Further tags

Εκ των Τσικνοπέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή με λίγο από Κυριακή του Πάσχα. Ήθος και έθιμο αντιεξουσιαστών, οι οποίοι σουβλίζουν αρνί και τρώνε τα λοιπά κρεατικά, λ.χ. κοκορέτσια κ.τ.ό., όχι την Κυριακή του Πάσχα μετά την Σαρακοστή ή την Τσικνοπέμπτη πριν, αλλά κατά την Μεγάλη Παρασκευή που αποτελεί την μεγαλύτερη νηστεία στην χριστιανική παράδοση. Προφ θέλουν να αποδομήσουν έτσι την διάκριση νηστίσιμου και αρτύσιμου, την οποία αντιλαμβάνονται ως καθεστωτική. Η Τσικνοπαρασκευή γιορτάζεται δίκην λαϊκού πανηγυριού σε αντιεξουσιαστικούς χώρους πέριξ της Πλατείας Εξαρχείων και σε διάφορους άλλους χώρους που τελούν υπό κατάληψη από αντιεξουσιαστές καθιστάμενη στοιχείο της αναρχικής κουλτούρας.

Βεβαίως, υπάρχει και η πιο δόκιμη Τσικνοπαρασκευή, δηλαδή η Παρασκευή αμέσως μετά την Τσικνοπέμπτη, την οποία πολλοί επιλέγουν για τσίκνισμα, καθώς είναι πιο βολικό. Ωστόσο, δεν μας απασχολεί αυτή, και εξάλλου ούτε αυτή είναι απολύτως δόκιμη, καθώς δεν προβλέπεται από την παράδοση, αλλά γίνεται για λόγους ευκολίας, όπως η γαμοβάπτιση. Επίσης, στον γούγλη δίνεται κι άλλη μια σημασία: Δηλώνει κάποιον που δεν τρώει μόνο την Τσικνοπέμπτη τον αγλέουρα αλλά κάθε μέρα. Κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη δηλαδή, σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα. Τέλος, είναι ευνόητο ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους αντιχριστιανούς με διάθεση βλασφημίας, και επέκεινα της αναρχικής κουλτούρας.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. - Καλή Τσικνοπαρασκευή σύντροφε! Σου έχω φυλάξει ένα κοκορέτσι μούρλια!

  2. Την τσικνοπαρασκευη ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΜΕ ΤΑ ΘΕΙΑ! Λαϊκό Γλέντι και συντροφική κουζίνα με ψητά στην κατάληψη Ματσάγγου για την οικονομική ενίσχυση συντρόφων της υπόθεσης εμπρησμού σπιτιού στον αϊ Λαυρεντη. Φέρνουμε ο,τι μπορούμε από ξύδια και φαϊ.... (Σ.ς. Εδώ μάλλον εννοείται η δόκιμη Τσικνοπαρασκευή και όχι η Μεγάλη Παρασκευή).

  3. Τσικνοπαρασκευή. Για μερικούς όλες οι μέρες είναι Τσικνοπέμπτη! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.

- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.

Καλώ και εγώ το Πάσχα μα δείχνει κατειλημμένο  (από GATZMAN, 23/04/11)

για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο κανόνων και μηχανισμών λειτουργίας που διέπουν τη ζωή ενος γκικ.

Λέγεται πειραχτικά για άτομα που η μέρα τους ξεκινά και τελειώνει μπροστά από έναν υπολογιστή, είτε λόγω των συνεχών προσπαθειών τους να τον overclockάρουν, είτε γιατί λιώνουν σε οποιαδήποτε εκ των παρακάτω συνηθειών: παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού γνωστών/αγνώστων στοιχείων (πάντα μέσω του υπολογιστή), παρακολούθηση των συνηθειών ανύποπτων κορασίδων σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (stalking αγγλιστί), ηλεκτρονικά παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και άλλες χλιμιτζουριές.

Όλα αυτά, έναντι αντίξοων συνθηκών, όπως την αιφνίδια εισβολή της μητέρας τους στο υπόγειο, το hamster που πρέπει να του αλλάξουν τα ροκανίδια για να μπορεί να χέσει, την τουαλέτα που βούλωσε για άγνωστους για αυτούς λόγους, κλπ.

- Ρε συ, κανένα νέο από τον μαλάκα τον Νίκο έχεις; Έχω να τον δω, χρόνια και ζαμάνια.
- Γάμησε τα, από όταν χώρισε με τη Μαρία όλο μέσα μένει, μπροστά από ένα PC. BIOS και πολιτεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέχρι πρότινος μπακάλικο που δεν είχε πατήσει άνθρωπος από το 1950 και τώρα πλασάρεται σαν ντελικατέσεν.

Πουλάει τυριά Νάξου, σαλιγκάρια από Κρήτη, κάπαρη σε βαζάκι και άλλα λιαστά και μη προϊόντα της Ελληνικής γης. Ψαρώνουν με τέτοια μαγαζάκια όλες οι νεόπλουτες γκόμενες, κυρίες του Κολωνακίου και διάφοροι σαολίν με ράστα γιατί είναι «in».

- Ρε μαλάκα για πες πως ήταν χτες που πήγες σπίτι της Έλλης και σου έκανε το τραπέζι;
- Άσε φίλε ...
- Τι ρε δεν πέτυχε τη μακαρονάδα;
- Ποια μακαρονάδα ρε ... κάτι φύλλα έτρωγα και κάτι τυριά που μύριζαν σαν τα πόδια του Παπαδόπουλου που κοιμόταν από πάνω μου στο στρατό!

Lauren Bacall (από Vrastaman, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεραστίων διαστάσεων - σε σχέση με τα συνηθισμένα - έντομο (κουνούπι-σκνίπα) που σου επιτίθεται τους καλοκαιρινούς μήνες όσα φιδάκια κι αν βάλεις.

Ετυμολογία: Συνδυασμός του γνωστού αεροσκάφους F-16 και της Γκατζολίας - νομός Έβρου με προεκτάσεις ενίοτε για όλη την Αν. Μακεδονία και Θράκη - μιας και το γνωστό έντομο-κτήνος απαντάται στην συγκεκριμένη ακριτική περιοχή και το έχουν βιώσει χιλιάδες φαντάροι και φοιτητές.

  1. - Πώς τα περάσατε ρε στον Άρδα;
    - Άσε, ελεύθερο κάμπινγκ, λετσοτουρισμός και τα ΕΦ δε Γκάτζι να μας καταδιώκουν.

  2. - Τι νούμερο έκανες χτες;
    - Γερμανικό και δίπλα στο ποτάμι ... Με τσάκισαν τα ΕΦ δε Γκάτζι στο τσίμπημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το όνομα της γνωστής Μεταφράστριας ταινιών και ξένων σειρών.

Αποτυχημένες μεταφράσεις και προφορά από Έλληνες που προκαλούν γέλιο. Συνήθως απόπειρες μετάφρασης ή προφοράς για ξένα προϊόντα ή ταινίες. Είναι τόσο παγιωμένες και με αντοχή στο πέρασμα του χρόνου που ακόμα και όσοι γνωρίζουν την σωστή μετάφραση και προφορά εξακολουθούν να τα λένε λάθος για να μην τους πουν ξερόλες.
Παραδείγματα :

nike = νάικ (σωστό νάικι)
porsche = πόρσε (σωστό πόρς)
overlay = όβερλάι (σωστό όβερλέι)

- Μαίρη τσάκω το Όβερλέι να καθαρίσεις λίγο το τραπεζάκι στο σαλόνι γιατί θα έρθουν τα παιδιά να δούμε μπάλα!
- Όβερλέι το έλεγε η μάνα σου; Μας το παίζεις και Αγγλομαθής, ααα και άμα θες καθάρισε το εσύ, δικοί σου φίλοι θα έρθουν !!

Στην αρχη (από Khan, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνί + πουλάω-ώ.

Μπορεί να το ακούσεις κι από οικοδόμο με μουστάκι που κρατάει ντουντούκα σε πορεία.

Δηλώνει πιτσιρίκα 20 το πολύ χρονών, εξαιρετικής ομορφιάς (βυζιά, κώλος), την οποία γουστάρουν όλοι οι θαμώνες στο μαγαζί ή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αυτή όμως το έχει αλλού ταγμένο, στον έναν και μοναδικό που την έκανε γυναίκα ... μέχρι να τον σουτάρει και να αρχίσει να πηδιέται με όλους.

- Πώς το βλέπεις το Σοφάκι; Πολύ με καυλώνει!
- Αυτή ρε το έχει μουνοπώλιο ... περίμενε σε κάνα-δυο χρόνια που θα κάνει gangbang!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουνάκιας, ο «αιδοίου θριξ ναυν έλκει», ο κυλότας.
Αυτός που κυνηγάει τα μουνιά όπως o Δον Κιχώτης τους ανεμόμυλους.

- Ρε τον Βασίλη το φουκαρά ... τη συγχώρεσε πάλι την παρτόλα!
- Αφού είναι τέρμα Δον Κιλώτης!

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, την υδατοσφαίριση και τη χειροσφαίριση είναι η εστία καθεμιάς από τις αντίπαλες ομάδες, το γκολπόστ, και συνεκδοχικά το ίδιο το γκολ.

Στην σεξοσλάνγκ είναι μεταφορικώς ό,τι και το γκολ, το σκοράρισμα και το μπαλάκι, δηλαδή η ευτυχής (για τον εραστή) κατάληξη της σεξουαλικής πράξης με εκσπερμάτιση. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν υπάρχει προβληματισμός για το αν θα μπορέσει ο εραστής να πετύχει περισσότερα του ενός τέρματα, το οποίο καθορίζεται από διάφορους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες.

- Ευτυχώς, είχα ρίξει πριν μια στρατηγική μαλακία και δεν ήμουν κοκοράκι. Ωστόσο, δεν κατάφερα να ρίξω πάνω από δύο τέρματα, οπότε μπορεί και να ήταν μαλακία η μαλακία.
- Αχ, εσείς τα νιάτα!... Στην ηλικία μου ένα τέρμα το πολύ... Μέχρι να σηκωθώ ξανά, μάτια μου γλυκά, που λέει κι ο Πρωκτοκώλογλου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified