Further tags

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα και θέλει να δείξει τον βαθύ εθισμό που έχουν μερικοί άνθρωποι από την κατανάλωση γύρου στα άπειρα σουβλατζίδικα της βορείου Ελλάδος, αλλά και την δυσκολία που υπάρχει ακόμα και αν καταβάλεις προσπάθειες να σταματήσεις την κατανάλωσή του.

- Πραγματικά δεν μπορώ να σταματήσω να τρώω σάντουιτς. Έχει παντού γύρω σουβλατζίδικα και μυρίζει συνέχεια. - Τι να κόψεις παιδί μου... κόβεται αυτό το πράγμα... γυρωίνη είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα ή ο χώρος (ιδεολογικός, πολιτικός, θρησκευτικός, αθλητικός και ταλιμπάν) όπου αυτοί που τον απαρτίζουν συμπεριφέρονται ως κοπάδι, δηλαδή ως άκριτοι κοπαδοί του ποιμένος-ταγού και της χιλιομασημένης κυρίαρχης ιδεολογίας, χωρίς να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη και το ρίσκο της κριτικής αποστασιοποίησης. Και που φροντίζουν να εξοστρακίσουν όποιον τολμήσει να διαφοροποιηθεί.

Το β' συστατικό είναι το εξαιρετικά σλανγκενεργό -στάν που παραπέμπει σε χώρα της Ανατολής, και το χρησιμοποιούμε συχνά για να αναδείξουμε τον ανατολίτικο (με την κακή έννοια) χαρακτήρα της Ελλάδας ως Ελλαδιστάν. Και στην προκείμενη έκφραση αναπαράγεται το οριενταλιστικό στερεότυπο ότι προσιδιάζει στις χώρες -σταν της Ανατολής να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ως άμορφα κοπάδια- μπουλούκια. Παίζει βέβαια εδώ και με την λέξη στάνη.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ὀτι ενίοτε έχει επιρρηματική χρήση, βλ. παράδ. 4.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Πάσης φύσεως «κοπάδι» καταστρέφει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.Αυτοεξορίσου από την χώρα του Κοπαδιστάν (Εδώ).

  2. υπάρχουν 3 κατηγορίες ομάδων αναρχοδιεθνιστούλιδων:
    γ) Το κοπαδιστάν. Καμμένα φοιτητάκια, μεταξύ των οποίων και γόνοι αρκετών ευκατάστατων και ευυπόληπτων οικογενειών, παρασυρμένοι αριστεριστές, κομπλεξικοί πάσης φύσεως, παρατρεχάμενοι, ρομαντικοί, ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, γραφικοί, εκ γενετής πυροβολημένοι, καθ' έξιν κάφροι και επιρρεπείς στην υποβολή, μανιοκαταθλιπτικοί μηδενιστές ... όλα τα άνθη του αγρού ριγμένα στο αντιεξουσιαστικό μπλέντερ και ελεχόμενα από «φύλαρχους» αναρχοπατέρες που κατά συντριπτικό κανόνα τα παίρνουν χοντρά από πρώην, νυν και αεί κυπατζήδες (η υποτυπώδης ιεραρχία μάλιστα που στήνουν οι εμπνευσμένοι αυτοί επαναστάτες για το «ποίμνιο» τους αποτελεί μνημειώδες οξύμωρο προς τα «ιερά θέσφατα» του αναρχισμού). Η χρηματοδότηση είναι φυσικά σταθερή (και αν το απαιτεί η περίσταση ακόμα και γενναιόδωρη)...μεταφραζόμενη σε έντυπα, αφίσσες, προπαγανδιστικό υλικό, εκ των έσω ενημέρωση για τις κινήσεις των 'αντιπάλων' και ότι άλλο λαδάκι χρειάζεται ο μηχανισμός για να πάρει μπρος. (Εδώ).

  3. Ένας που μου ρχεται στο μυαλό ΤΟΛΜΗΣΕ να τα βάλει με το κοπαδιστάν. Ακόμα τρέχει ο φουκαράς... (Εδώ)

  4. Μιλάμε για επιλεγμένα μεν αλλά νορμάλ εστιατόρια στο κέντρο των πόλεων (όχι τίποτα τουριστοπαγίδες που σε πάνε τα ταξιδιωτικά πρακτορεία κοπαδιστάν). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος εμπλέκεται σε μπυροποσία η οποία ήτο μακροσκελής και ο εμπλεκόμενος ήθελε να ξεφύγει και δεν μπορούσε-η τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστέψουμε (κλασσική περίπτωση «τραβάτε με κι ας κλαίω»).

Γνωστές ατάκες μπυραγχόπληκτων: «Άλλη μία και φύγαμε», «Η Amstel με έβαλε να το κάνω» και άλλα συναφή.

  1. - 'Μέρα ρε Σάκη, κομμένο σε βλέπω, τι έπαθες;
    - Ε, εχθές το βράδυ, δέχτηκα επίθεση από κάτι μπυράγχας...

  2. Άσε ρε μάγκα εχθές μπλέχτηκα με τον Κώστα και δεν με άφηνε να φύγω, ε μετά πλακώσαν και κάτι μπυράγχας και καταλαβαίνεις, ξημερωθήκαμε.

  3. - Ρε αλήθεια ρε όλη την ώρα έψαχνα ευκαιρία για να φύγω ρε, αλλά ο μπάρμαν είχε ξαμολήσει τα μπυράγχας!
    - Άσε σε μάθαμε τόσα χρόνια Τάκη, είναι μην πιεις τις πρώτες δυο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά της Ιταλικής μάρκας μοτοσυκλετών Moto Guzzi που δηλώνει την παραδοσιακά κακή ποιότητα των κινητήρων και των ανταλλακτικών τους, καθώς και το θόρυβο που οι πρώτοι παρήγαγαν λόγω του μεγάλου τους κυβισμού. Ο όρος είναι σχεδόν ανύπαρκτος σήμερα, πιθανότατα λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των εν λόγω μοτοσυκλετών.

- Θα πάμε με το Μήτσο στον Τσιβλό με τις μηχανές. Έρχεσαι;
- Αν είναι να φέρει τη Μότο Σκούζει μαζί του καλύτερα όχι. Θα κάνουμε δέκα μέρες να φτάσουμε!

(από Nakas, 29/01/12)Στέρεο Νόβα, Μοτοκούζι. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακρώνυμο Σ/ΚΣΤΗΣ, που σημαίνει Στρατεύσιμος Κελευστής στο Πολεμικό Ναυτικό αναπτύσσεται και ως Σεξιστής ή, με λίγο μεγαλύτερη φαντασία, Σταρχιδιστής.

Πρβλ. και στριπτιζέρ κ.ά.

Πάσα: Χότζας.

Κι όταν παλιώσει, θα γίνει άμα λάχει και Σεξιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδός με εξαιρετικές ικανότητες στην εκτέλεση ασμάτων (< φωνή).

Οι εύκωλες φώνισσες φτάνουν στον κωλοφώνα (< κώλος + φωνή) της δόξας τους με απίστευτη ευκωλία. Βλ. και λήμμα από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

Ο φωνιάς ή η φώνισσα που πέφτει στην αφάνεια μετά από σύντομο μεσουράνημα ονομάζεται ψοφήμηετυμό είναι προφανής, μη με βάζετε να τα εξηγώ όλα).

Ε ωρέ μοντουλαίοι: Ως αναλφάβητος, για να κάνω τα πρώτα μου λίνκια έκαψα κύτταρα, οπότε και ράκος έγινα, και το λήμμα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο.
Εκ μέρους σας ελπίζω σε:
1. Kατανόηση
2. Μύδι (και όχι τίποτα άλλο, ομοιοκατάληκτο)
3. Γούτσου-γούτσου

- Πω ρε πούστη μου, τι αγριόμουνο είναι αυτή η καινούργια του μαγαζιού;
- Ναι, αλλά από φωνή γάμα τα. Το πετσόκοψε το άσμα, μιλάμε για φώνισσα.
- Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαλάκα, έτσι και την ξεμοναχιάσω πουθενά, νομίζεις οτι θα της διαβάσω Παπαδιαμάντη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωφελούμενοι μάλλον από την παραπάνω παράφραση, οι οπαδοί της εν λόγω ομάδας υποστηρίζουν ενίοτε ότι ΜΠΑΟΚ= Μέγας Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

- Γιατί λες ότι είσαι ΜΠΑΟΚ και όχι ΠΑΟΚ;
- Γιατί είμαστε ΜΕΓΑΣ Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών!!!

Ζμπαουγκτζής (από allivegp, 03/02/12)(από Khan, 12/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε φανταρικό ιδίωμα, ο βυσματικός λόχος, που θυμίζει ξενοδοχείο. Σχηματίζεται κατά το Grecotel, γαμοτέλ κ.τ.ό. Χρησιμοποιείται κυρίως στο Κ.Ε.Ε.Μ. Σπάρτης.

  1. Ο Λόχος ο καλός, ο βυσματικός, το ξενοδοχείο (Lohotel). Εκεί που οι τουαλέτες τρίζουν από καθαριότητα, εκεί που το ζεστό νερό ρέει άφθονο. Ο Λόχος που όλοι φθονούν, αποστρέφονται και στραβοκοιτάζουν στην αναφορά Τάγματος, κυρίως επειδή δεν κατάφεραν να γίνουν μέλη αυτής της μεγάλης οικογένειας. (Εδώ).

  2. οι εγκαταστασεις ειναι γενικα σε νορμαλ επιπεδα,άλλα κτιρια κατω του μετριου,τα πιο νεα,καλυτερα, εκτος αν βρεθεις στο λεγομενο ''λοχοτελ''! (Εδώ).

  3. εγώ κάνω τις διακοπές μου στο λοχοτελ του Αμυνταίου ,σε λίγες μέρες που θα τελειώσει σίγουρα καμία χαλκιδική . (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published