησε μου λέει: «Γουστάρω τραπέζι κεντρικό». Κι έπειτα λέει: «Τσάκω ένα μπουκάλι ουίσκυ!». «Τι μάρκα;» Της κάνω. «Το Γιάννη που πορπατάει!» μου λεει.
ΤΖΩΝ: Johnie Walker!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Εγώ δεν ήρθα εδώ για φροντιστήριο! Ήρθα να πλερωθώ!
ΤΟΥΛΑ: Λοιπόν;
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Λοιπον, «Δεν έχεις κανένα αλμυρό ρε μισόμαγκα;» μου κάνει. Ωραίες κουβέντες!
ΤΟΥΛΑ: Μαμά ζαλίζομαι. Θα πέσω!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Που ´σαι; Δε με ξοφλάς και να πέσεις μετά; (Δες).

  1. Τώρα ανακάλυψα ότι πρέπει να λιποθύμησα από μπομπαρισμένο «Γιάννη που πορπατάει»... (Δες).

πορπατάει, και πίπες κάνjει... (από MXΣ, 21/03/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακό πακέτο μάρλμπορο. Κατάλληλο για κωλόμπαρα όπου συχνάζουν μόνο πρώην φυλακισμένοι με τατουάζ της πούτσας.

3ο πακέτο καύλορο από το πρωί και το στόμα δηλητήριο.

βλ. και Μάλμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς προέλευσης από το Αφγανιστάν, κατά αντιστοιχία προς λ.χ. πολύτιμα κρασιά που παράγονται σε κάποιο σπουδαίο κτήμα. Λεγόταν περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν περισσότερο στην επικαιρότητα ο καταζητούμενος στο Αφγανιστάν Osama bin Laden, ο οποίος βεβαίως ακόμη την απασχολεί παραμένοντας ασύλληπτος.

Είναι καλό πράμα, κτήμα Οσάμα σου λέω...

(από Khan, 15/02/11)(από Vrastaman, 25/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειναι παραφθορα του πουτσώνω.

Κατά συνέπεια, κωλοπετσωμένη = κωλοπουτσωμένη, κωλογαμημένη. Εκφέρεται θετικά και σημαίνει ασύμβατη, προχωρημένη, αχαλίνωτη, ορμητική, δυναμική κλπ.

Αντιθέτως, το πέτσωμα, τα πετσώματα , έχουν αρνητική έννοια και σημαίνουν προχειρότητα /-τες και μαλακία /-ες κλπ.

- Έγινε καλή δουλειά;
- Μπα, πετσώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός, που αναφέρεται ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά σε κάθε «τελευταίο τσιγάρο», που καπνίζει κάποιος, μετά από δήλωσή του ότι θα το κόψει το ρημάδι...

  1. -Κέρνα ένα τσιγαράκι ρε φίλος!
    -Καλά, εσύ δεν το’ χεις κόψει;
    -Ε, απ’ τα κομμένα καπνίζω...

(Στο περίπτερο της γειτονιάς):

-Πού ’σαι μάστορα, πιάσε ένα Άσσος μαλακό!
-Απ’ τα κομμένα;
-Βρε δώσε εκεί κι άσ’ τα δικά σου τώρα...
-Να χαρώ εγώ ένα λεβέντη με πυγμή!
-Πληρώνεσαι; Για κάνε μας τη χάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και το μπορέλι, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, ήτοι του Βασίλη Μπορμπόκη. Ή του Στέφανου Μπορμπόκη για τους παλαιότερους.

- Γιατρέ μου πάμε απόψε στον Μπάτμαν;
- Μπορμπόκης...

(από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified